Δεν είναι δέντρο που συναντάς συχνά στην ύπαιθρο του Ηρακλείου ωστόσο η παρουσία του είναι έντονη στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου.
Η ήμερη βελανιδιά (Quercus ithaburensis subsp. macrolepis) μοιάζει γενικότερα με τη βελανιδιά που όλοι ξέρουμε όμως διαφέρει σημαντικά στον καρπό της, ο οποίος είναι εντυπωσιακός στο σχήμα και το μέγεθος του.
Το κύπελλο του καρπού της, όπως βλέπετε και στις σχετικές φωτογραφίες φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια που το κάνουν να μοιάζει με λουλούδι.
Στην Ελλάδα αυτό το είδος βελανιδιάς το βρίσκουμε στις Κυκλάδες, τις βόρειες Σποράδες, την Αττική, τη Ρόδο, την Κρήτη, τη Θεσσαλία και τη Βοιωτία όπου κατά το παρελθόν από τα κύπελλα των καρπών του έβγαζαν εκχύλισμα χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
Ένα δάσος ήμερης βελανιδιάς συναντάμε ξεκινώντας από τους λόφους που καλύπτουν την πόλη του Ρεθύμνου και φθάνοντας μέχρι τα χωριά της ενδοχώρας του νομού.
Μικρές και μεγάλες συστάδες αυτού του είδους βελανιδιάς βλέπουμε στην ημιορεινή ενδοχώρα του Ρεθύμνου, Μονοπάρι,Άνω Βαλσαμόνερο, και σε πολλά χωριά της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου, όπως ο Άγιος Βασίλειος, το Μιξόρρουμα, το Βιλανδρέδο, τα Ρούστικα το Βελονάδο, κ.ά. Μάλιστα υπήρχουν χωριά, όπως οι Αρμένοι και ο Κάστελλος, των οποίων οι κάτοικοι κατά το παρελθόν επιβίωναν από την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου δέντρου.
Τα πλούσια σε δεψικές ουσίες κύπελλα αυτού του βελανιδιού χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στη βαφική και τη βρυσοδεψία.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Π. Γ. Γεννάδιο, η Ελλάδα εξήγαγε στην Ευρώπη για το σκοπό αυτό περίπου 8.000 τόνους κυπέλλων βελανιδιού κάθε χρόνο.
Τα βελανίδια της ήμερης βελανιδιάς είναι επίσης πολύ καλή και εύπεπτη τροφή για τα άγρια και οικόσιτα ζώα, κυρίως τους χοίρους, τα πρόβατα και τις κατσίκες, μια και περιέχουν άμυλο σε ποσοστό 80% έως και 90%, λίγες πρωτεΐνες και πολλές τανίνες.
Στην Κρήτη, σε χαλεπούς καιρούς, άλεθαν τα βελανίδια και παρήγαγαν αλεύρι το οποίο αναμείγνυαν με αλεύρι σιτηρών και έκαναν ψωμί.
Μάλιστα λίγοι μυλωνάδες δέχονταν να κάνουν άλεση βελανιδιών γιατί δεν ήθελαν τα υπολείμματα του φθηνού αλευριού που έδιναν να περάσουν μετά στο κανονικό αλεύρι των σιτηρών που τους έφερναν άλλοι πελάτες.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός του ότι επειδή οι ρίζες της ήμερης βελανιδιάς προχωρούν βαθιά στο έδαφος, φθάνοντας μέχρι και τα 10 μέτρα βάθος, και το δέντρο της δεν περιέχει το εύφλεκτο ρετσίνι, παρουσιάζει εξαιρετική αντίσταση τόσο στους ανέμους, όσο και στη φωτιά.
Το σημαντικότερο όλων,όμως, είναι ότι αντέχει την ξηρασία και απαιτεί λίγο νερό.
Σήμερα, ο ρόλος της βελανιδιάς είναι περισσότερο αισθητικός, αποτελώντας αναπόσπαστο στοιχείο του τοπίου πολλών περιοχών, όπου φυσικά δεν έχει γίνει υλοτόμηση αυτών των υπέροχων δέντρων.
