Είναι απ’ αυτές τις διηγήσεις που δεν ξέρεις που
αρχίζει η αλήθεια και τελειώνει η φαντασία… γιατί σίγουρα η διήγηση μας διαθέτει
και τα δύο. Και πώς να μην τα διαθέτει αφού διαδραματίζεται στα Σφακιά, έναν
τόπο από μόνο του μυθικό, εξωπραγματικά όμορφο και άγριο, με ανθρώπους διαφορετικούς, ατίθασους, που όποιος περιηγητής κι αν πέρασε από κει τους κατέτασσε σε μια ξεχωριστή ράτσα.
Της Ελένης Βασιλάκη
Κάτι λοιπόν από αυτόν τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα των
Σφακιανών είχε πάρει και η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, η Χρυσομαλλούσα.
Η μοναχοκόρη του άρχοντα των Σφακίων Σκορδύλη, που
χε άλλα 9 σερνικά, ονομάζονταν Χρυσή. Με μαλλιά κατάξανθα, σαν χρυσάφι, και
μακριά θάμπωνε με την ομορφιά της, στην ηλικία των 16 ετών, όποιον την
αντίκριζε.
Το εκκλησάκι της Οσίας Μαρίας |
Έχουμε μεταφερθεί στην περίοδο που οι Ενετοί έχουν
κατακτήσει την Κρήτη και στη Χώρα των Σφακίων, κοντά στην ακτή, έχουν βρει έναν
ερειπωμένο βυζαντινό πύργο, τον έχουν αναστυλώσει κι από εκεί ασκούν διοίκηση
και έλεγχο σ’ όλη τη γύρω περιοχή.
Από τις μεγάλες βυζαντινές οικογένειες που είχαν
έλθει στην Κρήτη, όταν το νησί απελευθερώθηκε από τους Άραβες από το Νικηφόρο Φωκά, στα Σφακιά
βρίσκουμε μέλη της οικογένειας Σκορδύλη. Οι απόγονοι των Βυζαντινών ως γνωστόν
βρίσκονταν σχεδόν πίσω από κάθε επανάσταση των Κρητικών ενάντια στους Ενετούς
κατακτητές.
Το 1319 είχαμε επανάσταση και στα Σφακιά από την
οικογένεια Σκορδύλη με τη συνδρομή των ντόπιων κατοίκων. Αυτή ακριβώς την
περίοδο φαίνεται να «γεννήθηκε» και ο θρύλος της Χρυσομαλλούσας.
Η 16χρονη τότε κόρη του άρχοντα Σκορδύλη είχε πάει
με τις υπηρέτριες της βόλτα ως τη βρύση , στο Μεσοχώρι, όπου και συνάντησε
τυχαία τον Ενετό φρούραρχο. Εκείνος έμεινε άφωνος με την ομορφιά της και χωρίς
να το πολυσκεφτεί την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.
Η Χρυσή δεν του χαρίστηκε και με όση δύναμη έκρυβε
το εφηβικό της χέρι γύρισε και τον χαστούκισε. Τότε εκείνος άρπαξε το μαχαίρι
του και με μια κίνηση έκοψε τις κατάξανθες πλεξούδες της, τις οποίες πήρε μαζί
του στον πύργο.
Η Χρυσομαλλούσα επέστρεψε κλαίγοντας στο σπίτι και
διηγήθηκε στον πατέρα της τι είχε συμβεί. Ο Σκορδύλης έγινε θηρίο για την
προσβολή προς το παιδί και την οικογένεια του και αμέσως πήρε τους άντρες του
και πήγε στο βενετσιάνικο κάστρο όπου έσφαξε τον φρούραρχο και αρκετά από τα
μέλη της φρουράς του.
Όταν τα κακά νέα έφτασαν στο Δούκα της Κρήτης τα
αίματα άναψαν για τα καλά αφού έστειλε ολόκληρο στρατό στα Σφακιά να συλλάβει την
οικογένεια Σκορδύλη.
Όπως ήταν φυσικό αμέσως μετά το αιματηρό επεισόδιο η
Χρυσή, ο πατέρας και τα αδέλφια της έφυγαν από το σπιτικό τους και πήγαν να
κρυφτούν στο φαράγγι της Σαμαριάς, που πάντα ήταν το καταφύγιο κάθε κυνηγημένου
αλλά και των επαναστατών.
