Ο 80χρονος σήμερα Στέλιος Ορφανάκης, που έχασε τον πατέρα
του, τα τρία αδέλφια του πατέρα του και πολλούς συγχωριανούς του,τον Αύγουστο του 1944, ήταν εκείνος που μας τη διηγήθηκε.
Όλα ξεκίνησαν,με το χρόνο όμως ουσιαστικά να σταματά εκείνη την
ημέρα, τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Αυγούστου, πριν από 73χρόνια. Οι Γερμανοί
από αργά το βράδυ έζωσαν το χωριό του, το Σοκαρά, ενώ λίγο πριν ξημερώσει
εμφανίστηκαν και στα σπίτια τους χτυπώντας τις πόρτες.
Μαζί τους ντόπιοι με
μαύρες κουκούλες στο κεφάλι για να μην αναγνωρίζονται κι ακόμα πιο μαύρες
καρδιές στο στήθος τους για την πράξη που ήταν έτοιμοι να κάνουν. Ζητούσαν από
όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν
στο δημοτικό σχολείο.
Ο περίπου οκτώ ετών τότε Στέλιος, είδε όλο το χωριό να
μαζεύεται στο σχολείο, άλλοι ξυπόλητοι, άλλοι μισοντυμένοι, μια και η διαταγή
ήταν να συγκεντρωθούν χωρίς χρονοτριβή. Θα ήταν πέντε με έξι το πρωί όταν οι
γκεσταμπίτες συνεργάτες των Γερμανών άρχισαν να διαβάζουν από μια λίστα που
κρατούσαν στα χέρια τους ονόματα ανδρών του χωριού.
Οι άνδρες αυτοί δεν είχαν
επιλεγεί τυχαία, ήταν αγωνιστές και αυτό τους τον αγώνα έπρεπε να τον
«πληρώσουν» με το αίμα τους για να γίνουν ήρωες.
Ένας ένας που άκουγε το όνομα του παραλαμβάνονταν από τους
Γερμανούς στρατιώτες και μεταφέρονταν σε ένα άλλο, παλιό, κτίριο στο Σοκαρά.
Στα χέρια τους οι ναζί κρατούσαν σχοινιά με τα οποία έδεναν τα γαϊδούρια, τα
οποία προηγουμένως είχαν κλέψει από τα χωράφια. Με αυτά τα σχοινιά έδεσαν ανά
τρείς τους άντρες που είχαν επιλέξει και τους οδήγησαν, στη συνέχεια, σε μια ρεματιά, έξω από
το χωριό.
Ο 8χρονος Στέλιος ψυχανεμίστηκε πως κάτι κακό θα συμβεί
αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ως παιδί τι ακριβώς θα ακολουθούσε. Βρισκόταν
έξω από το σχολείο όταν μετέφεραν τον πατέρα του, τους συγγενείς και
συγχωριανούς του στον τόπο όπου θα τους εκτελούσαν. Άκουγε ως τις 10 το πρωί το
πολυβόλο να βαράει ασταμάτητα, ωστόσο δεν μπορούσε να πάει εκεί κοντά.
Όταν
σταμάτησαν οι πυροβολισμοί φορτηγά παρέλαβαν τους υπόλοιπους άντρες του χωριού
και τους μετέφεραν στο Ηράκλειο ενώ τα γυναικόπαδα τα πήγαν στο Ασήμι. Εκεί
είχαν περιφράξει ένα χώρο και τους κράτησαν τρείς ημέρες. Στο μεσοδιάστημα οι
Γερμανοί έβγαλαν αγγαρεία και ανάγκασαν κατοίκους του Ασημίου να πάνε στο
Σοκαρά, να σκάψουν ένα λάκκο μεγάλο και να πετάξουν μέσα τους 27 που είχαν
εκτελεστεί.
Όταν επέστρεψαν από το σημείο της εκτέλεσης, ολοκληρώνοντας την αγγαρεία, έμαθαν οι
γυναίκες και τα παιδιά από το Σοκαρά, με λεπτομέρειες,όσα διαδραματίστηκαν στο χωριό τους .
Σύμφωνα με τις περιγραφές τους οι Γερμανοί, όπως είχαν δεμένους τους Σοκαριανούς ανά τρείς, τους οδηγούσαν στο χείλος της
ρεματιάς κι εκεί τους εκτελούσαν ώστε τα άψυχα κορμιά τους να πέσουν μέσα στο
ρέμα και να μην γίνουν ένας σωρός που θα δυσκόλευε το έργο τους. Οι κάτοικοι
του Ασημίου αναγκάστηκαν να σύρουν τους
νεκρούς με αυτά τα σχοινιά από τη ρεματιά για να τους βάλουν στον πρόχειρο
λάκκο που είχαν σκάψει.
Αφού πέρασαν τρείς ημέρες οι Γερμανοί άφησαν ελεύθερους
γυναίκες και παιδιά ζητώντας τους όμως να μην γυρίσουν στο χωριό τους αλλά να
πάνε και να μείνουν σε γνωστούς και συγγενείς τους σε άλλα χωριά.Αυτό και έπραξαν όμως λίγες ημέρες αργότερα αποφάσισαν να
επιστρέψουν στο Σοκαρά όπου εκεί πλέον είχαν να διαχειριστούν ένα βαρύτατο
πένθος και μια ολική καταστροφή στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Οι Γερμανοί
και οι συνεργάτες τους είχαν κλέψει από ρούχα και σιτηρά, μέχρι τα μεσοδόκια
των σπιτιών τους, τις πόρτες κι ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Ο μικρός Στέλιος θυμάται τις σκηνές αρχαίας ελληνικής
τραγωδίας που διαδραματίστηκαν στο ρέμα όπου είχαν εκτελεστεί οι δικοί τους
άνθρωποι με το αίμα τους ακόμα να είναι εμφανές παντού σε όλο το χώρο.
