Τα ιερά κορυφής στην Κρήτη |
Iερά κορυφής, peak sanctuaries, ονομάζονται οι χώροι σε
κορυφές λόφων και βουνών που σχετίστηκαν με τη θρησκεία κατά την αρχαιότητα. Πρόκειται για
υπαίθριους χώρους, οι οποίοι δεν κατοικούνται, όμως βρίσκουμε σε αυτούς λιγοστά κτίσματα. Τα κτίσματα αυτά είναι
περισσότερο κάτι σαν περίβολος και όχι οικοδομήματα. Είναι δε χαρακτηρηστικό της χωροθέτησης τους πως τα συναντάμε κυρίως στο κέντρο της Κρήτης και ανατολικά αλλά όχι δυτικά, με εξαίρεση το Ιερό στο Βρύσινα Ρεθύμνου.
Τα ιερά κορυφής πρέπει να ήταν αφιερωμένα σε θεότητες που είχαν σχέση με τη φύση, όπως η Μητέρα Γη και η Πότνια Θηρών. Οι τελετουργίες σε αυτά είχαν εποχικό χαρακτήρα ωστόσο οι πιστοί είχαν το ελεύθερο να τα επισκεφθούν όποτε ήθελαν ώστε να εναποθέσουν εκεί τα αφιερώματα τους, τα οποία άφηναν πάνω σε βωμούς, σε σχισμές των βράχων και σε άλλα σημεία.Ο εντοπισμός στάχτης
και οστών ζώων δηλώνει ότι λάμβαναν χώρα εκει διάφορες αναίμακτες και αιματηρές τελετές.
Ως τεκμήρια για τη
τέλεση λατρείας στα ιερά κορυφής θεωρούνται διάφορες εξέδρες, βωμοί, φράγματα, κυρίως όμως τα αντικείμενα. Τα αντικείμενα που βρίσκουμε στα ιερά είναι χάλκινα ή πήλινα ειδώλια, αναθήματα στη θεότητα. Ακόμη, έχουν εντιπιστεί ανθρώπινα μέλη,
ακέραια, που επίσης θεωρούνται «τάματα» προς τη θεότητα.
Επίσης στα ιερά κορυφής έχουν βρεθεί πήλινα κωνικά κύπελλα, τράπεζες προσφορών και κέρνοι,αντικείμενα που συνεπάγονται ότι μέρος της λατρείας είναι οι τελετουργικές γιορτές και οι σπονδές προς τη θεότητα.
Αναπαράσταση του ιερού κορυφής στον Πετσοφά |
Χρονολογικά τα
ιερά κορυφής ιδρύονται κυρίως γύρω στο 2000 π.Χ. και είναι σε χρήση μέχρι το
1700 π.Χ., στη Παλαιοανακτορική περίοδο, λιγότερο κατά την Νεοανακτορική
περίοδο. Κάποια αλλά, ελάχιστα ιερά κορυφής, χρησιμοποιούνται ακόμα και μέχρι
το τέλος της Μινωικής περιόδου.
Οι έρευνες για τα ιερά κορυφής ξεκίνησαν το 1903 με τον
Myres και τον Evans, κυρίως στον Πετσοφά. Άλλοι ερευνητές ασχολήθηκαν με
άλλα σημαντικά ιερά όπως οι Ατσιπάδες, ο Γιούχτας, ο Τραόσταλος και άλλα ιερά, όπως ο Φιλιόρημος, Βρύσινας,
Πρινιάς και το ιερό στο Μαζά.
Επίσης, τα ιερά φαίνεται ότι έχουν διασύνδεση με
τις κοντινές πόλεις. Ο Γιούχτας με την Κνωσό και τις Αρχάνες, ο Τραόσταλος με
την Κάτω Ζάκρο και ο Πετσοφάς με το Παλαίκαστρο. Ακόμα, και μεταξύ τους τα ιερά έχουν οπτική και
ακουστική επαφή.
Απομεινάρια στο ιερό κορυφής του Πετσοφά |
Ένα από τα πιο γνωστά ιερά κορυφής και ένα από τα ελάχιστα όπου έχουμε δημοσιεύσεις είναι αυτό στον Πετσοφά. Το ιερό ανασκάφηκε κυρίως από τον Myres
το 1902-19032. Στη συνέχεια, το 1971 ασχολήθηκε με αυτό ο Δαβάρας και το 1991 ο
Rutkowski.
Ο Πετσοφάς είναι μία κορυφή στην περιοχή του Παλαικάστρου.
Ένας εκτεταμένος οικισμός άκμασε εκεί κοντά στη θέση Ρουσσόλακκος, μεταξύ της Πρωτομινωικής ΙΙ και της Υστερομινωικής ΙΙΙΒ περιόδου. Τα υψώματα
και οι λόφοι που περιβάλλουν το Ρουσσόλακκο χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι
νεκροταφείων κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Κατά την Πρωτομινωική
ΙΙΙ – Μεσομινωική Ι, δημιουργήθηκε το ιερό στην κορυφή του Πετσοφά. Οι
τελετουργικές πρακτικές συμπεριλάμβαναν την απόθεση πήλινων ειδωλίων βοοειδών,
ανδρών και γυναικών.
