Μια, εν πολλοίς, άγνωστη ιστορία που αφορά στη συμμετοχή Κρητικών καπεταναίων και ανδρών στην προσπάθεια υπεράσπισης της Κωνσταντινούπολης, όταν η Πόλη πολιορκήθηκε από τους Τούρκους, περιγράφει στο δίτομο έργο του "Τα κρητικά καράβια στα 1453" ο Ιωάννης Κόντος.
Της Ελένης Βασιλάκη
Γραμμένοι σε έμμετρο λόγο, ο πρώτος τόμος το 1948 και ο δεύτερος το 1969, βασίζονται στα στοιχεία εγγράφου που βρέθηκε το 1919 στη Μονή Βατοπεδίου, το οποίο και διηγείται πως έγινε και βρέθηκαν Κρητικοί να υπερασπίζονται την Πόλη.
Στο χειρόγραφο της Μονής Βατοπεδίου διαβάζουμε πως στις 15 Μαρτίου, όταν ο σουλτάνος Μουχαμέτης άρχισε να
περιζώνει με τα φουσάτα του τη Μεγάλη Πόλη, ο παλιός Δρουγγάριος Μανούσος
Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης και αρχηγός των Σφακίων και άρχοντας του
Σελίνου, ηλικίας τότε 80 χρονών, πήρε ξαφνικά βασιλικό μήνυμα , χρυσόβουλο, που
του έλεγε να πάει το συντομότερο δυνατόν με τα καράβια του και όσους μπορούσε
άνδρες στη Βασιλεύουσα γιατί κινδύνευε.
"Κακά μαντάτα πήρε ψες ο Καπετάν Μανούσος
Δρουγγάρης χρόνια μυστικός στο πλοϊμο της Κρήτης
Στην πόλη μας, την ξακουστή, έφτασε -λέει ο Τούρκος
Και τις μπομπάρδες του κοντά τις έστεσε στις βίγλες
Και κλαιν μανάδες και παιδιά και γέροι και γυναίκες
Γιατί φοβούνται τη σκλαβιά π' άγρια τους περιμένει"
Ο Καπετάν Μανούσος πήρε τότε 4 δρόμωνες (είδος βυζαντινού πλοίου) και ένα
διάρμενο. Τον μεγαλύτερο δρόμωνα τον κυβερνούσε ο ίδιος, τον άλλο ο Καπετάν Γρηγόρης,
γιος του Σήφη Μανιάκη, από τα Ασκύφου, που πιάστηκε από τους Σαρακηνούς και
γδάρθηκε ζωντανός στη Γαύδο, τον άλλο ο Καπετάν Πέτρος, ο Γραμματικός από
την Κυδωνία. Ο τέταρτος δρόμωνας ήταν κτήμα του Καπετάν Ανδρέα του Μακρή από
την Πάτμο και τον κυβερνούσε ο ίδιος. Αυτός ήταν γιος του Καπετάν Γιαννίκου του
Μακρή από το Ρέθυμνο, αλλά παντρεμένος
στην Πάτμο.
Το διάρμενο, επειδή ο αφέντης του ήταν ανήμπορος για
μεγάλα ταξίδια, το ανέλαβε ο Καπετάν Παυλής, ο Καματερός, από την Κίσσαμο, παλιός
καραβοκύρης, αλλά χωρίς καράβια εκείνη τη στιγμή.
Στα 5 αυτά καράβια μπήκαν 1500 άντρες. Οι 500 ήταν
από το Χάνδακα, από το Μαλεβίζι, το Τέμενος, το Μονοφάτσι, τη Μεσαρά, τη Δίχτη
και το Μεραμπέλο και όλοι οι υπόλοιποι από τα Σφακιά, το Σέλινο, την Κίσσαμο,
την Κυδωνία, τον Αποκόρωνα, το Αμάρι και το Ρέθυμνο.
Και τα πέντε καράβια ξεκίνησαν από το λιμάνι της Σούδας
στις 18 Μαρτίου. Ως τα Δαρδανέλλια ταξίδεψαν χωρίς να συναντήσουν Αγαρηνό.
Περνώντας όμως από την Καλλίπολη οι Τούρκοι τα βομβάρδισαν από το φρούριο
κάνοντας μια μικρή ζημιά στο διάρμενο.
