Η πιο εύκολη οικιακή εργασία σήμερα είναι το πλύσιμο, πετάς τα ρούχα στο πλυντήριο, προσθέτεις απορρυπαντικό, σε κάποιες περιπτώσεις
μάλιστα η συσκευή ρυθμίζει μόνη της σε πόσους βαθμούς πρέπει να πλυθούν, κι εσύ
απλά περιμένεις η τεχνολογία να κάνει τη δουλειά της.
Δυστυχώς όμως υπήρξαν εποχές, μερικές δεκαετίες πριν, που το
πλύσιμο ήταν αληθινό μαρτύριο για τις γυναίκες οι οποίες έπρεπε να κουβαλούν
νερό στο σπίτι τους ή να πηγαίνουν σε ποτάμια και ρυάκια κι εκεί, κάτω από
αντίξοες καιρικές συνθήκες, να βάζουν τη μπουγάδα τους.
Θα μου πείτε περασμένα ξεχασμένα…Περασμένα σίγουρα όμως ίσως δεν είναι καλή ιδέα το να τα ξεχνάμε γιατί αυτό δεν βοηθά στο να εκτιμούμε αυτό που τώρα έχουμε. Κυρίως όμως δεν είναι σωστό να ξεχνάμε τις πρακτικές των προηγούμενων γενεών, ακόμα και σε απλά πράγματα της καθημερινότητας τους όπως ήταν το πλύσιμο των ρούχων, γιατί αυτές οι πρακτικές είναι κομμάτι των παραδόσεων μας, της ίδιας της λαογραφίας μας.
Αυτή την εικόνα παρουσίαζε πριν την αποκατάσταση του το πλυσταριό |
Ένα χωριό με πολύ και δροσερό νερό (εξού και το μεταγενέστερο όνομα του, Κρυονέρι) δεν θα μπορούσε να μην
έχει μια τέτοια υποδομή αν και, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, το νερό από μόνο
του δεν αρκούσε για να φτιαχτεί το πλυσταριό αν δεν υπήρχαν άνθρωποι που, σε
δύσκολους καιρούς, έβλεπαν μακρύτερα και έκαναν πράξη τις δεσμεύσεις τους.
Ο Νίκος Σκουραδάκης, απόγονος της οικογένειας Καζαντζάκη, από την πλευρά της μητέρας του,
αλλά και η δραστήρια πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Κρυονερίου Ελένη
Βερτούδου, (δώρο Θεού μου τη χαρακτήρισε ο κ Σκουραδάκης) μου έδωσαν απλόχερα
όσες πληροφορίες χρειαζόμουν για να συνθέσω την εικόνα της εποχής κατασκευής
αυτού του εντυπωσιακού πλυσταριού αλλά και του τρόπου που το χρησιμοποιούσαν οι
γυναίκες του χωριού.
Σύμφωνα με την περιγραφή του κ Σκουραδάκη η κατάσταση στους Ασσυρώτους,
πριν και στη διάρκεια του Δεύτερου
Παγκόσμιου Πολέμου ήταν δραματική:
φτώχεια, μιζέρια, πολύ δουλειά, με τη γυναίκα να σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος σε
κάθε σπίτι αφού έπρεπε να είναι στα μέσα και τα έξω, να φροντίζει για όλα και
κυρίως να κάνει παιδιά, πολλά παιδιά καθώς όπως έλεγαν τότε «Να φάει ο χάρος,
να φάει ο πόλεμος, να μας πομείνουνε κιόλας».
Η μέρα της ξεκινούσε πριν να χαράξει για να φροντίσει πρώτα
τα ζωντανά της και μετά να ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολειό, να μαγειρέψει,
να πάει στο χωράφι, κι ανάλογα με την εποχή, να σπείρει, να θερίσει, να βοηθήσει
στο αλώνισμα. Ανάμεσα στις δουλειές της ήταν και το πλύσιμο των ρούχων στο
ποτάμι, που υπήρχε εκεί κοντά. Κι ενώ το καλοκαίρι κάπως η κατάσταση με το πλύσιμο
ήταν υποφερτή, το χειμώνα ήταν απελπιστική αφού έπλενε χωμένη μέσα στις λάσπες
και κάτω από βροχές και καταιγίδες.
Εκείνη την εποχή υπήρχε στο χωριό ένας νέος άνθρωπος, ο
Κωνσταντίνος Σκουραδάκης, που είχε όραμα για το χωριό του και είχε πει στους συγχωριανούς
του πως ήθελε με το καλό να τελειώσει ο Πόλεμος και μετά να θέσει υποψηφιότητα
για πρόεδρος ώστε να τους φτιάξει ένα μεγάλο πλυσταριό με γούρνες πέτρινες ,
ένα δρόμο για να κινούνται τα λιγοστά
αυτοκίνητα και γενικότερα να κάνει καλύτερη τη ζωή τους.
Το νερό ακόμα παραμένει άφθονο στο Κρυονέρι και είναι "μπούζι" |
Εκείνοι τον πίστεψαν και στις εκλογές που έγιναν, στη
συνέχεια, τον ψήφισαν. Δυστυχώς όμως πριν καλά καλά τελειώσει ο Πόλεμος ήλθε ο
Εμφύλιος και τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για να κάμει πράξη τις δεσμεύσεις του.