Ο Πετσοφάς, μαζί με άλλα ιερά κορυφής, αποτελεί κλειδί για
την κατανόηση των κοινωνικών διαδικασιών στην Μεσομινωική – Υστερομινωική Ι
Κρήτη. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των περιοχών λατρείας είναι ότι
αρχικά ήσαν σχεδόν εντελώς φυσικά διαμορφωμένοι χώροι, με ελάχιστες, ή καθόλου
αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις.
Επομένως η τελετουργική δραστηριότητα για την αναδια-πραγμάτευση κοσμοαντιλήψεων, νοοτροπιών και κοινωνικών σχέσεων
διοχετευόταν μέσα από την πολλαπλή βίωση του φυσικού περιβάλλοντος.
Αυτή η
εμπειρία του τοπίου συμπεριλάμβανε και την ανάβαση στο βουνό του Πετσοφά, καθώς
και μία εντυπωσιακή θέα, σχεδόν πανοραμική, της περιοχής του Παλαικάστρου. Αυτός ο τρόπος θέασης του τοπίου με το διευρυμένο ορίζοντα ήταν
εντελώς διαφορετικός από την αντίληψη που επέτρεπε η καθημερινή ρουτίνα.
Άλλωστε, η θρησκευτική δραστηριότητα εξ ορισμού αποτελεί μία ιδιαίτερη έκφανση
της ανθρώπινης δράσης.
Κατά την Υστερομινωική Ι περίοδο, το τέμενος του Πετσοφά
αντικαταστάθηκε από ένα χτιστό παράρτημα, πέντε τουλάχιστον δωματίων,
πιθανότατα χτίστηκε από ντόπιο λίθο, ο οποίος αφθονεί στην περιοχή. Η
αποκατάστασή του (δείτε τη σχετική φωτογραφία με αναπαράσταση του κτίσματος ) έχει βασιστεί στη δημοσιευμένη κάτοψη, σε πρόσφατες
φωτογραφίες από τη θέση, καθώς και σε παραστάσεις ιερών από τη μινωική τέχνη . Η προσθήκη του χτιστού παραρτήματος είναι ένα κοινό
χαρακτηριστικό των λίγων ιερών κορυφής που δεν εγκαταλείφθηκαν μετά το τέλος
της Μέσης Εποχής του Χαλκού.
Μπορεί επίσης να θεωρηθεί μέρος της γενικότερης
τάσης των Νεοανακτορικών χρόνων για υπογράμμιση της σημασίας του κόσμου των
ζωντανών σε αντίθεση με τον κόσμο των νεκρών, μέσα από μία αρχιτεκτονική
εντατική δραστηριότητα, η οποία συμπεριέλαβε την ανέγερση ανακτόρων, επαύλεων,
αγροκτημάτων, εκτεταμένων οικισμών και κωμών, αλλά σχεδόν καθόλου τάφων.
Οι
ταφές συνήθως περιορίζονταν σε λάκκους, σπήλαια, βραχοσκεπές και μικρότερες
ακόμη βραχώδεις εσοχές ή εξοχές. Φαίνεται ότι ο ζωντανοί ήθελαν να
διαφοροποιηθούν από το φυσικό περιβάλλον τους χωρίς όμως να συμπεριλάβουν τους
νεκρούς στην κίνηση αυτή. Η στάση αυτή απέναντι σε τοπίο και αρχιτεκτονική
παρουσιάζει έντονη διαφορά σε σχέση με τη στάση της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού,
όταν συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο: οι τάφοι αποτελούσαν τα πλέον μνημειακά
χτιστά συγκροτήματα στο τοπίο, ενώ αρχιτεκτονική και φυσικό περιβάλλον
συνδέονταν αρμονικά. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στην Πρώιμη και την Ύστερη Εποχή
του Χαλκού αντικατοπτρίζεται με πολύ τυπικό τρόπο στον Πετσοφά.
Η θέση αυτή
είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταμόρφωσης της στάσης του ανθρώπου
απέναντι στο τοπίο. Η μεταμόρφωση αυτή ξεκίνησε στη Μέση Εποχή του Χαλκού ως
μία προϊούσα διχοτόμηση φυσικού περιβάλλοντος και ανθρώπινης δράσης, αλλά
φαίνεται ότι η διχοτόμηση αυτή εξελίχθηκε σε μία ασύμμετρη σχέση, με την
ανθρώπινη δράση να αναλαμβάνει τον κυρίαρχο ρόλο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Όπως αναφέρει ο Γ. Βαβουρανάκης, κατά την εποχή του Χαλκού γενικότερα, φαίνεται να υπήρχε μια σύνθετη και ταυτόχρονα σημαντική σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του στην Κρήτη. Το φυσικό περιβάλλον ήταν κάτι παραπάνω από ένα υπόβαθρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ανθρώπινη δράση το καθιστούσε νοηματοδοτημένο τοπίο, δηλαδή φορέα των συλλογικών αξιών που καθόριζαν την κοινωνική δράση. Το τοπίο επομένως ήταν ένα ενεργό συστατικό της μινωικής κοινωνίας.
(Το υλικό για το δημοσίευμα πάρθηκε από την εργασία με τίτλο "Το Αιγαίο και η Μεσόγειος κατά τη 2η χιλιετία π.Χ." της Αγγελικής Αναγνωστοπούλου και το έργο "Τοπογραφία, αρχιτεκτονική και ιστορικο-κοινωνική δομή στην Ανατολική Κρήτη, κατά την Εποχή του Χαλκού" του Γιώργου Βαβουρανάκη, στον οποιο ανήκει και το φωτογραφικό υλικό )