Η απομόνωση της σε ηρεμεί, η θέα από το χώρο της που φθάνει μακριά, μέχρι τη θάλασσα, σε
μαγεύει ενώ η ιστορία της δεν μπορεί παρά να σε κάνει να νιώσεις πως βρίσκεσαι
σε ένα μοναδικό χώρο. Ο λόγος για τη Μονή Σωτήρος Χριστού της Χαλέπας στο Μυλοπόταμο.
Είναι ένα ιστορικό
μοναστήρι, το χώμα του οποίου είναι
ποτισμένο με αίμα αγωνιστών, ενώ στις αυλές του έχουν αποτυπωθεί τα χνάρια
χιλιάδων προσκυνητών που εδώ και αιώνες μεταβαίνουν στη χάρη του Σωτήρος Χιρστού αλλά και της Γέννησης του Θεανθρώπου, όπου είναι αφιερωμένα τα δύο κλίτη του καθολικού του.
Ο Ηγούμενος π. Πορφύριος Αουάντ |
Ηγούμενος της μονής σήμερα είναι ο Παλαιστίνιος π. Πορφύριος Αουάντ, ο
οποίος μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν και ο μοναδικός μοναχός της, πριν προστεθεί ένας ακόμα μοναχός, επίσης από την Παλαιστίνη.
Συναντήσαμε τον πατέρα Πορφύριο ένα κυριακάτικο
μεσημέρι στη Μονή, κάτω από τον παχύ ίσκιο της μουριάς στην αυλή, και
μιλήσαμε μαζί του για την ιστορία του μοναστηριού αλλά και για τις προοπτικές
του καθώς οι εργασίες ανάπλασης-ανοικοδόμησης του χώρου, που την περιβάλει, είναι σε
εξέλιξη με προοπτική τα ερείπια να μετατραπούν σε χώρους φιλοξενίας, οργάνωσης
εκδηλώσεων αλλά και για την επίσκεψη όσων πιστών και τουριστών βρεθούν στην
περιοχή.
Εκείνο που με την πρώτη ματιά προκαλεί εντύπωση είναι πως ο
ναός του μοναστηριού βρίσκεται πίσω από ένα, αφημένο στη μέση, πετρόκτιστο κτίσμα
με ψηλές κολώνες, που μοιάζει να τον αγκαλιάζει προστατευτικά.
Όπως μας εξήγησε ο π. Πορφύριος, το 1910 ξεκίνησε αυτή η κατασκευή με προοπτική να δημιουργηθεί ένας νέος μεγαλύτερος και εντυπωσιακότερος ναός, γκρεμίζοντας τον προϋπάρχοντα δίκλητο που περικλείονταν στο εσωτερικό του.
Ωστόσο το 1930 διεκόπη η κατασκευή,
όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, επειδή ο τότε ηγούμενος εστάλη εξορία στη Σαντορίνη
γιατί είχε χτυπήσει την καμπάνα πανηγυρίζοντας για τη νίκη που νόμιζε πως
πέτυχε το κόμμα που υποστήριζε.
Οι πληροφορίες του περί νίκης ήταν λανθασμένες κι έτσι το αντίπαλο κόμμα τον έδιωξε από το μοναστήρι για κάμποσα χρόνια. Έτσι έμεινε ημιτελής ο νέος ναός.
Η μυλόπετρα της φάμπρικας ανάμεσα στα ερείπα του παλιου ελαιοτριβείου |
Γύρω από το μοναστήρι σήμερα υπάρχουν ερειπωμένοι στάβλοι, στέρνες αλλά και μια φάμπρικα με μυλόπετρα για την παραγωγή
λαδιού.
Η Ιερά μονή της Χαλέπας,
υψώνεται σε λόφο στον Ανατολικό Μυλοπόταμο, κοντά στα Αγρίδια, το Κρυονέρι, τα Τσαχιανά, την
Αξό και το Βενί.
Τα κτίσματα της, με το
νόμο 4684, έχουν κριθεί διατηρητέα, ενώ το 1676 έγινε Σταυροπηγιακή και από τότε
υπάγεται απευθείας στο Πατριαρχείο.
Περίτεχνα κατασκευασμένες μαντζαντούρες για τα άλογα |
Ο ναός της αποτελεί δίκλητη βασιλική χωρίς τρούλο. Το ένα κλίτος
είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού, αποτελώντας μάλιστα έναν από του ελάχιστους ναούς που γιορτάζει την ημέρα των Χριστουγέννων στην Κρήτη, και το άλλο στη Μεταμόρφωσή
του Χριστού (6 Αυγούστου).
Αν και η χρονολογία ίδρυσης της Μονής παραμένει άγνωστη
υπάρχουν σημαντικά ιστορικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της από τα
μέσα του 16ου αιώνα.
Σε Αρχεία της
Βενετίας βρέθηκαν έγγραφα της περιόδου 1555-1625, όπου αναφέρουν θέματα
περιουσιακά της Μονής.
Την περίοδο εκείνη το μοναστήρι ήταν γυναικείο και
βρισκόταν σε παραπλήσιο σημείο, όπου σήμερα διασώζεται μόνο η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας με σημαντικές τοιχογραφίες.
