Η αρωματοποιία στην αρχαιότητα ήταν τέχνη, απαιτούσε
δεξιοτεχνία, εφευρετικότητα, αλλά μυστικότητα.
Υπήρχαν μάλιστα δύο κατηγορίες αρωμάτων ως αποτέλεσμα αυτής της τέχνης: εκείνα που βρίσκονταν
σε υγρή μορφή , δηλαδή τα έλαια, και τα παχύρρευστα ή στερεά, οι αλοιφές δηλαδή.
Συγγραφείς όπως ο Αθήναιος, ο Ιπποκράτης, ο Ξενοφών,
ο Ηρόδοτος, ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος και άλλοι, αναφέρουν λεπτομέρειες σε
σχέση με αρώματα από λουλούδια, τα οποία έπαιρναν το όνομά τους είτε από το
αρωματικό φυτό από το οποίο παράγονταν είτε από το όνομα του παρασκευαστή τους.
Το «μεγαλείον»,
για παράδειγμα, διάσημο άρωμα της Εφέσου, πήρε το όνομά του από τον Μέγαλλο από
τη Σικελία. Τα πιο γνωστά αρχαία ελληνικά αρώματα ήταν το ίρινον, (ελαιόλαδο με
εκχυλίσματα από ρίζες ίριδας), το νάρδον, το βάλσαμο, η στακτή το αυθεντικό
βάλσαμο μύρου, το μελίνιο από κυδωνέλαιο, το ρόδιο, μία διάσημη αλοιφή από τη
Ρόδο από εκχύλισμα τριαντάφυλλου μαζί με άλλα αιθέρια έλαια, το τύλιον έλαιον
και άλλα.
Πολλές πόλεις μάλιστα ήταν ταυτισμένες με την
παραγωγή συγκεκριμένων αρωμάτων και αλοιφών, όπως η Κύζικος, περίφημη για το
άρωμα της ίριδας, η Κως για το άρωμα μαντζουράνας και μήλων, η Φάσηλης για το
ρόδο της κ.τ.λ.
Οι αρχαίοι συχνά εισήγαγαν αρώματα από την Ανατολή,
τα οποία μάλιστα ασκούσαν σ' αυτούς μία ιδιαίτερη γοητεία. Αρώματα, όπως το
βρενθείον, το ονομαστό άρωμα των Λυδών, με μυρωδιά μόσχου και λεβάντας, το οποίο
σκεύαζαν σε μικρά αγγεία, το σούσινο (αρωματικό λάδι κρίνων από τα
Σούσα), το μενδήσιο από τη Μέντη στο Νείλο, από λάδι βαλάνου αρωματισμένο με
λάδι πικραμύγδαλων, όπως και το μετόπιο, μία ακριβή αρωματική κρέμα από την
Αίγυπτο.
Επίσης από τον 6ο αιώνα ήδη εισήγαγαν λάδι φοίνικα
από την Ναύκρατη του Νείλου, κρίνο, λωτό και άνιθο από την Αίγυπτο και σίλφιο,
από τη Λιβύη, από το οποίο παρασκεύαζαν ναρκωτικές, φαρμακευτικές αλοιφές, ως
αντίδοτο κατά των δηλητηριάσεων.
Τις εμπορικές σχέσεις με την ανατολή ευνόησαν
ιδιαίτερα οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από κει οι Έλληνες
προμηθεύονταν καινούργια αρώματα και είδη καλλωπισμού. Η βιομηχανία των
αρωμάτων έφτασε δε στο αποκορύφωμά της στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο.
Η μινωική αρωματοποιία
Φυσικά οι Μινωίτες με το εκλεπτυσμένο γούστο και το
κομψό στυλ, όπως μας αποκαλύπτουν οι τοιχογραφίες, δεν μπορούσαν να μείνουν εκτός παραγωγής
αρωμάτων.