Ο μεγάλος όμως κίνδυνος τους περίμενε στην Προποντίδα όταν εμφανίστηκαν μπροστά τους 60 αγαρηνά πλοία τα οποία έρχονταν από την Αρτάκη, όπου είχαν πάει για σκλάβους, τάρταλα και κυρίως γυναίκες.
Ο μεγάλος όμως κίνδυνος τους περίμενε στην Προποντίδα όταν εμφανίστηκαν μπροστά τους 60 αγαρηνά πλοία τα οποία έρχονταν από την Αρτάκη, όπου είχαν πάει για σκλάβους, τάρταλα και κυρίως γυναίκες.
Τα εχθρικά καράβια, περιγράφεται στο χειρόγραφο, περικύκλωσαν τα δικά μας κι
άρχισε μεταξύ τους ένας φοβερός πόλεμος που κράτησε πάνω από 10 ώρες. Οι
Τούρκοι έκαναν 12 γιουρούσια αλλά δεν κατάφεραν να πάρουν τα κρητικά καράβια
γιατί οι δικοί μας τους γκρέμιζαν από αυτά και τους έπνιγαν.
Οι κρητικοί δρόμωνες κατάφεραν να τους βουλιάξουν 10
καράβια, μικρά, σκοτώνοντας πάνω από 1000 Τούρκους. Από τη δική μας τη μεριά οι
απώλειες ήταν 600 άντρες ενώ χάθηκε κι ένα καράβι μας, αυτό που κυβερνούσε ο
Καπετάν Γρηγόρης ο οποίος όμως κατάφερε να μην πνιγεί ούτε ένας άντρας του
καθώς πρόλαβε κι έκανε ρεσάλτο στο πλοίο που τον εμβόλισε σφάζοντας όλους τους Τούρκους
και καταλαμβάνοντας το.
Ο αρχηγός των Τούρκων ,με το όνομα Μουσταφάς, διέταξε
τότε να σταματήσουν τα γιουρούσια και να κάψουν τα κρητικά πλοία και θα το
κατάφερναν αν ο γενναίος Κεπετάν Μανούσος και επτά νέοι πολέμαρχοι δεν
αναλάμβαναν να θυσιαστούν, με τα δύο καράβια τους, για να γλυτώσουν τα άλλα τρία
και να τους δώσουν χρόνο να χαθούν μέσα στη νύχτα.
Στη σωτηρία των τριών καραβιών βοήθησαν ο Θεός των
χριστιανών και η Αγία Θεοτόκος έπειτα η γενναιότητα του Δρουγγάριου, ένας φοβερός
σίφουνας, που ξέσπασε εκείνη την ώρα, και τέλος το τουρκικό πλοίο που κυρίευσε ο
Καπετάν Γρηγόρης, που μπέρδεψε το Μουσταφά μέσα στη νύχτα και τον έκανε να
νομίζει πως τα καράβια που έφευγαν μακριά από τα άλλα ήταν τουρκικά.
Ο Μουσταφάς πάνω στο μπέρδεμα του βάλθηκε να ξεκάνει
τα δύο πλοία που είχε μπροστά του πράγμα που τελικά κατάφερε.
"Το τέλος τούτων των αντρών μάτι Γραικού δεν είδε...
Προκοννησιώτες μοναχά χριστιανοί ψαράδες
Που μετά μήνες μερικούς ρωτήθηκαν αν είδαν
Τίποτε ανθρώπους στα σκαφιά κοντά τα καυμένα,
Πνιγμένους είτε ζωντανούς μ αυτές κι αυτές τις όψες
Είπαν πως είδαν τα σκαφιά , τα δυό όπου καήκαν
Στους βράχους τ άγριου νησιού και πως σε τούτα μέσα
Ηύραν οχτώ μαύρα κορμία ανθρώπων καυμένα,
Που δεν εχώριζε κανείς, αν ήσαν νέοι ή γέροι
Τούρκοι ή Ρωμηοί και μοναχά απ ένα σταυρουδάκι
Που βρέθη στο λαιμό ενός , την πίστη του ενοιώσαν"
Έτσι έφτασαν στην Πόλη τα άλλα τρία πλοία και
τοποθετήθηκαν οι καπετάνιοι και το πλήρωμα τους, που δεν είχε λαβωθεί, σε θέσεις
μάχης.
