Ανάμεσα σε ψηλά δέντρα αγκαλιάζει το σημείο όπου, τους χειμερινούς μήνες, κελαρύζει το νερό του ποταμού, έχοντας μοναδική συντροφιά το παρακείμενο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Η Ελληνική Καμάρα βρίσκεται ανατολικά των Βρυσών, στον ανισόπεδο κόμβο της ΕΟ με την παρακαμπτήριο.
Είναι μια μονότοξη γέφυρα που χτίστηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους κι έχει υποστεί βενετσιάνικες και τούρκικες προσθήκες.
Η Καμάρα ήταν αρχικά κτισμένη με δόμους, δηλαδή ογκόλιθους, χωρίς συνδετική λάσπη, όμως
μετά την κατακρήμνιση της, ξαναχτίστηκε με συνδετική ύλη το ασβεστοκονίαμα. Ένα παλιό λατομείο, από το οποίο πιθανόν να προέρχονται οι ογκόλιθοι που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της, βρίσκεται δυτικά της γέφυρας.
Γεφυρώνει τον ποταμό Μπούτακα (ο ποταμός όπου μπορεί κανείς να μπεί και να βουτήξε, από το εν-βαίνω-εμπαίνω-μπαίνω ) και έχει άνοιγμα τόξου 11,10 μέτρων και πλάτος
καταστρώματος 3 μέτρων.
Η γέφυρα αυτή θεωρείται από τις παλιότερες της Κρήτης και αποστολή της ήταν η ζεύξη της βόρειας αρτηρίας της Κρήτης, γνωστή μετέπειτα, επί Ενετοκρατίας, ως βασιλική στράτα (1645 - 1669 μ.Χ.).
Βρίσκεται σε μια περιοχή όπου υπάρχουν οι στοές του
λιγνιτωρυχείου, το οποίο λειτούργησε ως το 1960, ενώ εκεί μπορεί να δει κανείς
και πληθώρα Μινωικών και Ρωμαικών καταλοίπων. Κοντά στις Βρύσες άλλωστε υπήρχαν η αρχαία πολη Αμφίμαλον και ο αρχαίος οικισμός Φίλιππος.
Κατά ένα θρύλο το κλειδί της Καμάρας είχε τοποθετήσει ένας άντρας, ο Έλληνας Μάρκος, γι αυτό και ονομάστηκε
Ελληνική. Άλλοι βέβαια θεωρούν πως το όνομα της το πήρε από την ελληνιστική
περίοδο κατασκευής της.
Παλιότερα, όταν στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η
γέφυρα υπήρχε ένας μεγάλος κόλυμπος, ένας θρύλος ανέφερε πως το βράδυ της πρωτοχρονιάς,
άνοιγαν τα νερά κι έβγαιναν νεράιδες από υπόγεια κρυστάλλινα παλάτια.
Ένας άλλος θρύλος, που συνδέεται με αυτό το σημείο,
αν και ακούγεται και για άλλες περιοχές της Κρήτης και της Ελλάδα, μας λέει πως εκεί υπήρχε η χρυσή γουρούνα με
τα δώδεκα χρυσά γουρουνάκια .
Από παλιά μας έρχεται και ο θρύλος της "Λιθωμένης Αρκούδας" στον παρακείμενο ναό του Αγίου Αντωνίου.
Για την Ελληνική Καμάρα υπάρχει τραγούδι, το οποίο
διέσωσε ο Δέφνερ το 1918 από το Μπρόσνερο, ενώ ένα ακόμα διασώθηκε από τον Παπαγρηγοράκη, και βρίσκεται στη συλλογή του "Πέρα στη μπάντα τω Χανιώ".
Είναι εκπληκτικό το ότι ένα τραγούδι για την Ελληνική Καμάρα διασώθηκε και στο χωριό Χαμιντιέ της Συρίας, από την
τουρκοκρητικιά Γιασεμώ Μαρκάκη με τίτλο: "Στην πέρα μπάντα τω Χανιώ, στην πόδε του
Ρεθύμνους".
Οι στίχοι του τραγουδιού που βλέπετε παρακάτω, για την καμάρα, είναι ανάλογοι εκείνων που αφορούσαν στο γιοφύρι της Άρτας οι οποίοι και ήθελαν τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα για να μπορέσει να αντέξει η γέφυρα και να μην γκρεμιστεί.
"Κάτω στο μαύρον ποταμό καμάρα θεμελιώνουν,
καμάρα θε να χτίσουνε μην πνίγουντ’ οι διαβάτες.
