Πολλές φορές έχουμε ακούσει ηλικιωμένους να μας
λένε, ειδικά στα παιδιά που απορρίπτουν τα φαγητά που έχει ετοιμάσει για όλους
η οικογένεια τους, πως μας χρειάζεται μια Κατοχή για να στρώσουμε.
Της Ελένης Βασιλάκη
Και φυσικά για να το λένε είτε είχαν την πικρή
εμπειρία της κατοχής είτε έχουν ακούσει περιγραφές δικών τους ανθρώπων για τις
πολλές δυσκολίες, την πείνα και την κακουχία που έκρυβε αυτή η περίοδος, πέρα
από το θάνατο και τον όλεθρο που σκόρπισε.
Η Δημοτική Αγορά των Χανίων επί Κατοχής |
Η Κρήτη είχε ωστόσο το προνόμιο να είναι ένα μεγάλο νησί, που είχε κάπως διατροφική επάρκεια κι αυτό έκανε τους ανθρώπους της ναι μεν να πεινάνε αλλά να έχουν τη δυνατότητα από δω κι από κει να εξασφαλίζουν λιγοστό φαγητό έστω για να επιβιώσουν.
Σε αντίθεση με το νησί μας, σε μεγαλουπόλεις, σαν την Αθήνα, είδαμε την Κατοχή, εικόνες νεκρών από την πείνα και υποσιτισμένων ανθρώπων, ακούσαμε για αφανισμό κάθε γάτας και σκύλου, γαϊδουριού και αλόγου που υπήρχε εξαιτίας της αδυναμίας εξεύρεσης τροφής.
Στην Κρήτη όμως υπήρχαν τα χόρτα, λιγοστά οικόσιτα ζώα και σιτηρά, όσπρια ενώ η εφευρετικότητα και η ανάγκη επιστράτευσε κι άλλα είδη ,που πριν και μετά την Κατοχή ουδείς διανοούνταν να φάει.
Μην κοιτάτε που σήμερα το χαρούπι είναι πρώτη ύλη για υγιεινή διατροφή, τότε το έτρωγαν μόνο οι χοίροι το ίδιο και τα βελανίδια, που στην ανάγκη έγιναν αλεύρι.
Ο σπουδαίους και πολυβραβευμένος συγγραφέας Κανάκης Γερωνυμάκης, γεννημένος το
1926 στο Βουβά Σφακίων, δεν θα μπορούσε, καταγράφοντας στο βιβλίο του «Κρητική
Λαογραφία-Ξενάγηση στο παρελθόν εφ’ όλης της ύλης» μνήμες και βιώματα
λαογραφικής και όχι μόνο φύσεως, να μην
έχει περιγραφές αυτής ακριβώς της περιόδου.
Τι έτρωγαν τότε που αφθονία αγαθών δεν υπήρχε; Πως
έφτιαχναν από μη βρώσιμες ή βρώσιμες μόνο από τα ζώα πρώτες ύλες
φαγητά; Πως ονόμαζαν όλα αυτά τα κατοχικά παρασκευάσματα;
Στα μέρη του λοιπόν, μας περιγράφει ο Κανάκης
Γερωνυμάκης, τα χρήματα δεν είχαν αξία όταν πάτησαν πόδι οι Γερμανοί γιατί
εξαφανίστηκαν τα τρόφιμα, οπότε ακόμα κι αν κάποιος είχε λεφτά που να βρει
τρόφιμα για να τα αγοράσει;
Ως βάση λοιπόν για τη μέτρηση της αξίας ενός είδους
είχαν το λάδι και υπολόγιζαν για παράδειγμα, πως μια οκά κρέας κάνει τρεις
οκάδες λάδι ενώ μια οκά τυρί κάνει έξι οκάδες λάδι.
Σε κτηνοτροφικές περιοχές ως χρήμα λειτουργούσε το τυρί και στις καθαρά αγροτικές το λάδι.