Το διάστημα που ακολούθησε ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για όλους.
Έπρεπε να πενθήσουν αλλά και να επιβιώσουν ταυτόχρονα. Έτσι για ένα μεγάλο
διάστημα ζητούσαν από γνωστούς και συγγενείς να τους δώσουν ότι φαγώσιμο μπορούσαν, ώστε
να περάσει η χρονιά, να σπείρουν ξανά και να έχουν έτσι έστω λίγο στάρι για να
φάνε.
Τα παιδάκια που είχαν να φροντίσουν οι χήρες, ηλικίας από
μερικών ημερών μέχρι και δέκα ετών, ήταν εκείνα που δυσκολεύτηκαν περισσότερο
να επιβιώσουν. Ο Στέλιος Ορφανάκης, μας λέει, πως δύο μικρά ξαδέλφια του
πέθαναν εκείνη τη χρονιά από την πείνα αφού οι μανάδες τους εξαιτίας της
κακουχίας δεν είχαν γάλα να τα βυζάξουν και το ζαχαρόνερο που τους έδιναν δεν μπορούσε
να τα κρατήσει στη ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν και, μετά τον εμφύλιο, δόθηκε στις χήρες του χωριού μια σύνταξη για
να μπορέσουν να ζήσουν. Μέρος αυτών των χρημάτων διατέθηκε στην πορεία για να
ανεγερθεί η εκκλησία των Αγίων Δέκα Μαρτύρων και να τοποθετηθούν τα οστά των
εκτελεσμένων σε υπόγειο οστεοφυλάκιο της. Αργότερα κατασκευάστηκε κενοτάφιο στο
χώρο όπου εκτελέστηκαν οι 27 Σοκαριανοί και φυτεύτηκαν στη μνήμη τους 27
κυπαρίσσια.
Μεγάλώνοντας ο Στέλιος ασχολήθηκε με τα κοινά και
σχεδόν για 30 χρόνια διετέλεσε πρόεδρος του χωριού του. Φέτος λίγες ημέρες πριν
το ετήσιο μνημόσυνο στη μνήμη των εκτελεσθέντων στις 17 Αυγούστου, πήγε στο
σημείο όπου είχε γίνει η εκτέλεση για να καθαρίσει από αγριόχορτα και τυχόν
μπάζα ώστε οι ξένοι που θα έλθουν και θα το επισκεφθούν να μην το βρουν
απεριποίητο.
Καθώς λοιπόν καθάριζε το χώρο βρήκε κάτω από την ελιά
θαμμένη μέσα στο χώμα, μια παλιά κομμένη γερμανική κανίστρα την οποία
χρησιμοποιούσε ο πατέρας του για να ταΐζει το σκύλο. Ο σκύλος ζούσε κάτω από το
δέντρο προκειμένου να φυλάει τα σπαρτά και το παρακείμενο αλώνι που ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας του.
Ο σκύλος τους λοιπόν, που ήταν ένα μεγάλο τσοομπανόσκυλο, είχε εξαφανιστεί όταν
έγινε η εκτέλεση των Σοκαριανών. Τι είχε όμως συμβεί; Το ζώο ήταν ακριβώς πάνω
στο μονοπάτι απ' όπου έπρεπε να περάσουν οι Γερμανοί τους άντρες που θα
εκτελούσαν. Όταν όμως το ζώο τους είδε να σέρνουν τους κατοίκους του χωριού
κι ανάμεσα τους να είναι το αφεντικό του, έκανε μεγάλη φασαρία, άρχισε να
γαυγίζει και να δείχνει επιθετική διάθεση προς τους Γερμανούς.
Εκείνοι που σε
καμία περίπτωση δεν ήθελαν να ρισκάρουν ένα δάγκωμα, χωρίς δεύτερη σκέψη,
έβγαλαν το όπλο και τον εκτέλεσαν επί τόπου. Στη συνέχεια όταν πλέον είχαν
τελειώσει και με τις εκτελέσεις των κατοίκων έριξαν το νεκρό ζώο στο λάκκο μαζί
τους. Έτσι τα ίχνη του χάθηκαν. Φέτος η οικογένεια Ορφανάκη τον θυμήθηκε και πάλι, λόγω των ευρημάτων κάτω από την ελιά και μαζί του στη μνήμη τους ξεδιπλώθηκαν όλες αυτές οι φρικτές στιγμές που έζησαν λόγω της εκτέλεσης.
Και θα μου πείτε τι αξία έχει η ζωή ενός σκύλου και γιατί να γίνει αναφορά στην ιστορία του όταν στο Σοκαρά εκτελέστηκαν 27 ψυχές; Μα αν σκεφτεί
κανείς πως αυτός ο σκύλος έδειξε τα δόντια του στους Γερμανούς και τους τρόμαξε
τόσο ώστε να τον σκοτώσουν και την ίδια ώρα συγκρίνει το πως λειτούργησαν οι
κουκουλοφόροι συνεργάτες των Ναζί, που όχι μόνο δεν αντιστάθηκαν στον εχθρό της πατρίδας τους αλλά πρόδωσαν
συμπατριώτες τους βάφοντας το χώμα του χωριού με αίμα, τότε η θυσία του σκύλου δεν έχει
αξία;