Προσκυνούν με δέος την εικόνα του ομορφοκαβαλάρη
Αγίου Γεωργίου και επικαλούνται το όνομα του Δία στους όρκους τους!
Παράξενο,
κι όμως αληθινό. Συνέβαινε μέχρι το πολύ πρόσφατο παρελθόν, ίσως να συμβαίνει
και σήμερα. Το είχα επιβεβαιώσει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές
της δεκαετίας του 1990, σ' ένα παμπάλαιο μοναστήρι του Μυλοποτάμου, το
Δισκούρι.
Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ
Αν γινόταν ζωοκλοπή σ' εκείνα τα μέρη, στον Άη
Γιώργη κατέφευγαν. Το θύμα της κλοπής έβαζε ρωτηχτάδες, προσπαθούσε ν'
ανακαλύψει τον δράστη. Αποδείξεις, όμως, ήταν δύσκολο να βρεθούν.
Αλλά στις μικρές κοινωνίες που σέβονταν τους
εθιμικούς κανόνες δικαίου, ακόμη και οι υποψίες ήταν αρκετές για να λυθούν οι
διαφορές και να επέλθει ξανά η γαλήνη στην κοινότητα.
Το θύμα της
ζωοκλοπής καλούσε αυτόν που υποψιαζόταν για κλέφτη. «Να πάμε στον Άη Γιώργη να
ξεκαθαριστούμε». Δεν είχε λυτρωμό όποιος αρνιόταν να πάει. Τον θεωρούσαν ένοχο
και ήταν υποχρεωμένος από τους ίδιους κανόνες εθιμικού δικαίου να επιστρέψει τα
κλοπιμαία...
Τρέμοντας πλησίαζαν οι βοσκοί την εικόνα του αγίου.
Μπροστά σε τούτον τον αγέρωχο άγιο δεν μπορούσαν να ξεστομίσουνε ψέματα.
Ακουμπούσαν την παλάμη του χεριού στην εικόνα και με τη συστολή που αρμόζει σε
μια τόσο ιερή στιγμή άρχιζαν ν' απαγγέλλουν τον όρκο: "Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το..."
ή "Μα τον Ζα, δεν σε πείραξα..."
Μα τον Δία, δηλαδή! Τον αρχαίο θεό, τον γεννημένο
στην Κρήτη, τον θνήσκοντα θεό που ανασταινόταν κάθε χρόνο μαζί με τη φύση.
Μπορεί να μην ήξεραν οι αναλφάβητοι βοσκοί του
Μυλοποτάμου τι σημαίνουν οι λέξεις νη και Ζα. Όμως, έτσι το βρήκαν κι έτσι το
κράτησαν. Κανείς δεν ξέρει πόσους αιώνες επαναλάμβαναν οι ορεσίβιοι Κρήτες τις
ίδιες λέξεις, τον ίδιο όρκο.
Έτσι γιατί τίποτα δεν χάνεται σε τούτον τον τόπο. Οι
ψηφίδες του κάθε προγενέστερου πολιτισμού ενσωματώνονται στον επόμενο. Λέξεις,
φράσεις, συνήθειες, έθιμα μένουν αλώβητα στους αιώνες, γιατί τούτος ο λαός τα
φύλαξε βαθιά στην ψυχή του, γιατί ζυμώθηκε και μεγάλωσε μ' αυτά.
Το 1988 έτυχε να συναντήσω τρεις βοσκούς κοντά στο
Δισκούρι. Βάδιζαν σιωπηλοί και κατευθύνονταν προς την πύλη της μονής.
Πενηντάρηδες ήταν κι οι τρεις, με κατσούνες και στιβάνια. Δεν μου φάνηκαν
θρήσκοι σαν αυτούς που συχνάζουν στις εκκλησιές κι ανάβουν καντήλια. Ήταν αργά,
λίγο πριν νυχτώσει. Έκαμα πως δεν τους είδα. Με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι
προχώρησα, βγήκα από τον δρόμο. Φωτογράφιζα τάχατες λουλούδια. Ήταν Άνοιξη κι
οι ορχιδέες είχαν ανθίσει. Τους είδα να φεύγουν λίγην ώρα μετά. Πάλι χωρίς να μιλούν.
