Στον κρητομυκηναϊκό χώρο σώθηκαν μάλιστα αρκετά σκεύη και σύνεργα καλλωπισμού από όλες τις φάσεις της Εποχής του Χαλκού, εντονότερα όμως από την Ύστερη.
Μεταξύ άλλων, ξυράφια γλωσσοειδή ή μονόστομα, τριχολαβίδες, καθρέφτες, με πολυτελείς λαβές, ξύλινες, κοκάλινες, ελεφαντοστέινες, ανάγλυφα διακοσμημένες.
Για τα μαλλιά, εκτός από τα χτένια, αγκιστροειδείς περόνες και σφηκωτήρες δημιουργούσαν και συγκρατούσαν τις περίτεχνες κομμώσεις που απεικονίζουν οι τοιχογραφίες.
Τις παλαιότερες πληροφορίες για τη χρήση καλλυντικών, αρωμάτων, αλοιφών και ψιμυθίων αντλούμε κυρίως από την Αίγυπτο.
«Μυκηναία» με τονισμένο μάτι, λεπτό, βγαλμένο φρύδι και εκπληκτικό χτένισμα
|
Ο λογιστικός χαρακτήρας των πινακίδων της Γραμμικής Β δεν προκαλεί προσδοκίες ενημέρωσης για τη χρήση των ψιμυθίων. Μαρτυρείται όμως βιοτεχνία λαδιού και παραγωγή αρωματικών ελαίων τόσο στην Κνωσό όσο και στην Πύλο.
Θυέτης και Ευμήδης είναι τα ονόματα δύο αρωματοποιών. Παράλληλα διασώθηκαν και κατάλογοι αρωματικών συστατικών.
Στο "Περί οσμών", ο Θεόφραστος μας διαφωτίζει για τις εφαρμογές τους. Φαίνεται ότι, για την παραγωγή αρωμάτων, χρησιμοποιήθηκε από τους Μυκηναίους η εκχύλισις εν θερμώ ή εν ψυχρώ.
Αν και ψιμύθια σαν αυτά του αιγυπτιακού και του ανατολικού χώρου δεν βρέθηκαν στην κρητομυκηναϊκή περιοχή, οι τοιχογραφίες πιστοποιούν τη χρήση τους από τις Μινωίτισσες και τις Μυκηναίες.
Άλλωστε καλλωπιστήρια φαίνεται πως υπήρχαν στα ανάκτορα της Κνωσού, της Ζάκρου και της Πύλου.
Οι Μινωίτισσες επιστράτευαν πολλή φαντασία στον τρόπο με τον οποίο χτένιζαν τα μαλλιά τους. Χρησιμοποιούσαν φουρκέτες από ελεφαντόδοντο ή μέταλλο, με τις οποίες ανασήκωναν τα μαλλιά τους και δημιουργούσαν πυραμίδες, κότσους κ.α.
Τα μαλλιά του άλλοτε ανέμιζαν στους ώμους, είτε δένονταν με φαρδιές ταινίες ενώ συχνά στολίζονταν με άνθη.
Την ομορφιά τους συμπλήρωναν βάφοντας τα μάτια τους ή φτιάχνοντας περίγραμμα τους με μαύρο χρώμα, το οποίο έφτιαχναν μάλλον ανακατεύοντας μαύρη σκόνη θειούχου μολύβδου και μαγγανίου με ειδική σπάτουλα.
Στα μάγουλα τους έβαζαν σκόνη ώχρας ενώ τα χείλια τους τα κάλυπταν με χρώμα που δημιουργούσαν από χρωστική ύλη ορυκτής προέλευσης, αιματίνη, κιννάβαρι ή μίνιο, διαλυμένη με ελαιώδη κρέμα .
Επιπλέον, φαίνεται να έβαφαν και τα νύχια των άνω και κάτω άκρων τους. Και φυσικά ολοκλήρωναν την εμφάνιση τους με μεθυστικά αρώματα από κόλιανδρο, ίριδα, κρόκο,τριαντάφυλλο, σμύρνα, φασκομηλιά.
Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού |
Από τα πιο γνωστά ζωγραφικά έργα της μινωικής εποχής, ζωντανή απόδειξη καλλωπιστικών πρακτικών, είναι το τμήμα τοιχογραφίας, που απεικονίζει νεαρή γυναίκα να κινείται προς τα δεξιά, η περίφημη "Παριζιάνα".
Η μορφή της προκαλεί εντύπωση με το ζωηρό μάτι, τα σαρκώδη και βαμμένα χείλη, την έντονη μύτη, τα σγουρά μαλλιά, μια τούφα από τα οποία πέφτει με εξεζητημένη αφέλεια στα μάτια, και εκφράζει όλη τη ζωντάνια και φυσιοκρατία της μινωικής τέχνης.
Φοράει πλούσιο ιερατικό ένδυμα και φέρει τον ιερό κόμβο στην πλάτη. Το έργο αποτελεί την προσωποποίηση της φυσικής αρμονίας και κίνησης και ανήκε σε μεγαλύτερη τοιχογραφική σύνθεση, με θέμα την προσφορά των σπονδών. Η νεαρή γυναίκα καθόταν σε πτυσσόμενο κάθισμα και μαζί με άλλες ανδρικές και γυναικείες μορφές δεχόταν τη μετάδοση της ιερής κύλικας.
Η ονομασία «Παριζιάνα», με την οποία έχει γίνει γνωστή, της δόθηκε από τον Άρθουρ Έβανς, επειδή την εποχή που βρέθηκε, το 1903, τα μεγάλα μάτια, τα κατσαρά μαλλιά, τα έντονα κόκκινα χείλη και η ανασηκωμένη μύτη θεωρούνταν ιδεώδη του γυναικείου κάλλους.
Πηγές: Υπουργείο Πολιτισμού και Αρχαιολογία