Όταν έπεσε η Πόλη και οι Τούρκοι μπήκαν μέσα άρχισαν
οι 200 χιλιάδες περίπου ταχτικοί και άταχτοι στρατιώτες να την εγκαταλείπουν
για να σωθούν.
Μόνο οι Κρητικοί, με αρχηγό τον Καπετάν Γραμματικό, αν και τραυματισμένος,
έκριναν πως ήταν καλύτερα να μείνουν και να αγωνιστούν μέχρι να πέσει και ο
τελευταίος.
Όταν προς το βράδυ ο σουλτάνος είδε πως δεν είχαν σκοπό να παραδοθούν έστειλε ένα πασά με 2 αξιωματικούς και λευκή σημαία και με το μεταφραστή είπαν στους Κρητικούς πως επειδή ο σουλτάνος εκτιμά την αντρεία τους τους αφήνει ελεύθερους να φύγουν για το νησί τους, με τα όπλα τους, και με ένα από τα καράβια τους.
Όταν προς το βράδυ ο σουλτάνος είδε πως δεν είχαν σκοπό να παραδοθούν έστειλε ένα πασά με 2 αξιωματικούς και λευκή σημαία και με το μεταφραστή είπαν στους Κρητικούς πως επειδή ο σουλτάνος εκτιμά την αντρεία τους τους αφήνει ελεύθερους να φύγουν για το νησί τους, με τα όπλα τους, και με ένα από τα καράβια τους.
Τότε όλοι μαζί οι κρητικοί, συνολικά 170, κατέβηκαν από τους πύργους
τους και πήγαν στο λιμάνι.
"Κι ως στέκει τώρα η θλιβερή Πόλης των Κωνσταντίνων
μοιάζει κοπέλλα , που λησταί την έπιασαν στο δρόμο
κι αφού τα ρούχα τ ακριβά της ξέσχισαν στην πάλη
τη μωλωπίσαν και πολλά βάσανα της εκάμαν
την άφισαν σχεδόν νεκρή και σαν ένα σκουπίδι
π' όμως το θέλουνε κι αυτό και το κρατούν με λύσσα
Και τώρα τούτη όλο θρηνεί και σκούζει και μαδιέται
και τον Θεό παρακαλεί τον άντρα να της στείλει
τον άξιο, που θα μπορεί να την ελευθερώση"
Επειδή ο Γραμματικός ήταν βαριά λαβωμένος και δεν
μπορούσε να κυβερνήσει το πλοίο το ανέθεσε σε άλλον. Βγαίνοντας από τα
Δαρδανέλλια και βλέποντας πως τα τραύματα του ήταν βαριά ζήτησε από το νέο
καπετάνιο αντί να τον πάει στην Κρήτη να τον αφήσει στο Άγιο Όρος, που ήταν πιο
κοντά και να τον αφήσει στη Μονή Βατοπεδίου, όπου υπήρχε γιατρός, να περιποιηθεί
τα τραύματα του .
Εκεί ο Γραμματικός, αφού έγινε καλά αποφάσισε να μονάσει, πήρε
το όνομα Ιερώνυμος κι έζησε άλλα οκτώ χρόνια. Επειδή όμως είχε εξασθενίσει η
όραση του και το χέρι του έτρεμε ανέθεσε στον Καλλίνικο, ένα μοναχό από την
Ανώπολη Σφακίων να γράψει την ιστορία των Κρητικών που πήγαν να υπερασπιστούν
την Πόλη.
Έτσι έφτασε σ εμάς αυτή η ιστορία των 1500 και πλέον Κρητικών που αψηφώντας όλους τους κινδύνους ταξίδεψαν με τα πλοία τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία υπερασπίστηκαν σαν λιοντάρια, μέχρι που την κατέλαβαν οι Τούρκοι.
(Το υλικό που παραθέτουμε παραπάνω προέρχεται από το δίτομο έργο του Ιωάννη Κόντου, τα βιβλία του οποίου μας διέθεσε το παλαιοπωλείο του Βαγγέλη Κρασαγάκη επί της οδού Αγίου Τίτου 52.)
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του