Μου είπαν, όταν θα γράψω για τις Γωνιές,να ξεκινήσω
το θέμα μου με την φράση: "Βρέχει, χιονίζει και κοκοσαλίζει και κάνει δύο
χειμώνες σ' ένα". Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί αυτή η φράση, του συγχωριανού τους
με το παρατσούκλι Μπουρνέλης, είναι τόσο σημαντική ώστε να χρησιμοποιείται για
να χαρακτηρίσει ένα ολόκληρο χωριό.
Στη
συνέχεια όμως, κι όσο προχωρούσε η συζήτηση με κατοικους των Γωνιών, κατάλαβα πως γι αυτούς τους ανθρώπους
ο τόπος, όπου γεννήθηκαν και ζουν, είναι ευλογία και κατάρα μαζί, κι αυτό το νόημα συμπύκνωνε αυτή η φράση.
Ευλογία γιατί έχει φυσική
ομορφιά, ιστορία, έχει γεννήσει αγωνιστές και ανθρώπους δημιουργικούς και
εργατικούς και κατάρα γιατί, σε αντίθεση με τους κατοίκους άλλων χωριών, εκεί
έπρεπε να προσπαθήσουν διπλά και τριπλά για να επιβιώσουν,μια και η γη τους ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα
παραγωγική, ο χειμώνας τους είναι ιδιαίτερα βαρύς ενώ κάθε είδους εμπόδια πάντα
έμπαιναν μπροστά τους και εμπόδιζαν την ανάπτυξη τους.
Μου διηγήθηκαν μια ιστορία για να καταλάβω την
υπερπροσπάθεια που, διαχρονικά, κατέβαλαν οι Γωνιανοί για την επιβίωση τους.
Πρωταγωνιστής και πάλι ο περίφημος Μπουρνέλης, ένας άνθρωπος που πέρασε τη μισή
του ζωή από πόλεμο σε πόλεμο και επέστρεψε στο χωριό του τη μέρα που του έκαναν
το μνημόσυνο,πιστεύοντας πως ήταν νεκρός.
Μια μέρα λοιπόν, με μεγάλη κακοκαιρία, μη έχοντας τρόπο να θρέψει τα πέντε παιδιά του,
αποφάσισε να πάει να κλέψει ένα πρόβατο για να τα ταΐσει. Η κλοπή, λόγω
καιρικών συνθηκών,αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση κι όταν τον ρώτησαν για το
στραπάτσο που έπαθε μέχρι να γυρίσει στο σπίτι του εκείνος το περιέγραψε ως
εξής: Προπατώ σε ένα κακό βορινό, σε μια κακή πλάκα, λαλώ, μπόθω και σηκώνω».
Κάπως έτσι και οι Γωνιανοί εδώ και πολλές δεκαετίες
αγωνίζονταν,κάνοντας τα πάντα,για να επιβιώσουν, χωρίς να υπολογίζουν τις αντίξοες
συνθήκες με τις οποίες έρχονταν αντιμέτωποι.
Και τα κατάφεραν,ακόμα κι όταν πολλοί εξ αυτών βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να φύγουν
μετανάστες, κι εκεί που κάποτε ήταν κεφαλοχώρι και μετρούσε
πάνω από 1000 κατοίκους, σήμερα να ζουν μόνιμα στις Γωνιές σχεδόν 200 άτομα.
Είναι ενδεικτική της φυγής από το χωριό, σε
αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στις πόλεις ακόμα και στο εξωτερικό, η ιστορία
του Στελή, ενός καφετζή από τις Γωνιές που μια περίοδο, πριν από πολλά χρόνια, ήταν ο μόνος
άντρας που είχε απομείνει εκεί ,μια και οι υπόλοιποι είχαν φύγει γι άλλα μέρη.
Τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του κι εκείνος γιατί, όπως χαρακτηριστικά
απάντησε όταν τον ρώτησαν, δεν μπορούσε να φορτώνει πια την κοπριά όλων των
Γωνιών, εργασία που οι εναπομείνασες γυναίκες δεν μπορούσαν να κάνουν, κι είχε
αναλάβει, μόνος του, εκείνος.
Ο ναός της Παναγίας, με υπέροχο τοιχογραφικό διάκοσμο, γιορτάζει στις 15 Αυγούστου |
Η μια πλευρά του χωριού, αριστερά όπως τη βλέπεις
από τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στ Ανώγεια, είναι γεμάτη ερειπωμένα σπίτια, τη λένε Αρχοντικά γιατί, λέει ο θρύλος, πως σε αυτή τη γειτονιά ένα από τα αρχοντόπουλα που ήλθαν από το Βυζάντιο, μετά την έλευση του
Νικηφόρου Φωκά στην Κρήτη, έφτιαξε την κατοικία του.
Πράγματι τα σπίτια εκεί, ακόμα και ως ερείπια, εκπέμπουν μια αρχοντιά, με τις καμάρες στις σφαλιχτές πόρτες
και τα παράθυρα τους και τους πέτρινους ψηλούς τοίχους τους.