Πήγαινε λοιπόν και ξαναπήγαινε στο Ρέθεμνος και ζητούσε από τον τότε Νομάρχη να
του δώσει τα χρήματα για να φτιάξει στο χωριό το πλυσταριό που είχε τάξει αλλά
και γούρνες για να ξεδιψούν τα ζωντανά που έρχονταν όχι μόνο από την κάθε άκρη
των Ασσυρώτων αλλά και από τα γύρω χωριά. Γαϊδούρια, βόδια, μπροσταρότραγοι κι
ότι άλλα ζώα είχαν τα τρίγυρα πήγαιναν στους Ασσυρώτους για να πιούν νερό κι
εκεί κάθε μέρα γινότανε χαμός.
Πες και ξαναπές κατάφερε ο πρόεδρος να εξασφαλίσει τη
χρηματοδότηση που ήθελε κι έφτιαξε ένα κλειστό χώρο με πέτρινες πλύστρες κι
απέξω γούρνες για το πότισμα των ζώων, ένα έργο που, όπως μαρτυρά και η επιγραφή του, εγκαινιάστηκε το 1949.
Η χαρά των γυναικών δεν περιγράφεται. Το σημείο αυτό έγινε
χώρος συνάντησης και το πλύσιμο πια ήταν μια ιεροτελεστία με κοινωνικές προεκτάσεις. Γελούσαν,
μιλούσαν, έλεγαν τον πόνο τους, τραγουδούσαν, χωρίς να βρέχονται το χειμώνα και
να σκάνε από τη ζέστη το καλοκαίρι.
Το πλύσιμο
Πως γινόταν όμως το πλύσιμο, μια κι αυτό έχει την ιδιαιτερότητα του και διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στους Ασσυρώτους λοιπόν έβαζαν τα λερωμένα ρούχα μέσα με μεγάλες ξύλινες κόφες, διπλωμένα για να μην πιάνουν πολύ χώρο. Από πάνω τους τοποθετούσαν ένα λευκό πανί, τη γνωστή μας μπόλια και σ αυτήν έριχναν κοσκινισμένη στάχτη ώστε να είναι καθαρή από κομμάτια κάρβουνου.
Μετά έβραζαν νερό στις παραστιές, που υπήρχαν στο σημείο, και το βραστό νερό το έριχναν επάνω από τα ρούχα για να μαλακώσουν λίγο οι λεκέδες. Με αυτόν τον τρόπο η στάχτη διείσδυε σε όλα τα διπλωμένα ρούχα που μετά τα έπαιρναν και τα έτριβαν με δύναμη στις πέτρινες πλύστρες. Όταν μάλιστα υπήρχαν επίμονοι λεκέδες έπεφτε και κόπανος για να καθαρίσουν τελείως .
Τελευταίο στάδιο στην όλη διαδικασία το ρίξιμο των ρούχων σε γούρνα με καθαρό και τρεχούμενο νερό όπου τα ξέπλεναν. Φυσικά τότε απλώστρες δεν υπήρχαν κι έτσι επιστρέφοντας στο σπίτι έβαζαν τα ρούχα να στεγνώσουν πάνω στα δεματιασμένα φουρνόξυλα ενώ το χειμώνα τα τοποθετούσαν στα κατώγια των σπιτιών για να μην βρέχονται.
Πως γινόταν όμως το πλύσιμο, μια κι αυτό έχει την ιδιαιτερότητα του και διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στους Ασσυρώτους λοιπόν έβαζαν τα λερωμένα ρούχα μέσα με μεγάλες ξύλινες κόφες, διπλωμένα για να μην πιάνουν πολύ χώρο. Από πάνω τους τοποθετούσαν ένα λευκό πανί, τη γνωστή μας μπόλια και σ αυτήν έριχναν κοσκινισμένη στάχτη ώστε να είναι καθαρή από κομμάτια κάρβουνου.
Μετά έβραζαν νερό στις παραστιές, που υπήρχαν στο σημείο, και το βραστό νερό το έριχναν επάνω από τα ρούχα για να μαλακώσουν λίγο οι λεκέδες. Με αυτόν τον τρόπο η στάχτη διείσδυε σε όλα τα διπλωμένα ρούχα που μετά τα έπαιρναν και τα έτριβαν με δύναμη στις πέτρινες πλύστρες. Όταν μάλιστα υπήρχαν επίμονοι λεκέδες έπεφτε και κόπανος για να καθαρίσουν τελείως .
Τελευταίο στάδιο στην όλη διαδικασία το ρίξιμο των ρούχων σε γούρνα με καθαρό και τρεχούμενο νερό όπου τα ξέπλεναν. Φυσικά τότε απλώστρες δεν υπήρχαν κι έτσι επιστρέφοντας στο σπίτι έβαζαν τα ρούχα να στεγνώσουν πάνω στα δεματιασμένα φουρνόξυλα ενώ το χειμώνα τα τοποθετούσαν στα κατώγια των σπιτιών για να μην βρέχονται.
Με τη βοήθεια του Δήμαρχου Μυλοποτάμου Δημήτρη Κόκκινου αρμολογήθηκαν οι πέτρινοι τοίχοι του πλυσταριού και ο Σύλλογος το φωταγώγησε ενώ σήμερα έξω από αυτό οργανώνει και εκδηλώσεις, μια και είναι σημείο που εμπνέει και ενώνει όλο το χωριό , παλιότερα για το πλύσιμο και σήμερα για ανταμώματα ξεχωριστά.
Ελένη Βασιλάκη
(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε ιστότοπο, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)