Σύμφωνα με τη μυθολογία μέσα στα δάση της βαλανιδιάς ζούσαν οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες Νύμφες, που προστάτευαν τα ιερά δέντρα. Οι Δρυάδες Νύμφες χαίρονταν με τη βροχή, έκλαιγαν, όταν η βαλανιδιά δεν είχε φύλλα και πέθαιναν, όταν το δέντρο κοβόταν. Γι’ αυτό και η υλοτόμηση της βαλανιδιάς απαγορευόταν με ειδικούς νόμους.
Βαφή με βελανίδι
Το καπελάκι του βελανιδιού γνωστό ως βελανιδόκουπα ή καπάκι είναι ένα εξαιρετικό δεψικό και βαφικό υλικό που αντικαθιστά τις χρήσεις της τανίνης και μάλιστα χρησιμεύει για προετοιμασίες κατεργασίας πιο ευαίσθητες.
Στην προβιομηχανική βυρσοδεψία κατά τη διαδικασία της επεξεργασίας, μετά τα αλλεπάλληλα πλυσίματα και την κατεργασία των δερμάτων με αλάτι, εβύθιζαν τα δέρματα μέσα σε ειδικές λίμπες με εκχύλισμα από βελανίδι όπου και παρέμειναν ως τη στιγμή της βαφής. Η πρακτική αυτή απέβλεπε στο να φουσκώσει το δέρμα, να το καταστήσει πιο τρυφερό και εύκαμπτο ώστε να απορροφά ευκολότερα το χρώμα.
Το καπάκι του βελανιδιού το έτριβαν επάνω σε μεγάλες πλάκες με κυλιόμενη πέτρα ή και σε ειδικό μύλο, τον ταμπακόμυλο, με ειδικές σκληρές μυλόπετρες που κινούσε περιφερόμενο ζώο. Συχνά κατέφευγαν και στους μυλωνάδες των αλευρόμυλων που δυστροπούσαν όμως να τρίψουν βελανίδι, γιατί μαύριζαν οι μυλόπετρες.
Στη συνέχεια το τριμμένο δεψικό υλικό το διέλυαν σε ζεστό νερό μέσα στις λίμπες για να βγάλει την τανίνη . Εκεί αφού κρύωνε το μίγμα τοποθετούσαν τα δέρματα για να αποκτήσουν στυπτικότητα. Το στάδιο αυτό της δέψης συνδυάζεται και με το βάψιμο και τη μελλοντική χρήση των δερμάτων.
Όταν χρησιμοποιούσαν ως στυπτικό υλικό το φλοιό πεύκου, το δέρμα έπαιρνε ένα κόκκινο-κεραμιδί χρώμα. Με το βελανίδι αποκτούσαν ένα ζεστό «ταμπά» χρώμα.
Ως βαφικό υλικό το βελανίδι χρησιμοποιούνταν ευρέως ως και την εποχή του μεσοπολέμου στην υφαντική ως χρωστική ουσία για την απόδοση του βελανιδοχρώματος, κάτι ανάμεσα σε σκούρο μπεζ και λαδί-χακί και σπάνια για το κίτρινο χρώμα.
Για να επιτύχουν σκουρότερες αποχρώσεις έριχναν καπνιά από το τζάκι. Στη βαφική τέχνη εκτός από το βελανίδι που έδινε τη χρωστική ουσία χρησιμοποιούσαν και τη φλούδα και τις ρίζες της βελανιδιάς ως στυπτικό υλικό.
Η βελανιδιά δημιουργεί και άλλες βαφικές ουσίες χάρη στα παράσιτα έντομα από την κατηγορία των υμενοπτέρων που επωάζουν τα αυγά τους στον κορμό και τα φύλλα της.
(Οι πληροφορίες για τη βαφή με βελανίδι πάρθηκαν από το ftiaxno.gr)