Κι έναν πουλάκι κελαηδεί, φωνιάζει. Δε σωπαίνει:
"Επά καμάρα μη σταθεί, καμάρα μη στεριώσει,
όξω να χτίσουν άθρωπο στον πόδα τση καμάρας.
Μήτε στραβό μήτε κουτσό μήτε και δρομολάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα".
"Άκουσε, πρωτομάστορα, τι το πουλί σου λέει".
Παίρνει τον παραπόνεση στο σπίτι του και πάει,
ρωτά τον η γυναίκα του, η γι όμορφη σγουρήν του:
"Είντά χεις, πρωτομάστορα, και κάθεσαι και κλαίεις;".
"Το δαχτυλίδι μου ‘πεσε στον πόδα τση καμάρας".
"Σώπασε, πρωτομάστορα, μα ‘γω θα σου το βγάλω".
Βάνει αρχή στολίζεται απ’ το ταχύ ως το βράδυ
κι απού το βράδ’ ως το ταχύ, ως τ’ άλλο μεσημέρι.
Βάνει τον ήλιο κούτελο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι,
την άμμο την αμέτρητη βάνει μαργαριτάρια,
τα χοχλαδάκια του γιαλού τσικίνια στον λεμόν τση.
Και παίρνουν την οι βάγιες τση κι εις την καμάρα φτάνει.
"Καλώς τα κάνετ’, άρχοντες, και εσείς ούλ’ οι μαστόροι".
"Καλώς τηνε τη ρήγισσα, την πενταπλουμισμένη".
Και ψηλαναμπουκώνεται, μπαίνει εις την καμάρα.
Ο γείς τση χτύπα με πηλό κι άλλος με το χαλίκι,
κι ο σκύλος πρωτομάστορας με το βαρύ μυστρίν του.
"Αφήστε με να σας επώ δυο λόγια η καημένη:
Τρεις αδερφάδες ήμεστα, κι οι τρεις κακογραμμένες"
Οι στίχοι του τραγουδιού που βλέπετε παρακάτω, για την καμάρα, είναι ανάλογοι εκείνων που αφορούσαν στο γιοφύρι της Άρτας οι οποίοι και ήθελαν τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα για να μπορέσει να αντέξει η γέφυρα και να μην γκρεμιστεί.
"Κάτω στο μαύρον ποταμό καμάρα θεμελιώνουν,
καμάρα θε να χτίσουνε μην πνίγουντ’ οι διαβάτες.
Κι έναν πουλάκι κελαηδεί, φωνιάζει. Δε σωπαίνει:
"Επά καμάρα μη σταθεί, καμάρα μη στεριώσει,
όξω να χτίσουν άθρωπο στον πόδα τση καμάρας.
Μήτε στραβό μήτε κουτσό μήτε και δρομολάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα".
"Άκουσε, πρωτομάστορα, τι το πουλί σου λέει".
Παίρνει τον παραπόνεση στο σπίτι του και πάει,
ρωτά τον η γυναίκα του, η γι όμορφη σγουρήν του:
"Είντά χεις, πρωτομάστορα, και κάθεσαι και κλαίεις;".
"Το δαχτυλίδι μου ‘πεσε στον πόδα τση καμάρας".
"Σώπασε, πρωτομάστορα, μα ‘γω θα σου το βγάλω".
Βάνει αρχή στολίζεται απ’ το ταχύ ως το βράδυ
κι απού το βράδ’ ως το ταχύ, ως τ’ άλλο μεσημέρι.
Βάνει τον ήλιο κούτελο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι,
την άμμο την αμέτρητη βάνει μαργαριτάρια,
τα χοχλαδάκια του γιαλού τσικίνια στον λεμόν τση.
Και παίρνουν την οι βάγιες τση κι εις την καμάρα φτάνει.
"Καλώς τα κάνετ’, άρχοντες, και εσείς ούλ’ οι μαστόροι".
"Καλώς τηνε τη ρήγισσα, την πενταπλουμισμένη".
Και ψηλαναμπουκώνεται, μπαίνει εις την καμάρα.
Ο γείς τση χτύπα με πηλό κι άλλος με το χαλίκι,
κι ο σκύλος πρωτομάστορας με το βαρύ μυστρίν του.
"Αφήστε με να σας επώ δυο λόγια η καημένη:
Τρεις αδερφάδες ήμεστα, κι οι τρεις κακογραμμένες"
Από την Ελληνική Καμάρα ξεκινά μονοπάτι σ' ένα καταπράσινο τοπίο που τελειώνει στην πλατεία των Βρυσών |