Τα φυτά ήταν η πρώτη ύλη τους για να εξάγουν αιθέρια
έλαια με αρωματικές ιδιότητες. Λουλούδια, όπως το τριαντάφυλλο, αλλά και φύλλα,
ρίζες, σπόροι και βλαστοί άλλων φυτών αξιοποιήθηκαν στην μινωική αρωματοποιία.
Από πινακίδες
που βρέθηκαν στην Κνωσό προκύπτει η προμήθεια λαδιών από φυτά όπως η φασκομηλιά
και το τριαντάφυλλο αλλά και η χρήση για αρώματα και αλοιφές πρώτων υλών όπως ο
κορίανδρος, το μέλι και το κρασί.
Ποια ήταν όμως τα πιο γνωστά αρώματα της αρχαιότητας;
Ίρινον
Το ίρινον παράγονταν από τις ρίζες της ίριδας, αφού
κόβονταν, απλώνονταν στη σκιά και ξεραίνονταν περασμένες σε νήματα. Το ίρινον
ήταν άρωμα εύκολο στην παρασκευή του, με απλά συστατικά και οσμή που
βελτιώνονταν με την πάροδο του χρόνου, καθώς και με την προσθήκη ελαιολάδου ή
αιγυπτιακής βαλάνου. Επρόκειτο για ένα αγαπητό και σχετικά φθηνό άρωμα.
Νάρδον
Παράγονταν από τη ρίζα της ινδικής νάρδου, με λεπτό
άρωμα που άντεχε στο χρόνο. Το καλύτερο νάρδον παράγονταν στην Ταρσό της
Κιλικίας. Αποτελούσε απαραίτητο συστατικό της γυναικείας τουαλέτας, ενώ
χρησιμοποιούνταν και για τον αρωματισμό του κρασιού, αλλά και για την παρασκευή
παστίλιας για ευχάριστη αναπνοή.
Στακτή
Ακριβό και πολυτελές άρωμα, πικρό και δηκτικό, ήταν
εισαγόμενο από την Ανατολή, από το έλαιον του θάμνου της σμύρνας. Ήταν
ιδιαίτερα γνωστό στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, ενώ το όνομά του υποδηλώνει
τον τρόπο παρασκευής του, μέσω του σταξίματος του πολύτιμου υγρού της σμύρνας,
όταν χαράσσονταν ο βλαστός και τα κλαδιά της. Η συγκομιδή της γινόταν στις πιο
ζεστές μέρες του χρόνου και διαρκούσε αρκετό διάστημα. Η σμύρνα
χρησιμοποιούνταν για υγρά αρώματα, αλοιφές, παστίλιες, θυμιάματα και αρωματικά
κρασιά, καθώς και για ως συστατικό διάφορων σύνθετων αρωμάτων ή για τον
εμπλουτισμό φτηνότερων ελαίων.
Βάλσαμο
Το φυτό αυτό ευδοκιμούσε στην Αραβία και τη
Συροπαλαιστίνη και ήταν περιζήτητο για τις θεραπευτικές και τις κοσμητικές του
χρήσεις. Επρόκειτο για μία ακριβή και σπάνια πρώτη ύλη που χρησιμοποιούνταν
μάλιστα και ως συστατικό δηλαδή άλλων αρωμάτων. Καθώς λεγόταν, μία σταγόνα από
το βάλσαμο αρκούσε για να αρωματίσει ολόκληρο δωμάτιο.
Τύλιον έλαιον
Ήταν διάσημο για το γλυκό και απαλό του άρωμα.
Παράγονταν από τη σύνθλιψη σπόρων του φυτού τήλιος ή βούκερας, το γνωστό ως
ελληνόχορτο, που συναντιόνταν σε εδάφη της Αττικής. Οι Αθηναίοι το προτιμούσαν
μάλιστα ιδιαίτερα για καλλωπιστικούς και ιατρικούς σκοπούς, καθώς και για το
φαγητό.
Πηγή:noesis