Κάθε χρόνο τέτοια εποχή κάνουν την εμφάνιση τους στην αγορά
τα λουμπούνια ή λούπινα, όπως λέγονται σε άλλες περιοχές της χώρας.Αυτά τα κιτρινωπά, πλατιά σποράκια που καταναλώνονται, λόγω
νηστείας, μια και περιέχουν μεγάλη ποσότητα πρωτεΐνης, και σχεδόν καθόλου
θερμίδες.
Είναι ευτύχημα που οι Κρητικοί γνωρίζουμε, καλλιεργούμε (όχι
δυστυχώς εκτεταμένα) και καταναλώνουμε αυτό το προϊόν. Το γιατί θα το καταλάβετε
μόλις διαβάσετε παρακάτω.
Το Lupinus albus, όπως είναι η επιστημονική ονομασία του, είναι
ένα μονοετές, ποώδες φυτό που ευδοκιμεί σε αμμώδη και όξινα εδάφη.
Στη χώρα μας το συναντάμε κυρίως στην Πελοπόννησο και στην
Κρήτη ενώ καλλιεργείται σε Αίγυπτο, άλλες χώρες της Αφρικής, της Ευρώπης, της Αμερικής
φθάνοντας μέχρι και τη Ρωσία.
Οι χρήσεις του πολλές παρότι, σε καιρούς ευμάρειας το είχαμε
ξεχάσει. Μπορεί να φαγωθεί ως κανονικό φαγητό, ως συνοδευτικό πριν ή μετά το
φαγητό, να αξιοποιηθεί ως λίπασμα και ως ζωοτροφή.
Ιστορικά δεν είναι ξεκάθαρη η προέλευση του. Άλλοι λένε πως
κατά την Αρχαιότητα καλλιεργούνταν στην Αίγυπτο, κι από εκεί εξαπλώθηκε παντού,
κι άλλοι πως ήταν αρχαία ελληνική καλλιέργεια δικαιολογώντας αυτή την άποψη με τις
πολυάριθμες άγριες ποικιλίες του φυτού που συναντάμε στην χώρα μας.
Το σίγουρο πάντως είναι πως στην αρχαία Ελλάδα γνώριζαν τα
λούπινα και μάλιστα ο Θεόφραστος ονόμαζε το φυτό τους θέρμος. Ο Διοσκουρίδης έκανε γνωστό πως από τις
δύο ποικιλίες λούπινου, τη γλυκιά και την πικρή, η τελευταία είχε θεραπευτικές
ιδιότητες.
Λούπινα έτρωγε η Εκάτη ενώ ο μύθος λέει πως τέτοια
κατανάλωναν στο νεκρομαντείο του Αχέρωνα όσοι ήθελαν να έλθουν σε επικοινωνία
με τους νεκρούς τους.
Ο Φλωρεντίνος, από την άλλη, τα περιγράφει ως πολύ χρήσιμα
λόγω της περιεκτικότητας του φυτού τους σε άζωτο, που λειτουργεί ως λίπασμα στα
χωράφια. Και πράγματι το φυτό του λούπινου αντλεί άζωτο από την ατμόσφαιρα και
το αποθηκεύει στο ριζικό του σύστημα, οπότε η παρουσία του σ ένα έδαφος το κάνει
αρκετά γόνιμο.
Το αλεύρι που προκύπτει από τα λουμπούνια στη λαϊκή ιατρική
το χρησιμοποιούσαν ως κατάπλασμα, καθώς είχε μαλακτική και καταπραυντική δράση. Λέγεται επίσης πως συμβάλει στην αντιμετώπιση εκζεμάτων αλλά και στα
αρθριτικά και στομαχικά προβλήματα.
Στην Κρήτη βρίσκουμε καλλιέργειες του στα Χανιά, κατά κύριο
λόγο, ενώ σε άγρια μορφή υπάρχουν και στο νομό Ηρακλείου, σε νότιες περιοχές.
Δυστυχώς στην αρχική του μορφή το λουμπούνι δεν τρώγεται καθώς είναι πολύ
πικρό. Χρειάζεται λοιπόν να περάσει από μια μακρά διαδικασία ξεπικρίσματος σε γλυκό νερό ακόμα και στη θάλασσα.
