Ο Καμαριώτης Μαλεβιζίου στο πέρασμα των αιώνων - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Ο Καμαριώτης Μαλεβιζίου στο πέρασμα των αιώνων





Ο Καμαριώτης είναι ένα όμορφο και καταπράσινο χωριό του Μαλεβιζίου, χτισμένο σε υψόμετρο 620 μέτρων.

Οι κάτοικοι του λιγοστοί όμως η αγάπη για τον τόπο τους μεγάλη και αντικατοπτριζόμενη στις προσπάθειες που καταβάλλουν για να τον κρατήσουν ζωντανό και να τον αναδείξουν.

Της Ελένης Βασιλάκη

Το όνομα του το πήρε ο οικισμός, όπως μας λέει ο Στ. Σπανάκης, πιθανόν από το επώνυμο του πρώτου οικιστή του, του Καμαριώτη. 

Περιγράφεται, από τον ίδιο, ως ένα ωραίο μεσαιωνικό χωριό με ιδιαίτερο χαρακτήρα, σε καλή θέση, στα σύνορα των νομών Ρεθύμνου και Ηρακλείου.Μάλιστα γι αυτή του τη θέση υπάρχει και ένα λαϊκό δίστιχο, το οποίο τη συνδέει και με την εκκλησία στολίδι του χωριού : "Άι Γιώργη Καμαριώτη, Κατρινέ και Ρεθεμνιώτη, την καμπάνα σου χτυπούνε κι από τα Χανιά ακούνε". 

Σύμφωνα με τους τοπικούς θρύλους, η καμπάνα αυτή έφερε χρυσό βόλι και όταν ήλθαν οι Τούρκοι την έκρυψαν οι κάτοικοι της περιοχής για να μην την βρουν οι εχθροί. Έλεγαν, στα μετέπειτα χρόνια, πως πιθανότερο σημείο, που χρησιμοποιήθηκε ως κρυψώνα της, ήταν ο βράχος πάνω στον οποίο είναι κτισμένος ο Άγιος Γεώργιος, πράγμα που φυσικά δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.


Ο Καμαριώτης αναφέρεται πρώτη φορά σε έγγραφο του 1396 του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα, ως Camarioti, ενώ το 1577 εμφανίζεται στην επαρχία Μυλοποτάμου από το Barozzi με το ίδιο όνομα.

Ο Καστροφύλακας γράφει το 1583 για το San Zorzi Camarioti, με 237 κατοίκους, ενώ ο Βασιλικάτα, το 1630, αναφέρει πως το χωριό έχει το όνομα Camarioti, το οποίο στην μετέπειτα τουρκική απογραφή, του 1671, γράφεται ως Kamaryoti και έχει 54 χαράτσα.

Σε επόμενες απογραφές εξακολουθεί να αναφέρεται ως χωριό του Μυλοποτάμου ενώ το 1951 εμφανίζεται στην επαρχία Μαλεβιζίου με 352 κατοίκους.

Στις αρχές του 17ου αιώνα ο Καμαριώτης ήταν τιμάριο του Κρητικού Μάρκου Παπαδόπουλου, ιδρυτή της Μονής Αγίας Τριάδας στο Αρέτι Μεραμπέλου.

Στολίδι από το παρελθόν, μέχρι σήμερα, για το χωριό ο ναός του Αγίου Γεωργίου, μια τρίκλιτη εκκλησία του 16ου αιώνα, το βόρειο κλίτος της οποίας είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, το κεντρικό στον Αφέντη Χριστό και το νότιο στον Άγιο Γεώργιο. Σε κοντινή απόσταση και ο κατάγραφος ναός της Παναγίας

Κοντά στον Καμαριώτη βρισκόταν το μετόχι Βαρσαμά, απ όπου οι Τούρκοι πήραν την κόρη του παπά Βοριά, Ευμενία, μαζί με άλλα μικρά παιδιά. Η κοπέλα αυτή έγινε, σύμφωνα με το Σπανάκη, ευνοούμενη του σουλτάνου Μεχμέτ του Δ και έπειτα βασιλομήτωρ, μητέρα δύο σουλτάνων, του Μουσταφά Β και Αχμέτ Γ.

