Της Ελένης Βασιλάκη
Πρόκειται για μια σημαντική καταγραφή για τον κρητικό
αμπελώνα και τις ποικιλίες του με όλα εκείνα τα στοιχεία πληρότητας που
διακρίνουν το μέχρι σήμερα έργο και πορεία των δύο συγγραφέων του. Ένα οδοιπορικό "μεθυστικό" σε ποικιλίες ξεχασμένες, σε αμπελώνες ζωντανούς, ένα οδοιπορικό ταξιδιάρικο, αφού "βουτά" βαθιά πίσω στο παρελθόν και αναδύεται στο σήμερα.
Θεωρία και πράξη συνταιριάζονται αρμονικά σ' αυτό το
συγγραφικό πόνημα το οποίο αφορά ένα κλάδο που περισσότερο από κάθε άλλο έχει
ανάγκη την επιστημονική τεκμηρίωση και καταγραφή.
Κι ενώ τα κρητικά κρασιά κερδίζουν χρόνο με το χρόνο
περισσότερες διακρίσεις η διεθνής βιβλιογραφία δεν είχε μέχρι τώρα να επιδείξει
μια τόσο συστηματική παρουσίαση των κρητικών ποικιλιών αμπελιού, κενό το οποίο
κάλυψαν οι Μανόλης και η Μαριτίνα Σταυρακάκη μέσα από το βιβλίο τους.
Ξεκινώντας οι
δύο συγγραφείς μας δίνουν ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για τη διαδρομή του
Κρητικού Αμπελώνα, την καταγωγή των ποικιλιών που απαντώνται στην Κρήτη, την ονοματολογία
των κρητικών ποικιλιών, αλλά και τις εκτάσεις, επιτραπέζιων και οινοποιήσιμων, που καλλιεργούνται
στο νησί.
Ποικιλία Αχλάδι, πολύ παλιά με την ονομασία της να οφείλεται στο χρώμα του σταφυλιού που παραπέμπει σε κοκκινάπιδο |
Στην εισαγωγή βλέπουμε μεταξύ άλλων και μια
σημαντική αναφορά στις ποικιλίες που είχαν καταγραφεί το 1823 από το Sieber και
το 1969 από τη Φραγκάκη.
Η αμπελοκομική τέχνη, όπως περνά μέσα από τις
υποστυλώσεις, που γνωρίσαμε αρχικά στις κρεβατίνες, και στη συνέχεια στα
λεγόμενα γραμμικά, ξεδιπλώνεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Παράλληλα γίνεται αναφορά στο πρόβλημα που δημιούργησε η φυλλοξήρα στα αμπέλια του νησιού και στο πως σταδιακά φθάσαμε στην εισαγωγή ξενικών ποικιλιών με τις ανάλογες τεχνικές καλλιέργειας, χωρίς να παραγκωνίζεται ο παράγοντας της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών του σ' αυτόν τον ευαίσθητο τομέα.
Το σημαντικότερο ωστόσο τμήμα του βιβλίου είναι αφιερωμένο
σε αυτές καθ' αυτές τις ποικιλίες που βρίσκουμε στο νησί, τουλάχιστον από τον 11ο
αιώνα μ.Χ, ανεξάρτητα από το που προήλθαν, αρκεί να έχουν συστηματική
καλλιέργεια αιώνων στον τόπο μας.
Έτσι παρατίθενται αναλυτικά στοιχεία για ποικιλίες όπως
το Αχλάδι, το Ακίκι, το Ακομινάτο, το Αθήρι, το μαύρο Αθήρι, το Μπεγλερί- μια
πολύ παλιά ποικιλία λευκού σταφυλιού-, το Δαφνάτο, το Δαφνί, το Δερματά, το
Διμηνίτη, το Εφτάκοιλο, τη Γαιδουριά, τη Γέμηρα, το Κατσανό, το Κοτσιφάλι, το
Λαδικινό, το Λαγόρθι, το Λιάτικο, το ψιλόρογο Λιάτικο, το Μαντηλάτι, το
Μελισσάκι, το Μοσχάτο Σπίνας/Μάζας, το Μυγδάλι, το Πετραχλάδι, το Πλατάνι, το
Πλυτό, το Ρωμέικο, το Συρίκι, τον Ταχτά, την πολύ παλιά ποικιλία Θράψα, το
Θραψαθήρι, την Τσαρδάνα, την ποικιλία Τσιλορές, το Βαλαΐτη,
το Βιδιανό, τη Βιλάνα και το Βοϊδομάτη. Από την καταγραφή δεν θα μπορούσαν να
λείψουν οι εμβληματικές για την οικονομία της Κρήτης ποικιλίες Σουλτανίνα και Ραζακί.
Ιστορικά στοιχεία, προέλευση, καλλιέργεια, ποιοτικά
χαρακτηριστικά και πλούσιο φωτογραφικό υλικό παρατίθενται για όλες αυτές τις
ποικιλίες ενώ στο τέλος του βιβλίου γίνεται ξεχωριστή αναφορά στον περίφημο
Κρητικό Μαλβαζία, τον οίνο που επί τουλάχιστον τέσσερις αιώνες κυριάρχησε στο
εμπόριο οίνου και που ακόμα και σήμερα αποτελεί αντικείμενο μελέτης και
διαφωνιών μεταξύ των ειδικών στον τομέα του αμπελιού και του κρασιού.
Ποικιλία Δερματά, καλλιεργούνταν πολύ παλιά μόνο στην Κρήτη |
Ποικιλία Ακομινάτο, κι αυτή πολύ παλιά με το σταφύλι να έχει χρήση και ως επιτραπέζιο και για κρασί . Το όνομα του ίσως συνδέεται με την βυζαντινή οικογένεια των Κομνηνών |
Διαβάζοντας το βιβλίο «The Cretan Grapes», με όλο αυτόν τον πλούτο
πληροφοριών που το συνθέτουν, τείνει πάντως να πιστέψει κανείς την, κατά Μανόλη
Σταυρακάκη, εκδοχή του μύθου του Θησέα και της Αριάδνης , πως δηλαδή ο Θησέας
ερχόμενος στην Κρήτη εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τον Κρητικό αμπελώνα και τα
κρασιά του νησιού που φεύγοντας το πολυτιμότερο πράγμα που πήρε μαζί του δεν
ήταν η Αριάδνη αλλά κλίματα αμπελιών, μέσω των οποίων επεκτάθηκαν οι κρητικές
ποικιλίες σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη Μεσόγειο