Τμήμα της οχύρωσης στη Χώρα της Σαμαριάς |
Οι καλομαθημένοι Ενετοί δύσκολα μπορούσαν να
εντοπίσουν τους φυγάδες στα κακοτράχαλα σημεία που κρύβονταν, έχοντας και τη
βοήθεια των Σφακιανών που τους εφοδίαζαν με τρόφιμα.
Τα βράδια αλλά και όταν
ξεσπούσαν καταιγίδες ή έπεφτε χιόνι, σαν αγρίμια οι Σφακιανοί ξετρύπωναν στο
φαράγγι μέσα από τα παραφάραγγα Μιτατούλι, Σιδερόπουλο και Καλοκάμπο κι έτσι οι
φυγάδες πάντα είχαν φαγητό αλλά και εφόδια για να μπορέσουν να αντέξουν και να
αμυνθούν.
Η Χρυσή, λέει ο θρύλος, πως έφερε βαρέως όλο αυτό
που είχε συμβεί εξαιτίας της και το μόνο που έκανε ήταν να υφαίνει, με τα υφαντά
της να φέρουν πολεμικές σκηνές από τα κατορθώματα του αδελφού της αλλά και του
νεαρού άντρα με τον οποίο αρραβωνιάστηκε του Παύλου ή Πώλου Ψαρομήλιγκου, ο οποίος τους
ακολούθησε στο φευγιό τους.
Έτσι πέρασε ο καιρός και κάποια στιγμή, άγνωστο πως,
σταμάτησε το κυνηγητό και η οικογένεια της μπορούσε πια να επιστρέψει στο σπίτι της.
Η Χρυσή όμως δεν ήθελε ν' ακούσει για
επιστροφή εκεί όπου ζούσε πριν. Φοβόταν πως κάτι ανάλογο μπορούσε να
επαναληφθεί γι αυτό και επέλεξε να γίνει καλόγρια και να μείνει στη Σαμαριά.
Λέγεται μάλιστα πως γι αυτό το λόγο χτίστηκε εκεί το
εκκλησάκι της Οσίας Μαρίας. Τα αδέλφια της μη αντέχοντας να τη βλέπουν
στεναχωρημένη της έφτιαξαν ένα ολόχρυσο αργαλειό για να υφαίνει, πράγμα που της
άρεσε πάρα πολύ.
Όμως η Χρυσομαλλούσα σιγά σιγά αφέθηκε, άρχισε να
φορά μαύρο μαντήλι για να μην φαίνονται τα μαλλιά της ενώ λένε πως για να χαθεί το ξανθό χρώμα τους τα έβαφε κιόλας με φυτικά
παρασκευάσματα. Παράλληλα άλειφε το πρόσωπο της με αλεύρι.
Τελικά πέθανε από ασιτία και στεναχώρια και τάφηκε
δίπλα στο εκκλησάκι, μαζί με τον χρυσό αργαλειό και τα κοσμήματα της.
Το σημείο εκείνο ονομάστηκε «Της Χρυσής το Μνήμα».
Σε κοντινή απόσταση υπήρχε μια ασφεντηλιά όπου ο αρραβωνιαστικός της πήγαινε και
θρηνούσε για το θάνατο της μέχρι που κι εκείνος έφυγε από τη ζωή, με το δέντρο
να παίρνει το όνομα «Του Πώλου η ασφεντηλιά».
Και μέχρι εδώ θα μπορούσε να πει κανείς πως όλα αυτά
είναι θρύλος και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Όμως αφότου το
φαράγγι της Σαμαριάς έγινε Εθνικός Δρυμός και προχώρησαν έργα από τη Δασική
Υπηρεσία για την προστασία του είχαμε και μια ανασκαφή στο ναό της Οσίας Μαρίας.
Εκεί βρέθηκε, εντός του ναού, ένας τάφος με τέσσερις ταφές κι ένας ακόμα έξω από
την εκκλησία. Σε αυτόν τον τελευταίο τάφο ανεβρέθηκαν τα οστά γυναίκας της οποίας
το κεφάλι διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση. Κι όχι μόνο το κρανίο αλλά και
τα καφετί μαλλιά της, τα οποία ήταν κομμένα και γυρισμένα στο πλάι.