Η Κρήνη στην πλατεία του χωριού, φέρει ενσωματωμένα μέλη που αποκόπηκαν από το ναό του Αγίου Γεωργίου 
Στις συνεχείς επαναστάσεις του 19ου αιώνα η περιοχή του Καμαριώτη έγινε θέατρο πολεμικών γεγονότων. Το Γενάρη του 1867 έλαβε χώρα εκεί μια φονική μάχη μεταξύ των οπλαρχηγών Κόρακα, Πετροπουλάκη, Σκουλά, Νιώτη και άλλων με τον Ρεσίτ Πασά.

 Ανάμεσα σε Καμαριώτη και Αστυράκι οι Τούρκοι τους κύκλωσαν αλλά ο Σφακιανός Παύλος Ντεντιδάκης επιτέθηκε στον εχθρό, από τα νώτα, και τον ανάγκασε να υποχωρήσει άτακτα αφήνοντας μάλιστα πίσω του πολλά λάφυρα, που μοιράστηκαν στους νικητές.

Κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας είναι και η  εντυπωσιακή βρύση που σώζεται στην πλατεία του χωριού, η οποία πλατεία έχει πλακοστρωθεί και έχουν δημιουργηθεί δομές για να φιλοξενούνται οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του δραστήριου Πολιτιστικού Συλλόγου του Καμαριώτη το καλοκαίρι. Για τον ίδιο λόγο έχει ανακαινιστεί και το παλιό σχολείο του χωριού.

Δυτικά του Καμαριώτη αναπτύσσεται σήμερα ένα όμορφο δάσος με  βελανιδιές και χαρουπιές ενώ από τη δυτική έξοδο του χωριού ο δρόμος οδηγεί στην Τρυπητή, με τους πελώριους βράχους με τα περίεργα σχήματα.



Φωτογραφία από τη σελίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Καμαριώτη

Η διήγηση του Spratt

Κάπου στο 1850 ο βρετανός χαρτογράφος Τ. Spratt πέρασε από τον Καμαριώτη και διανυκτέρευσε εκεί καταγράφοντας στο βιβλίο του, με τα ταξίδια και τις έρευνες στην Κρήτη, ένα περιστατικό που αποτυπώνει ανάγλυφα τη ζωή στο χωριό εκείνη την εποχή.

Παραθέτουμε την περιγραφή του Σπράτ: «Οι Γωνιές έχουν τριάντα σπίτια περίπου. Πέρα απ αυτό το χωριό στην είσοδο της κοιλάδας στα βορειοδυτικά μαθαίνουμε ότι βρίσκεται ένα μικρό χωριουδάκι που ονομάζεται Καμιρώτης. Παρεκκλίναμε από το βασιλικό δρόμο όπως ονομάζεται αυτό το ορεινό μονοπάτι, επειδή είναι ο πιο πολυσύχναστος δρόμος ανάμεσα στην Κάντια και το Ρέτιμο ή Ρίθυμνα και φθάσαμε σε ένα τέταρτο της ώρας. 

Επιλέξαμε έναν επίπεδο χώρο σε μια από τις κοντινές αναβαθμίδες για τη σκηνή, τη στήσαμε γρήγορα και ήμασταν ελεύθεροι να απολαύσουμε το σκηνικό γύρω από αυτόν το ρομαντικό μικρό τόπο. 

Βρισκόμασταν τώρα πάνω από τα σχιστολιθικά πετρώματα, στο μέσο των σπασμένων και αποκομμένων ασβεστολιθικών βράχων που βρίσκονται πάνω από αυτά, με στενές καλλιεργήσιμες λωρίδες γης οι οποίες κατεβαίνουν σαν σκαλοπάτια στις εύθρυπτες πλαγιές τους. Σε κάποιες απ΄αυτές, που βρίσκονται κοντά στη σκηνή μας, υπήρχαν καρποφόρα δέντρα που ποτίζονταν με το νερό της πλούσιας πηγής, η οποία πηγάζει πίσω από ένα διπλανό βράχο. Εκεί ακούσαμε ξανά το κοτσύφι να τραγουδά τον εσπερινό του πριν αποσυρθεί για να κουρνιάσει.

