Ο χρόνος έχει σταματήσει στους Χοντροβολάκους εδώ
και σχεδόν πενήντα χρόνια.
Τα φτωχικά, ξύλινα, τραπέζια στα σπίτια του δεν τα
στρώνουν πια οι νοικοκυρές αλλά η σκόνη, οι καλοφτιαγμένοι ξυλόφουρνοι του δεν
μοσχοβολούν φρεσκοψημένο ψωμί, τα τζάκια του δεν καπνίζουν και τα πορτοπαράθυρα, στα μικρά καμαρόσπιτα, δεν
προστατεύουν από το κρύο.
Ο όμορφος αυτός
οικισμός του Μεραμπέλου είχε την τύχη πολλών άλλων στην περιοχή… η εγκατάλειψη
και η ερήμωση χτύπησαν τις πόρτες του.
Ποτέ δεν ήταν ένα μεγάλο χωριό και όπως μαρτυρούν οι
φροντισμένοι τράφοι, γύρω του, οι κάτοικοι του, κατά το παρελθόν, αγωνίστηκαν
σκληρά σε αυτό τον άγονο και δύσκολο τόπο να καλλιεργήσουν ακόμα και το
τελευταίο μέτρο γης.
Όλα τα κτίσματα που κρατήθηκαν σε κάπως καλύτερη κατάσταση στον οικισμό μουτζουρώθηκαν από το Γ. Σμαραγδή |
Προσπάθησαν να δαμάσουν την πέτρα και την λειψυδρία, με τα οποία η φύση τους δοκίμασε αλλά στο τέλος εγκατέλειψαν την προσπάθεια.
Τα πέτρινα σπίτια τους, στο πέρασμα του χρόνου, έκλεισαν
τις πόρτες τους και οι κάτοικοι αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη σε μεγαλύτερα
χωριά και πόλεις.
Σιγά σιγά η φθορά του χρόνου αφαίρεσε τις στέγες από
τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, τις πόρτες και τα παράθυρα αφήνοντας τα έκθετα στα
στοιχεία της φύσης.
Παρότι φαίνεται πως ο τελευταίος κάτοικος του
οικισμού τον εγκατέλειψε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η εικόνα που
παρουσιάζουν σήμερα οι Χοντροβολάκοι παραπέμπει σε εγκατάλειψη αρκετές
δεκαετίες πριν.
Μόνο τα κουφάρια σε κάποια σπίτια στέκουν όρθια ενώ στη θλιβερή
αυτή εικόνα ήλθε να προστεθεί και η σκηνοθετική «επέμβαση» του Γιάννη Σμαραγδή
που έκανε μέρος των γυρισμάτων του, για την ταινία Καζαντζάκης, στον οικισμό
γεμίζοντας με μεγάλους μαύρους σταυρούς και μουτζουρώνοντας, ώστε να φαίνονται
καμένοι, τους τοίχους, σε αρκετά κτίσματα του. Αληθινά λυπηρή μεταχείριση!
Στο Β τόμο του βιβλίου «Πόλεις και Χωριά της Κρήτης
στο πέρασμα των αιώνων» του Στέργιου Σπανάκη διαβάζουμε πως οι Χοντροβολάκοι
ήταν οικισμός της κοινότητας Σκινιά της επαρχίας Μεραμπέλου.
Πρέπει να
εγκαταλείφθηκε και από τον τελευταίο κάτοικο του μετά το 1971. Πρώτη φορά αναφέρεται ονομαστικά στην απογραφή του 1920 ως
τμήμα του αγροτικού δήμου Σκινιά, με 46 κατοίκους. Το 1928 ανήκει στην
κοινότητα Λούμα με 37 κατοίκους. Στις απογραφές του 1940 και 1951 δεν
αναφέρεται καν ενώ συναντάμε ξανά τον οικισμό το 1961, ξανά στην κοινότητα
Σκινιά με 14 κατοίκους. Το 1971 έχει μόλις 11 κατοίκους ενώ στην απογραφή του
1981 ο πληθυσμός του είναι μηδενικός.
Ο Σπανάκης επίσης μας λέει πως, στις απογραφές, το
όνομα του οικισμού γράφονταν με δύο –λ- ωστόσο το συγκεκριμένο τοπωνύμιο δεν έχει
καμία σχέση με λάκκο ούτε και έχει καμία έννοια το Χοντρός Λάκκος. Αντίθετα η
περιοχή αυτή σχετίζεται με το βόλακας , που σημαίνει μεγάλος πέτρινος βόλος
(στρογγυλός).
Όλη η περιοχή γύρω από τον οικισμό μοιάζει λες
και κάποιος την έχει σπείρει γενναιόδωρα με πέτρες. Το χώμα είναι λιγοστό κι ακόμα λιγότερο το νερό, όπως μαρτυρούν και οι σκεπαστές πέτρινες δεξαμενές που υπάρχουν τριγύρω του.
Ελένη Βασιλάκη
Χαραγμένη πάνω σε μεγάλη πέτρα μέσα στον οικισμό η ημερομηνία 1976 |