Σε δύσκολες περιόδους, όπου η φτώχεια κυριαρχούσε στον τόπο μας,
και δεν ήταν λίγες αυτές, τα λουμπούνια ήταν μια καλή λύση για να καλύπτεται η
πείνα λαμβάνοντας πολλά θρεπτικά στοιχεία, καθώς η περιεκτικότητα τους σε πρωτεΐνη φτάνει μέχρι και 44%. Ο καρπός
του αποτελεί επίσης πλούσια πηγή ασβεστίου, σιδήρου, μαγνησίου και φωσφόρου.
Όχι τυχαία λοιπόν κάποιοι το αποκαλούν "κρέας του φτωχού" ενώ
σήμερα η αξιοποίηση του μπορεί να κάνει κάποιους, αν όχι πλούσιους τουλάχιστον
με ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Κι αυτό επειδή μπορεί να καλλιεργηθεί και να
χρησιμοποιηθεί ως ζωοτροφή και όχι μόνο.
Δεν θα ήταν λοιπόν τέλειο αντί να
εισάγουμε σόγια, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται η μετάλλαξη της για
την υγεία, να έχουμε αλεύρι από λουμπούνια; Αξίζει στο σημείο αυτό να
αναφέρουμε πως δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που περιγράφουν τα λούπινα ως τη
«σόγια του μέλλοντος».
Επειδή είναι εύκολη η καλλιέργεια του και δεν
απαιτεί μεγάλα καλλιεργητικά έξοδα είναι μια καλή λύση για όσους έχουν
κατάλληλες εκτάσεις μια και είναι σε θέση να τους αποφέρει μέχρι και 400 ευρώ ανά
στρέμμα.
Σήμερα, η καλλιέργειά του επανέρχεται με εισαγόμενες (κυρίως
από Ιταλία) και λιγότερο πικρές ποικιλίες ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα.
Στο εξωτερικό πάντως η χρήση τους είναι τόσο προχωρημένη που
φτιάχνουν μέχρι και λουκάνικα από λούπινα, τα οποία όποιος τα δοκίμασε είπε πως
ένιωσε λες και έτρωγε κρέας. Επίσης αποτελούν πρώτη ύλη για παρασκευή ψωμιού,
για ζυμαρικά και γαλακτοκομικά, τα οποία φυσικά επιλέγουν χωρίς δεύτερη λέξη
όσοι θέλουν να τραφούν υγιεινά.
Μάλιστα η τεχνολογία πλέον έχει προχωρήσει τόσο που δεν
χρειάζεται ούτε καν ξεπίκρισμα ο καρπός του λούπινου. Εδώ και μερικές δεκαετίες
αναπτύχθηκαν ποικιλίες λευκού και κίτρινου (ιθαγενούς στη δυτική Μεσόγειο)
λούπινου με σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή, τα οποία κάνουν τον
καρπό γλυκό.
Είναι πάντως τραγικό το να βλέπει κανείς σε χώρες που δεν
έχουν ευνοϊκές συνθήκες για την καλλιέργεια του συγκεκριμένου φυτού, όπως η
Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο, να
υπάρχουν εκτεταμένες καλλιέργειες του και στην Ελλάδα, και δη στην Κρήτη, να
μην γνωρίζουμε την αξία του.
Πρωταθλήτρια στην παραγωγή του είναι η
Αυστραλία, που εστίασε στην καλλιέργεια του αυτοφυούς στη Ελλάδα, στενόφυλλου
λούπινου, και πλέον ετησίως παράγει περίπου ένα εκατομμύριο τόνους λούπινου.
Την επόμενη φορά που θα πάτε στο σούπερ μάρκετ μην
σνομπάρετε το ταπεινό και φθηνό λουμπούνι, αγοράστε το και απαιτείστε την
παρουσία του στα ράφια καθόλη τη διάρκεια του χρόνου.
Έτσι ίσως ανοίξουν τα μάτια κάποιων, και λόγω ζήτησης,
αρχίσουν να το καλλιεργούν όπως κάνουν συνάδελφοι τους σε άλλες χώρες του
κόσμου κι όπως έκαναν οι πρόγονοι μας, που εντέλει ήταν πολύ πιο μπροστά από την
εποχή τους σε σύγκριση με τους σύγχρονους Έλληνες καλλιεργητές .
Ε.Β