Σε κτηνοτροφικές περιοχές ως χρήμα λειτουργούσε το τυρί και στις καθαρά αγροτικές το λάδι.
Το ψωμί ήταν δυσεύρετο γι αυτό κι όταν κατάφερνε
κάποιος να το βρει το έτρωγε κάνοντας μεγάλη οικονομία ενώ για να το ζυμώσει
έκανε διάφορες πατέντες.
Στη Σούδα
είχε βυθιστεί από στούκας, τότε, ένα βρετανικό πλοίο γεμάτο με ρύζι. Δύτες
βουτούσαν , όταν τέλειωσε η μάχη, και ανέσυραν
στην επιφάνεια τα σακιά με το προϊόν, το οποίο έπλεναν με γλυκό νερό , το
στέγνωναν και το έκαναν αλεύρι. Στη συνέχεια ανακάτευαν λιγοστό κρίθινο αλεύρι
με το αλεύρι του ρυζιού, το οποίο έλεγαν βρωμόρυζο, και με αυτό έκαναν ψωμί.
Επίσης μάζευαν τα βελανίδια από τα δέντρα και τα
έψηναν στο φούρνο για να φύγει η υγρασία τους. Κατόπιν τους αφαιρούσαν το
τσόφλι και τα άλεθαν κι εκείνα για να κάνουν αλεύρι, που επίσης προσέθεταν σε
κρίθινο για να ζυμώσουν ψωμί.
Σε περιοχές της Κρήτης μάλιστα υπάρχουν ιστορίες
με μυλωνάδες που αρνούνταν να αλέσουν βελανίδια γιατί λέρωναν οι μυλόπετρες
τους μ' αυτά και στη συνέχεια έβγαζαν υποβαθμισμένης ποιότητας αλεύρι για τους
υπόλοιπους πελάτες, που τους έφερναν σιτηρά για άλεση.
Ομοίως έκαναν και με τα χαρούπια, που έμπαιναν στο
φούρνο, στέγνωναν από τα υγρά τους και μετά με προσμίξεις γίνονταν κι εκείνα
ψωμί.
Τα χαρούπια, μας έλεγαν εξάλλου οι
παππούδες μας πως, ήταν η σοκολάτα της Κατοχής. Τα έτρωγαν όπως τα έκοβαν από το
δέντρο και τους άφηναν μια γλυκιά γεύση στο στόμα.
Το ρόβι, που μέχρι τότε έτρωγαν μόνο τα ζώα, παρά
την τοξικότητα του, το έβραζαν και του άλλαζαν 3-4 φορές το νερό ώστε να μπορούν
να το καταναλώσουν ως όσπριο ή να το αλέσουν κι εκείνο για να κάνουν αλεύρι, το
οποίο μάλιστα ήταν και το πιο νόστιμο από όσα περιγράφηκαν παραπάνω.
Εκείνο που με δυσκολία, ακόμα και στις μεγάλες
πείνες, έτρωγαν ήταν το βρωμόρυζο καθώς πριν καν το βάλει κανείς στο στόμα του
ήξερε γιατί έχει πάρει αυτή την ονομασία.
Τα κουκιά και τη φάβα, όσοι είχαν την πολυτέλεια να
τα βρουν, τα ανακάτευαν με χόρτα και τα έτρωγαν έτσι, χωρίς ψωμί.
Ο σιτοβολώνας της Κρήτης εκείνη την εποχή ήταν η
Μεσαρά οπότε για τους κατοίκους της δυτικής Κρήτης ήταν δύσκολη η μετακίνηση
προκειμένου να μεταβούν εκεί και να πάρουν σιτηρά.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γερωνυμάκης πως για να πάει κανείς και να γυρίσει ήθελε μια βδομάδα ενώ για να πάρει 60 οκάδες καρπό έπρεπε να δώσει 20 οκάδες τυρί.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γερωνυμάκης πως για να πάει κανείς και να γυρίσει ήθελε μια βδομάδα ενώ για να πάρει 60 οκάδες καρπό έπρεπε να δώσει 20 οκάδες τυρί.