Η Μονή μετατράπηκε σε ανδρική μετά την καταστροφή της από τους κατακτητές της εποχής, οι οποίοι δεν αρκέστηκαν στην ισοπέδωσή της, αλλά κακοποίησαν και τις μοναχές.
Η Μονή μετατράπηκε σε ανδρική μετά την καταστροφή της από τους κατακτητές της εποχής, οι οποίοι δεν αρκέστηκαν στην ισοπέδωσή της, αλλά κακοποίησαν και τις μοναχές.
Σύμφωνα με έγγραφα, η μονή Χαλέπας στα τέλη του 15ου
αιώνα και στις αρχές του 16ου, είχε αξιόλογη ακίνητη περιουσία, σπίτια μαγαζιά
και εργαστήρια, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο.
Εξίσου σημαντική ήταν και η αγροτική της περιουσία, η οποία ξεκινούσε από την μονή και κατέληγε στη θάλασσα. Σε ιστορικό κείμενο διαβάζουμε ότι είχε 70 μοναχούς, ενώ τα ασημένια της σκεύη ήταν πάνω από 300 οκάδες.
Σημείο μαχών και αγώνων
Λόγω της γεωγραφικής θέσης που
κατείχε και τις ισχυρής οικονομικής της αυτοτέλειας, αποτέλεσε αρκετές φορές
σημείο μαχών, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Το πρώτο σημαντικό πλήγμα το
υπέστη το 1821, όταν ο Ασήμ Αγάς, προερχόμενος από την Αίγυπτο, τη λεηλάτησε. Οι επιθέσεις συνεχίσθηκαν και τα επόμενα χρόνια.
Στις 30 Αυγούστου του
1822 ο Τούρκος αρχηγός Χασάν πασάς, επικεφαλής 15.000 πολεμιστών, εισέβαλε από
τα δυτικά στο λεκανοπέδιο του Μυλοποτάμου και στρατοπέδευσε στο μοναστήρι της
Χαλέπας. Στο πέρασμά του από το Ρέθυμνο μέχρι εκεί, δεν είχε συναντήσει κανένα χριστιανό,
ακόμα και τα γυναικόπαιδα είχαν αποσυρθεί σε ορεινά σημεία για να αποφύγουν την
οργή του.
Οι Μυλοποταμίτες με αρχηγούς το Χούρδο και τον Ανδράκο τον χτύπησαν
ξαφνικά την ώρα που αυτός και οι πολεμιστές του ξεκουραζόταν.
Μέσα στη σύγχυση
οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους λιγοστούς Μυλοποταμίτες στο στρατό του Χασάν
πασά ήταν αρκετές. Ωστόσο ο πάσας κατάφερε να οργανώσει την άμυνά του. Από τη
φλαμούρα, ένα ορεινό όγκο απέναντι από το μοναστήρι, το πυροβολικό του χτυπούσε
τους επαναστάτες.
Οι βλάβες που προκάλεσε στους κρήτες αγωνιστές ήταν
ελάχιστες, ενώ με τις κανονιές του ειδοποιήθηκαν και οι υπόλοιποι οπλοφόροι
κάτοικοι της περιοχής. Το βράδυ εκείνης της ημέρας έβρισκε τον πασά με πολλές
απωλειες στο στράτευμα του και τους Μυλοποταμίτες να θρηνούν το χαμό 25
παλικαριών τους οι οποίοι πολέμησαν γενναία.
Μία από τις ξεχωριστές προσωπικότητες της εποχής εκείνης ήταν ο ηγούμενος Νέστωρ Κοκκινάκης, ο οποίος διοίκησε τη Μονή για 31 χρόνια.
Μία από τις ξεχωριστές προσωπικότητες της εποχής εκείνης ήταν ο ηγούμενος Νέστωρ Κοκκινάκης, ο οποίος διοίκησε τη Μονή για 31 χρόνια.
Η σημαντικότερη όμως χρονιά που το μοναστήρι έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στον αγώνα κατά του κατακτητή ήταν το 1867.
Δυο από τους πιο
επιφανής τούρκους Πασάδες, ο Ομέρ και ο Ρεσίτ, με πανίσχυρο στρατό προσπάθησαν να
ενώσουν τις δυνάμεις τους και να θέσουν στην απόλυτη κυριαρχία τους το
Μυλοπόταμο.
Όμως γειτονικά της Μονής στη θέση «Αράπη Σπήλιος», οι ντόπιοι αρχηγοί χτυπούσαν την οπισθοφυλακή του Ρεσί
και προξενούσαν πανωλεθρία στους Τούρκους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Ρεσίτ, πανικόβλητος, να αποσυρθεί στο Πέραμα και να επιχειρήσει, με αντιπερισπασμό, μαζί με τον Ομέρ πασά να καταλάβει το Μυλοπόταμο, κάτι το οποίο δεν κατέστη δυνατό.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Ρεσίτ, πανικόβλητος, να αποσυρθεί στο Πέραμα και να επιχειρήσει, με αντιπερισπασμό, μαζί με τον Ομέρ πασά να καταλάβει το Μυλοπόταμο, κάτι το οποίο δεν κατέστη δυνατό.
Η μάχη αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι τουρκικές δυνάμεις να αποτύχουν στο στόχο
τους και ο Μυλοπόταμος να περάσει στα χέρια των Ελλήνων.