Ποτέ δεν έμαθα τι ζητούσαν στο Δισκούρι.
Ή, μάλλον, ξέρω!
Έναν καλόγερο είχε τότε το μοναστήρι, τον Καλλίνικο.
Ήταν γέροντας πια. Ντόπιος. Γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Χαμογέλασε σαν
πιάσαμε την κουβέντα για τον όρκο των βοσκών.
Εκείνος ήξερε...
Πολλές φορές είχε δει μικρές ομάδες ανθρώπων να
περνούν την πύλη της μονής, να κατευθύνονται προς τον ναό, να κλείνουν την
πόρτα και να κλειδώνονται μέσα. Έτσι απαιτούσε η τελετουργία του όρκου. Να
βρεθούν μόνοι με τον Άγιο. Μόνοι απέναντι στον Άγιο. Μόνοι απέναντι στην
αλήθεια!
Εκείνος φρόντιζε να κλείνεται στο κελί του κάθε που
έβλεπε αυτές τις μικρές ομάδες να περνούνε την πύλη. Μόνον όταν τον ζητούσαν
εμφανιζόταν.
Εκείνος ήξερε...
Κατάλαβα πως τον καλούσαν πολλές φορές μετά το τέλος
του όρκου, υπέθεσα πως οι συμφιλιώσεις σφραγίζονταν με την ευλογία της
εκκλησίας. Μα δεν τον ρώτησα. Δεν έπρεπε να τον ρωτήσω.
Όλα γίνονταν με μυστικότητα, με σεβασμό και με δέος.
Ο Άη Γιώργης ήταν ο αδέκαστος κριτής. Ο δίκαιος. Ήταν το αρχέτυπο των ορεσίβιων
Κρητών. Λεβέντης, αυστηρός, με ωραίο παράστημα, αυστηρή μα και γαλήνια μορφή.
Νέος κι όμορφος, πολεμιστής και τροπαιοφόρος, γενναίος κι ανίκητος. Ποιος
μπορούσε να σταθεί χωρίς συστολή μπροστά σ' έναν τέτοιον άγιο; Ποιός μπορούσε
να κρυφτεί από την Αλήθεια;
Ο Άη Γιώργης, ο «αρραβωνιαστικός της άνοιξης», όπως
τον χαρακτήρισε ο Καζαντζάκης, γιορτάζει δυο φορές τον χρόνο. Στην αρχή και στο
τέλος του χειμώνα. Είναι ο άγιος που ορίζει τις μεγάλες αλλαγές. Μετά την
απριλιάτικη γιορτή ανηφόριζαν οι βοσκοί στα ψηλώματα. Μετά τη φθινοπωρινή
κατηφόριζαν πάλι.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης"
Το απόσπασμα, που ακολουθεί, είναι από το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης»,
(εκδ. Καρμάνωρ, 2002, τόμος Β', σελ. 120). Σε αυτό γίνεται εκτενέστερη αναφορά
στην επίκληση του ονόματος του Διός:
"Ακόμη και σήμερα επιβιώνει εκεί η αρχαία συνήθεια
για το "ξεκαθάρισμα" των ζωοκλοπών του Ψηλορείτη μπροστά στην εικόνα
του Αγίου Γεωργίου.
Το "ξεκαθάρισμα" αυτό είναι ένα από τα πιο
χαρακτηριστικά παραδείγματα ποιμενικού εθιμικού δικαίου της Κρήτης και γινόταν
(ή και γίνεται σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και σήμερα) μπροστά στις εικόνες
πολεμικών αγίων ή και άλλων που προκαλούν δέος, όπως ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.
Πιο
χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των ναών Αρχιστράτηγου στην Αράδενα
Σφακιών, Αγίου Φανουρίου Μονής Βαρσαμονέρου Ηρακλείου, Μονής Αγίου Γεωργίου στο
Σελινάρι Μεραμπέλλου και Αγίου Γεωργίου Μονής Δισκουρίου.
