Τις θυμάμαι μικρό παιδί στο χωριό, να παρασέρνουν με δαύτες δρόμους,
αποθήκες, στάβλους. Στα μέρη μου απλά τις έλεγαν παρασύρες ωστόσο στην
ανατολική Κρήτη τις ονομάζουν και φινοκάλες, από το φυτό κατασκευής τους.
Μάλιστα
σε αυτά τα μέρη το ρήμα φινοκαλίζω σημαίνει σκουπίζω και προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη φινοκάλιν και φινοκαλώ , δηλαδή σαρώνω,
σκουπίζω.
Και για όσους δεν κατάλαβαν οι παρασύρες ή φινοκάλες είναι είδος
σκούπας που πλέον δύσκολα συναντάς στον τόπο μας, μια και η εξέλιξη έφερε τις πλαστικές
σκούπες για όλες τις χρήσεις κι έτσι οι παραδοσιακές χειροποίητες εγκαταλείφθηκαν.
Ευτυχώς όμως όχι απ’ όλους, όπως κατάλαβα, βλέποντας τις φωτογραφίες
του φίλου Μάνου Μηλιάκη από το χωριό Πλάτη του Οροπεδίου Λασιθίου.
Ο Μάνος βρήκε φινοκάλι κι έφτιαξε, όπως οι παλιοί, μερικές τέτοιες σκούπες συνεχίζοντας την παράδοση που θέλει να τις χρησιμοποιούν στα χωριά για επιφάνειες που δύσκολα καθαρίζουν με τις κοινές σκούπες.
Ο Μάνος βρήκε φινοκάλι κι έφτιαξε, όπως οι παλιοί, μερικές τέτοιες σκούπες συνεχίζοντας την παράδοση που θέλει να τις χρησιμοποιούν στα χωριά για επιφάνειες που δύσκολα καθαρίζουν με τις κοινές σκούπες.
Το φινοκάλι είναι ένα πολύ συνηθισμένο φυτό, με μακρύ μίσχο
και λογχοειδή φύλλα που βγάζει μικρούς στρογγυλούς
και κόκκινους καρπούς. Όταν οι καρποί
ωριμάσουν και πέσουν το φυτό είναι έτοιμο για να κοπεί χαμηλά, σχεδόν από το
ύψος της ρίζας.
Όταν ενωθούν κάμποσα μαζί σχηματίζουν ένα μάτσο σαν μεγάλο μπουκέτο λουλουδιών. Αυτό τυλίγεται στη συνέχεια με σύρμα, σφιχτά στο επάνω μέρος του και έτοιμη η σκούπα.
Όταν ενωθούν κάμποσα μαζί σχηματίζουν ένα μάτσο σαν μεγάλο μπουκέτο λουλουδιών. Αυτό τυλίγεται στη συνέχεια με σύρμα, σφιχτά στο επάνω μέρος του και έτοιμη η σκούπα.
Όσο ξεραίνεται το φυτό που έχουμε κάνει σκούπα τόσο πιο
αποτελεσματική γίνεται η παρασύρα μας καθώς μπορούν τα κλαδιά από το φινοκάλι
και εισχωρήσουν ακόμα και σε μικρές χαραμάδες και να σαρώσουν κάθε σκουπίδι στο
πέρασμα τους. Γι αυτό κυρίως το χρησιμοποιούσαν οι παλιοί σε στάβλους και
σοκάκια, όπου οι επιφάνειες δεν ήταν λείες.