Αυτή ήταν η ζωντανή εικόνα ενός ρομαντικού μικρού ορεινού τόπου. Στρέφοντας όμως το βλέμμα στο χωριό και τους κατοίκους του, διαπίστωσα μια θλιβερή αντίθεση. Από τα εικοσιπέντε σπίτια που είχε το χωριό πριν την επανάσταση, τέσσερα άθλια χαμόσπιτα ήταν όλα κι όλα αυτά που κατοικούνταν. 

Σε ένα από αυτά έμενε μια φτωχή γυναίκα, χήρα από τον προηγούμενο Μάιο. Καθώς πλησίαζα, ακουγόταν από το εσωτερικό αυτής της τρώγλης το αξιολύπητο κλάμα ενός φτωχού κοριτσιού,της μοναχοκόρης της. Όπως μου είπαν, υπέφερε εκείνη την ώρα από σοβαρό πυρετό και ρίγος, αρρώστησε ενώ μάζευε στάχυα που είχαν απομείνει στα χωράφια, στον κάμπο της Κάντιας.

Λίγο μετά την άφιξη μου, έφθασαν σ αυτό το χωριουδάκι άλλοι δύο ταξιδιώτες με φράγκικα ρούχα. Φαίνονταν σοβαροί, αν και ο ένας ίππευε ένα εξαντλημένο μουλάρι και ο άλλος ένα γαιδούρι. Αποδείχτηκε, όμως, ότι ήταν ένας πλανόδιος κομπογιαννίτης γιατρός, από τα  Ιόνια νησιά και ο βοηθός του, από τα Χανιά, αλλά και οι δύο κατάγονταν από το Τσέργο. Τώρα ταξίδευαν μαζί, χορηγώντας συμβουλές και φάρμακα στους ορεσίβιους χωρικούς, όπου έβρισκαν άμοιρα και καταταλαιπωρημένα κορόιδα που είχαν τη δυνατότητα να τους πληρώσουν.

Είχαν έλθει εδώ μόνο και μόνο για να διανυκτερεύσουν, καθώς είχαν φτάσει πάρα πολύ αργά και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε ένα χωριό πιο πολυάνθρωπο. Οι άνδρες έλειπαν στις αγροτικές εργασίες και δεν θα επέστρεφαν μέχρι τη νύχτα, γι αυτό τους περίμεναν υπομονετικά κοντά στο σπιτάκι της χήρας. Καμιά γυναίκα, ούτε η χήρα βέβαια, δεν τολμούσε να τους προσφέρει στέγη ενώ έλειπαν οι άνδρες.

Ωστόσο η φτωχή γυναίκα αποφάσισε να μου ζητήσει κάποιο φάρμακο για την άρρωστη κόρη της. Στο άκουσμα αυτής της παράκλησης ο πρακτικός γιατρός τέντωσε το αυτί του και πλησιάσε, αλλά καθώς η φτώχια ήταν τόσο φανερά αποτυπωμένη μέσα και έξω από το σπίτι, σήκωσε τους ώμους και αποχώρησε, χωρίς να αποκαλύψει το σκοπό του και χωρίς να ψιθυρίσει έστω και μια λέξη συμπάθειας. 

Είχα σκεφτεί να του προσφέρω στέγη στη σκηνή μου, αν δεν κατάφερνε να βρει μέρος για ύπνο σε κάποιο σπίτι του μικρού χωριού. Όμως το γεγονός αυτό διέρρηξε τους υποτιθέμενους φιλικούς δεσμούς μας ως συνταξιδιώτες και ανέλαβα να χορηγήσω κάποιο φάρμακο στο φτωχό κορίτσι. Της έδωσα λοιπόν χάπια κινίνου από την παρακαταθήκη μου και σύστησα τσάι αψιθιάς, καθώς διαπίστωσα ότι αυτό το βοτάνι φύτρωνε στους κοντινούς λόφους και το γνώριζαν, αν και δεν ήξεραν τίποτα για τις τονωτικές ιδιότητες του»

(Με πληροφορίες από τα βιβλία Στέργιου Σπανάκη: "Πόλεις και Χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων" και "Τ. Α. Β. SPRATT.Ταξίδια και Έρευνες στην Κρήτη του 1850" σε μετάφραση Μαρίας Ψιλάκη και σχολιασμό Νίκου Ψιλάκη)

 (ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε ιστότοπο, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)


Σελίδες