Οι κήποι που φύτευαν οι Κρητικοί ,τη δύσκολη αυτή περίοδο,
ήταν μια λύση , όπως επίσης τα οικόσιτα ζώα και τα χόρτα των αγρών, όμως όχι
για όλους.
Όταν δεν είχαν αρκετό αλεύρι για να φτιάξουν ψωμί
έκαναν τις πλακόφτες, ένα δίσκο δηλαδή από ζύμη με διάμετρο 15-20 πόντους και
πάχος 1-2 πόντους, τον οποίο έψηναν σε μια λεπτή πέτρα και τον έτρωγαν αντί
ψωμιού.
Κρητικόπουλα την Κατοχή |
Το λιγοστό αλεύρι γινόταν και χυλός, βράζοντας το με
λίγο λάδι και αλάτι. Με τα ίδια συστατικά σε πιο αραιή σύνθεση έκαναν τη
θολόσταση. Μάλιστα αυτό το παρασκεύασμα έλεγαν πως βοηθά τις λεχώνες να
κατεβάσουν γάλα γι αυτό και τους το έδιναν να το φάνε ακόμα κι όταν είχαν την εναλλακτική του ψωμιού.
Όταν υπήρχε αρκετό αλεύρι οι γυναίκες έκαναν λεπτά
φύλλα ζύμης που τα έκοβαν σε λεπτές λωρίδες και έφτιαχναν τις χυλόφτες, τις
οποίες έψηναν με γάλα. Με το γάλα έψηναν και σκέτο αλεύρι κι αυτό το έλεγαν
αλευρόγαλο.
Από το ζυμάρι μπορούσαν επίσης να φτιάξουν τα
στριψούλια, θρυμματίζοντας το σε μικρά κομμάτια, τα οποία τηγάνιζαν.
Από τα πιο υποφερτά φαγητά ήταν ο γαλόχοντρος,
δηλαδή ο χόντρος ψημένος με γάλα.
Αυτά τα φαγητά όμως δεν κρατούσαν για αρκετές ώρες χορτάτο
όποιον τα έτρωγε γι αυτό έλεγαν "Ο χυλός στον παραστάτη (μέχρι να βγεις στην
πόρτα) η χυλόφτα στο χωράφι κι ο χόντρος ως το μεσημέρι".
Ακόμα φαγητό εκείνης της εποχής ήταν οι μαλαμόφτες,
δηλαδή ζυμάρι με βραστά χόρτα, τις οποίες έψηναν στην πλάκα ή στο τηγάνι.
Εναλλακτικά μάλασαν το ζυμάρι με τη γλίνα (λίπος του χοίρου) και αυτό το φαγητό, που το έλεγαν γλινόφτες, το τύλιγαν σε φύλλο ζύμης και το έψηναν.
Κάποιες φορές μάλαζαν ξίγκι , δηλαδή λίπος από άλλα
ζώα, με ζύμη και με αυτό γέμιζαν φύλλο ζύμης, ονομάζοντας αυτές τις πίτες ξιγκόφτες ενώ υπήρχαν και οι
χουμελόφτες, που τις έκαναν μαλάσσοντας ζύμη με τη χούμελη (νερό όπου έβραζαν κερήθρες).
Όταν είχαν ψωμί, αλλά δεν είχαν άλλο φαγητό, τότε έβαζαν σε φέτες του λάδι και το έλεγαν λαδόψωμο. Καμιά φορά εξάλλου έκαναν θρύψαλα το
ψωμί, του έβαζαν λάδι, νερό και αλάτι και το έτρωγαν ονομάζοντας το μπαζινάκι.
Αν είχαν και καμιά σκελίδα σκόρδο τότε έκαναν γιορτή λόγω της γεύσης που έδινε
στα απλοϊκά φαγητά τους.