Στην περίπτωση του
Δισκουρίου, όμως, απαντάται η μοναδικότητα της επικλήσεως του ονόματος του
Διός. Ο πιθανός δράστης έπρεπε να ορκιστεί μπροστά στην εικόνα για το αν έχει
σχέση με τη ζωοκλοπή στην οποία το θύμα τον θεωρούσε αναμεμιγμένο, ύστερα από
πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει.
Αν τολμούσε να ακουμπήσει το χέρι του στην
εικόνα και να ορκιστεί, απαλλασσόταν από κάθε υποψία. Αν όχι, έπρεπε να
ομολογήσει τη σχέση ή την ανάμιξή του με τη ζωοκλοπή.
Αναφέρονται, μάλιστα,
περιπτώσεις ποιμένων οι οποίοι μόλις αντίκριζαν την εικόνα, ομολογούσαν την
πράξη τους. Ο όρκος τώρα τον οποίο ήταν υποχρεωμένος να πει ο κάθε ύποπτος για
ζωοκλοπή παρουσιάζει μεγάλο λαογραφικό ενδιαφέρον. Ήταν περίπου κοινός για
όλους τους ναούς όπου γινόταν ξεκαθάρισμα.
Στο Δισκούρι, όμως, είχε την
ιδιαιτερότητα της ανάμνησης προχριστιανικών συνηθειών. Σύμφωνα με τα όσα έχουν
γραφτεί μέχρι σήμερα ο όρκος αυτός ήταν:
"Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δε σου
φταίω στο πράμα σου, έργο μου γή βουλή μου" (Μ. Παπαδάκης, "Η Μονή
Δισκουρίου", στο Προμηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 23/1981, σελ. 163).
Μια μικρή έρευνα που πραγματοποίησα το καλοκαίρι του
1988, τον Ιανουάριο του 1990 και το Δεκέμβριο του 1991 στην περιοχή του
Μυλοποτάμου απέδειξε ότι δεν υπάρχει πλέον ενιαίος ο τύπος του όρκου και
ακούγονται διάφορες παραλλαγές, ανάμεσα στις οποίες είναι και μια που αποτελεί
επίκληση του ονόματος του Δία:
"Μα το Ζα, δε σε πείραξα και άμε να γυρεύγεις
αλλού το πράμα σου".
Αυτό επιβεβαίωσε και ο τελευταίος μοναχός του
Δισκουρίου Καλλίνικος Βάμβουκας, ο οποίος θυμόταν πολλές παραλλαγές που
προέρχονταν από κατοίκους διαφορετικών περιοχών, ανάμεσα στις οποίες ήταν και
εκείνη με το όνομα του Δία. Δεν ήταν, όμως, βέβαιος ο τελευταίος ηγούμενος του
Δισκουρίου αν είχε ακούσει ο ίδιος ανθρώπους να ορκίζονται ή αν οι πληροφορίες
του προέρχονταν μόνον από σχετικές συζητήσεις. Δεν αποκλείεται να επανήλθε η
συνήθεια κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν είχαν δημοσιευθεί οι πρώτες
έρευνες και είχε εκφραστεί μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα.
Ο Γιάννης Σταυρακάκης διασώζει έναν ακόμη τύπο του
ίδιου όρκου:"Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το πως δεν κατέω
πράμα για την αραζό τση κλεψάς των οζώ σου" (Γ. Σταυρακάκη,
"Τοπωνυμικά", στο περ. Κρητική Εστία, τ. 161 / 1966, σελ. 232).
ΣΗΜ. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ι. Κ.
Προμπονάς έχει γράψει μια καλή μελέτη για το θέμα ("Η επιβίωσις του
ονόματος του Διός εις όρκον και επίκλησιν εν Κρήτη", στο περ. Πλάτων, Δελτίον
της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, τ. 24/1972, σελ. 60-75)"
Πηγή:Karmanor