«Παλιά ήτανε καλά, σήμερα οι επαγγελματίες ψαράδες στο
λιμάνι του Ηρακλείου πεινάνε». Κάπως έτσι ξεκίνησε η κουβέντα με τον κ Γιώργο,
συνταξιούχο ψαρά, που έχει συνδέσει τη ζωή του με τη θάλασσα και δεν μπορεί να
περάσει μέρα χωρίς να την αντικρίσει και να «μυρίσει» την αλμύρα της.
Τον συνάντησα νωρίς το απόγευμα στην είσοδο του βόρειου
λιμενοβραχίονα του Ηρακλείου όπου καθημερινά πηγαίνει με τους φίλους του και
πιάνουνε ψιλή κουβεντούλα, «κόβουν» κίνηση, αστειεύονται και ξεχνάνε τα
προβλήματα που η οικονομική κρίση έχει φορτώσει και τους συνταξιούχους.
Η σύγκριση ανάμεσα στο χθες και το σήμερα του επαγγέλματος
του ψαρά είναι αναπόφευκτη όταν μιλάς μ' έναν άνθρωπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε,
όπως μου είπε, πάνω στο καΐκι του πατέρα του πριν από αρκετές δεκαετίες.
«Παλιά ήταν όμορφα, σεμνά, περνούσαμε ωραία, ο ένας βοηθούσε
τον άλλο και είχε ψάρι καλό. Σήμερα δεν υπάρχουν ψάρια, οι ψαράδες πεινάνε,
έχουν βγει τα λαγόψαρα και δεν αφήνουν ψάρι , ακόμα και τα σκουπίδια τρώνε»
περιγράφει ο κ Γιώργος και προσθέτει «πρέπει να βγει ένα κονδύλι, με κάποιο
τρόπο, δεν ξέρω ποιόν, να βοηθήσει το κράτος αυτούς τους ανθρώπους γιατί
δουλεύουν και παρολαυτά πεινάνε».
Όταν εκείνος ήταν νέος , στο λιμάνι του Ηρακλείου,
δραστηριοποιούνταν τουλάχιστον 20 επαγγελματίες ψαράδες ενώ αυτή τη στιγμή
έχουν αποδεκατιστεί και δεν υπάρχει
διαδοχή στο επάγγελμα από τη στιγμή που δεν αφήνει αυτή η δουλειά έσοδα ούτε
για τα στοιχειώδη.
Ψαρότοποι καλοί για τους επαγγελματίες αλιείες του Ηρακλείου
ήταν κατά το παρελθόν η θαλάσσια περιοχή γύρω από τη Ντία, το Παξιμάρι, η Αγία
Πελαγία, το Πεταλίδι ακόμα και τα σφαγεία κοντά στην Αλικαρνασσό. Πήγαιναν με
τα καΐκια τους νωρίς το απόγευμα, καλάρανε τα δίκτυα ή ρίχνανε το παραγάδι και
επέστρεφαν τα ξημερώματα για να μαζέψουν εξασφαλίζοντας έτσι ένα καλούτσικο
μεροκάματο. Η ψαριά τους περιελάμβανε μπαλάδες, φαγκριά, σμίνερες, χάνους και
άλλα είδη. Τα σκαλάκια, λίγο πριν την είσοδο για το Κούλε, ήταν το σημείο όπου
διέθεταν, μέσα σε ξύλινα τελάρα με πάγο την ψαριά τους στους Ηρακλειώτες ενώ αν
είχαν πιάσει κανένα αστακό ή μεγάλο, καλό, ψάρι το πουλούσαν στα μαγαζιά ως
εκλεκτό μεζέ.
Παρότι δεν είχαν βυθόμετρα και άλλο σύγχρονο εξοπλισμό για
το ψάρεμα τους είχαν το λεγόμενο σκανταλιάρισμα, ένα βαρύ μεγάλο μολύβι με
μακριά καλούμα (ψιλό σχοινί) το οποίο μετρούσαν και έριχναν στη θάλασσα
ελέγχοντας προηγουμένως τα ρεύματα ενώ τα καλαδούρια (σημαδούρες) τους έδειχναν
που είχαν ρίξει τα δίκτυα τους.
Ο κ Γιώργος θυμάται σαν χθες όταν πριν από 30 περίπου χρόνια
ψάρεψε το μεγαλύτερο ψάρι του, ένα σκύλο-γαλέο βάρους 180 κιλών. Αυτές οι
εικόνες όμως δεν μπορούν να συγκριθούν με τις σημερινές , λέει, με τη θλίψη να
χρωματίζει τη φωνή του. "Σήμερα μπορεί να βγει ο ψαράς στη θάλασσα και να ρίξει
χίλιες οργιές δίκτυα και στο τέλος η ψαριά του να είναι ένα κιλό χάνοι, κι αν τους
βρει κι αυτούς".
Οι κίνδυνοι δεν έλειπαν τότε για τους ψαράδες τους Ηρακλείου
και ο ίδιος θυμάται πολλές φορές να τους αποκλείει η κακοκαιρία στη Ντία. Σε
αυτό τον τομέα τίποτα δεν έχει αλλάξει με
το πέρασμα των χρόνων. Οι φουρτούνες πάντοτε θα υπάρχουν, αν και θα
μπορούσαν κάποιες βελτιώσεις στο νησάκι της
Ντίας , με κατασκευή ενός αξιοπρεπούς μόλου, να κάνουν τη ζωή των ψαράδων, όταν
τους πιάνει καιρός στον Άη Γιώργη, πιο εύκολη και με λιγότερους κινδύνους.
Ο κ Γιώργος θυμάται και τις ζημιές που έκαναν στα δίκτυα τους
τα δελφίνια που κυνηγώντας τις παλαμίδες μπορούσαν να τα σκίσουν τόσο πολύ ώστε
ο ψαράς έπρεπε επί 10 ημέρες να κάθεται να τα μπαλώνει για να τα χρησιμοποιήσει
και πάλι.
Ο λόγος του συνταξιούχου ψαρά είναι χειμαρρώδης, θέλει να
μου πει όσο περισσότερα γίνεται μέσα σε λίγο χρόνο, ενώ ανά διαστήματα μας διακόπτουν
οι φίλοι του για να στρέψουν την κουβέντα σε άλλο μέλος της παρέας, που ισχυρίζονται
πως αγκάλιασε ένα καρχαρία 5 μέτρων!
Έχοντας κατά νου πως τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται μετά το κυνήγι ή
κατ’ άλλους μετά το ψάρεμα, ρωτάω, ολοκληρώνοντας τη συζήτηση, αν πράγματι υπάρχουν καρχαριοειδή στις θάλασσες
μας. Κάτι λίγα υπάρχουν, απαντάει ο κ Γιώργος εξηγώντας μου όμως πως είναι
μικρού μεγέθους και δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που βλέπουμε στις τηλεοράσεις.
E.B