Υπάρχουν στιγμές που φτάνεις στο σημείο να παραδεχθείς πως
όσα απαιτούν οι δανειστές από την Ελλάδα όχι μόνο είναι δικαιολογημένα αλλά θα
έπρεπε να έχουν ακόμα σκληρότερο χαρακτήρα.
Κι αυτό γιατί στην πορεία των ετών χάσαμε στον
προσανατολισμό και όλο αυτό που μας έκανε όχι μόνο να επιβιώνουμε σε δύσκολους
καιρούς αλλά και να ξεχωρίζουμε.
Κάνω όλο αυτόν τον πρόλογο με αφορμή την επίσκεψη μου στο
μανάβικο της γειτονιάς μου για να αγοράσω φρούτα. Καθώς περίμενα να τα ζυγίσουν
είδα μπροστά μου ένα σακί με φασολάκια μαυρομάτικα, που είχα καιρό να μαγειρέψω.
Σκέφτηκα πως δεν θα ήταν κακή ιδέα να πάρω και λίγα φασόλια
κι έτσι έβαλα το χέρι μου στο σακί να εξετάσω το προϊόν και να δω καλύτερα την
τιμή του. Η αρχική μου έκπληξη, σηκώνοντας την ταμπελίτσα, γρήγορα υπερκαλύφθηκε από
ένα κύμα αγανάκτησης. Τα φασολάκια κόστιζαν τρία ευρώ και είχαν προέλευση
Μαδαγασκάρης….
Φυσικά δεν τα αγόρασα αλλά και μόνο το γεγονός πως βρήκα σε
κατάστημα της γειτονιάς μου προϊόν , που ξέρω πως μπορεί να καλλιεργηθεί και να
δώσει άριστη παραγωγή στο νησί μου αλλά δεν υπάρχει σε ντόπιο παρά το
εισάγουμε από τη Μαδαγασκάρη δεν με
άφησε να ησυχάσω.
Έτσι σήμερα πέρασα ξανά από το μανάβη και τον ρώτησα γιατί
τα μαυρομάτικα είναι από τη Μαδαγασκάρη κι όχι από την Κρήτη…άντε από τη
Μακεδονία;
«Μα γιατί δεν βρήκα ελληνικά μαυρομάτικα όταν πήγα να πάρω
προμήθειες για το μαγαζί» μου απάντησε με
απόλυτη ειλικρίνεια εξιστορώντας
μου σημεία και τέρατα στην αναζήτηση που κάνει για ντόπια προϊόντα.
Με μεγάλη μου λύπη έμαθα από αυτόν πως πρόσφατα είχε ψάξει
στο Λασίθι για να αγοράσει φακές για το μαγαζί του και του ζήτησαν 7 ολόκληρα
ευρώ το κιλό! «Πώς να αγοράσω 7 ευρώ το κιλό φακές και 6 ευρώ το κιλό φασόλια;»
με ρώτησε και πρόσθεσε «με τέτοιες τιμές εγώ πως θα τα πουλήσω για να έχω και
κέρδος;»
Η κουβέντα μας μετά πήγε στα σκόρδα Κίνας, που είναι τα
μοναδικά που μπορεί να βρει κανείς στην αγορά για το μαγαζί του αλλά και στα
κρεμμύδια επίσης Κίνας, που κυκλοφορούν ευρέως στον τόπο μας.
Στην ευλογημένη Κρήτη με το χώμα και το κλίμα που μπορεί να
υποστηρίξει από τροπικά φυτά μέχρι ότι μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους, δεν
καλλιεργούνται βασικά είδη που μπορούν να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες ενός
νοικοκυριού.
Εισάγουμε λεμόνια, εισάγουμε μαυρομάτικα, εισάγουμε σκόρδα,
κρεμμύδια, ντομάτες και ρίχνουμε το βάρος των όποιων καλλιεργειών έχουν
απομείνει σε ότι επιδοτείται και μόνο.
Πόσο πιο τραγική θα μπορούσε να είναι η κατάσταση στον
πρωτογενή μας τομέα; Και τι ελπίδα να έχει κανείς οτι μπορούν να διορθωθούν τα
πράγματα όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα.
Να καταλογίσουμε ευθύνες; Κι από πού να ξεκινήσουμε; Από το
υπουργείο αγροτικής υπανάπτυξης; Από τους παλιούς συνδικαλιστές του αγροτικού
χώρου; Από τους ίδιους τους αγρότες ή από εμάς τους καταναλωτές;
Ελένη Βασιλάκη