Ο Αντώνης Πλυμάκης, που έγραψε την ιστορία της Χρυσομαλλούσας
στο περιοδικό Κρητικό Πανόραμα, αναφέρει
με βεβαιότητα πως αυτή η γυναίκα ήταν η Χρυσομαλλούσα επειδή οι Σφακιανές δεν
έκοβαν ποτέ τα μαλλιά τους , πολύ περισσότερο μια γυναίκα που ζούσε στην
απομόνωση της Σαμαριάς, ενώ το ότι οι τρίχες που βρέθηκαν στο κρανίο διατηρούνταν
σε τόσο καλή κατάσταση επιβεβαιώνουν πως είχαν βαφεί με φυτικά εκχυλίσματα.
Βέβαια δεν βρέθηκαν ούτε κοσμήματα ούτε χρυσός
αργαλειός, αν και κανείς δεν ξέρει μήπως προγενέστερα ο τάφος είχε ανοιχθεί και
είχαν αφαιρεθεί. Πάντως στο εσωτερικό του υπήρχε μια χάντρα της οποία σήμερα η
τύχη αγνοείται, όπως και των οστών της Χρυσομαλλούσας.
Ο νεαρός τότε ιερέας Διομήδης Τζάτζιμος τα
τοποθέτησε σε ξύλινο κουτί και τα μετέφερε στο ιερό του ναού του Χριστού, στον
οικισμό της Σαμαριάς, από εκεί όμως μυστηριωδώς χάθηκαν και μαζί τους κάθε
πιθανότητα να εξεταστούν και να μας δώσουν απαντήσεις για το άτομο στο οποίο
ανήκαν.
Πάνω από τον οικισμό της Σαμαριάς και το ναό της Οσίας
Μαρίας βρίσκεται ένα σπηλιάρι που λέγεται «τση καλογρές ο σπήλιος» και η
τοποθεσία παραδίπλα «τση καλογρές το αρμί». Εκεί εικάζεται πως ίσως προσεύχονταν
και μόναζε η Χρυσομαλλούσα.
Όσο για τον τόπο όπου έζησε προσωρινά η οικογένεια της
όταν κυνηγήθηκε από τους Ενετούς ο Αντώνης Πλυμάκης αναφέρει πως κατεβαίνοντας
από τον Άι Νικόλα, λίγο πριν τα σκαλιά της τελευταίας στροφής, αφήνοντας το
κεντρικό μονοπάτι και σκαρφαλώνοντας νοτιοδυτικά, ανάμεσα στα τεράστια πεύκα
και μετά από μια ώρα δρόμο, βλέπεις ένα χαμηλό και μικρού μήκους τείχος από πελεκητές
πέτρες και πιο πάνω δυο μεγάλα συνεχόμενα δωμάτια και ψηλότερα άλλο ένα. Στο
σημείο υπάρχει και λαξευμένο στη γη πηγάδι αλλά κι ένα μεγάλο δωμάτιο με
κονίαμα στους τοίχους καθώς και βιγλίστρες για εποπτεία. Στο πλάι ανοίγονται τα
φοβερά γκρεμά του Σιδερόπουλου ενώ πιο μέσα ένα χαμηλό σπήλαιο όπου στα δύσκολα
έβρισκαν καταφύγιο οι κάτοικοι της Σαμαριάς.
Τούτος ο τόπος λέγεται Χώρα της Σαμαριάς και δεν
αποκλείεται να ήταν η περιοχή καταφυγής των Σκορδύληδων.
Εδώ μπορείτε ν' ακούσετε το τραγούδι που γράφτηκε για τη Χρυσομαλλούσα
Εδώ μπορείτε ν' ακούσετε το τραγούδι που γράφτηκε για τη Χρυσομαλλούσα
(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε ιστότοπο, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)
(Οι πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν στο δημοσίευμα αντλήθηκαν από το τεύχος 2 του Κρητικού Πανοράματος και τηλεφωνική επαφή με τον συντάκτη του σχετικού κειμένου Αντώνη Πλυμάκη)