Επί Νικηφόρου Φωκά θρυλείται πως χτίστηκε και ο ναός
της Παναγίας, που βρέθηκε στο στόχαστρο των Τούρκων αρκετές φορές με αποτέλεσμα
να καταστραφούν πολύτιμα χειρόγραφα που διέθετε.
Η ιστορία του χωριού πάντως δε φαίνεται να ξεκινά τη
βυζαντινή περίοδο. Στον κοντινό λόφο του Προφήτη Ηλία, έχουν εντοπιστεί ευρήματα
που παραπέμπουν σε ιερό κορυφής . Εκεί στην κορυφή, που αποκαλείται Φιλιόρημος ,
ανασκάφηκε ένα ιερό με τρία δωμάτια. Σε ένα από αυτά εντοπίστηκε μια επιμήκης
εξέδρα κι ένας βωμός ενώ στο ίδιο σημείο και σε διαφορετικό δωμάτιο βρέθηκε δεύτερος
βωμός και κοντά του οστά ζώων.
Αναθήματα από το ιερό αυτό χρονολογούνται από
την ΜΜΙ περίοδο.
Οι ντόπιοι λένε πως στο Φιλιόρημο συνεδρίαζαν όλοι
οι οπλαρχηγοί στις Κρητικές επαναστάσεις για να πάρουν σημαντικές αποφάσεις για
τη συνέχιση του αγώνα τους.
Παλιά βρύση του χωριού |
Και λίγο πριν την είσοδο του χωριού όμως συναντά
κανείς τα ερείπια του μινωικού μεγάρου του Σκλαβοκάμπου, το οποίο χρονολογείται
γύρω στο 1500 π.Χ. Τα ευρήματα στο χώρο αλλά και η θέση του οδηγούν σε
υποθέσεις για χρήση του από πρόσωπο που είχε την ευθύνη ελέγχου της διακίνησης
εμπορευμάτων από εκείνο το κομβικό σημείο .
Το όνομα του το χωριό λέγεται πως το πήρε από τη
θέση του, σε μια γωνία ανάμεσα στους λόφους Πούπα και Ανεμόπρινος, στις βόρειες
υπώρειες του Ψηλορείτη, στο βάθος της κοιλάδας και ανατολικά του υψώματος Φιλιόρημος.
Οι κάτοικοι των Γωνιών προσπάθησαν και προσπαθούν να κρατηθούν στο
χωριό τους ασχολούμενοι με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ενώ η ύπαρξη
ανεμόμυλου και νερόμυλων στην περιοχή μαρτυρά πως καλλιεργούσαν και σιτηρά.
Νερό είχαν αρκετό οι Γωνιές όπως φαίνεται και από τις
βρύσες, που συναντάς περιδιαβαίνοντας τους δρόμους τους.
Η βρύση του Λιοντάρη, η παλιότερη του χωριού |
Η παλιότερη εξ αυτών, η
βρύση του Λιοντάρη, τα τελευταία χρόνια ανακαινίστηκε και μοιάζει σαν καινούργια.
Ωστόσο οι κάτοικοι θυμούνται πως αυτή ήταν η πρώτη τους βρύση στην οποία
μάλιστα έδωσαν το όνομα ενός συγχωριανού τους, που ζούσε εκεί δίπλα, και τον έλεγαν
Λιοντάρη. Η λιονταροκεφαλή πάντως επάνω της αποτελεί νεώτερη προσθήκη.
Επί Τουρκοκρατίας η έντονη αγωνιστή διάθεση των
κατοίκων των Γωνιών έγινε αιτία να καταστραφεί το χωριό αρκετές φορές και να κυλιστεί στο αίμα θρηνώντας πολλά θύματα.
Από τις Γωνιές κατάγεται ο τελευταίος χαΐνης Μιχαήλ
Καλησπεράκης ή Βλάχος, ο οποίος έπεσε θύμα προδοσίας και αφού βασανίστηκε
αποκεφαλίστηκε στην πλατεία Νικηφόρου
Φωκά στο Ηρακλείο , το 1857.
Ο Μιχαήλ Καλησπεράκης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους
επαναστάτες της Κρήτης, που δεν δίστασε να εγκαταλείψει την οικογένεια και την
περιουσία του και να ανέβει στα βουνά για να πολεμήσει τους Τούρκους . Έχοντας
ως ορμητήριο μια σπηλιά, στο Γωνιανό φαράγγι, έκανε επιθέσεις στους Τούρκους
επιφέροντας τους μεγάλες απώλειες. Παρότι συνελήφθη πέντε φορές πάντα κατάφερνε να αποδράσει. Η
έκτη φορά ήταν όμως η μοιραία.
Προς τιμήν του έχει στηθεί ανδριάντας στην είσοδο του χωριού, τον οποίο φιλοτέχνησε
ο γλύπτης Σώτος Αλεξίου.
Ρεπορτάζ Ελένη Βασιλάκη