Με πόσο ωραίες ιστορίες έχουμε μεγαλώσει όλοι όσοι είχαμε την τύχη να γεννηθούμε σε χωριά ή να περάσουμε μεγάλος μέρος των παιδικών μας χρόνων σε χωριά της Κρήτης ή ακόμα να έχουμε γιαγιάδες και παππούδες που πέρασαν τη ζωή τους κοντά στη φύση, κι όχι σε μεγαλουπόλεις, δε λέγεται.
Ο Σταύρος Τζανής, με καταγωγή από τον Καμαριώτη Μαλεβιζίου, έκανε κάτι πολύ όμορφο. Θυμήθηκε, με αφορμή μια κουβέντα που είχε με τη δραστήρια συγχωριανή του Ασπασία Βεληβασάκη, τις ιστορίες που του έκανε η γιαγιά του, Αναστασία, γι' αντάρτες , θεριά κι άθωρα θαμαστά πράματα αλλά και για μια τοποθεσία στην καρδιά του δάσους, όπου έβρισκαν λημέρι οι αντάρτες και την ονόμαζαν «Δρακοφωλιά» .
Με υλικό όλες αυτές τις θύμισες έφτιαξε τις ιστορίες, που άκουγε ως παιδί για τη Δρακοφωλιά, σε έμμετρο λόγο και σε κρητική διάλεκτο. Απ αυτές φυσικά δεν έλειπε ο Άη Γιώργης, ο προστάτης του Καμαριώτη με τον υπέροχο ναό του.
"Οψές καθώς πορπάτουνα στο δάσος του χωριού μου ,
γιάγυρ' η σκέψη στση γιαγιάς τα λόγια τα παλιά,
για έναν τόπο ανέγνωρο , των ανταρτώ λημέρι
απού παρανομιάζανε τότες "Δρακοφωλιά".
Θυμούμαι απου μου ‘λεγε αναμεσώς στα δέντρη,
πως τα χαράκια είχανε σαγμένη μια σπηλιά
κι'είχαν’απ'όξω πλοκαμοί πολλώ λογιώ στιβιάξει
κι απάνω ντως φωλεύγανε του δάσους τα πουλιά.
Μου λεγε πως τα πλια παλιά κι αγριγιεμένα χρόνια ,
τούτον τον τόπο είχε βρει θεριό για κοιμηθιά
κι είχε φτερούγες σαν σπαθιά και φλόγες εσκορπούσε
και με θανάτου έμοιαζεν η όψη ντου θωριά.
Επέτα 'π'του Σαρακηνού τα ριζιμιά χαράκια
κι εκάθουντο στ'Αλίσφακα την στρογγυλή κορφή
και τα φτερά ντου σκίζανε του γιουρανού τσι φλέγες
κι έκανε ματοβούρωτο το χώμα η βροχή.
Κι'έτσι ως ‘βάνα οι θύμησες φωθιά στου νου τα μέρη
και τση γιαγιάς οι στόρησες επέφτα ωσάν βροχή ,
ξεχύθηκα ωσάν τρεζός στα ρίζιμιά χαράκια
κι ελύσσαξα ώστε να βρώ του δράκου τη δοχή.
Μια μέρα μου 'πε τ'Απριλιού πως τούτο το θερίο,
εστέθηκε ποπανωθιό απο την περβολιά,
γιατί 'θελε τη δίψα ντου εις του χωριού τη βρύση
να ξετελειώσει πρίχου πάει να θέσει στη φωλιά.
Τότες ομπρός του επάντηξεν γλυκό κορασιδάκι
που 'χενε όψη λαμπυρή , γλυκειά κι ερωντική
κι'ήτονε ωριοπλέξουδο , ροδοπεριχυμένο
κι έδιδ'η κάθε ντου μαθιά , μια λάμψη αγγελική.
Τρόμος την κόρη ετύλιξε τον δράκοντα σαν είδε ,
μια ζαλισμάρα ένιωσε και ρίγος στην ψυχή
και το λαΐνι τση πεσε απ'τα χιονάτα χέρια
κι ευτύς απο τα χείλη τζη επόρισεν ευκή.
« Σώσε με Αϊ-Γιώργη μου π' του δράκοντα τα χέρια
και τασιμάρισσα ευτύς στη χάρη σου γενώ ,
πριχού με πάρει στση φωλιάς τα σκοτεινά λημέρια ,
σκλάβα ντου και το σπίτι μας ποδώσει αρφανό. »
Κι ως σίμωνε ο δράκοντας μ'άσκι κοντά στην κόρη
κι ερέγουντο τα κάλλη τζη ζιμιό να τα γευτεί ,
σαν αστραπή με το φαρί εφάνη καβαλάρης ,
ο Άϊ Γιώργης και σπαθί στα χέρια ντου κρατεί.
Εχύθηκε στο δράκοντα κι εκείνος τρομαγμένος
εις τση φωλιάς επέταξε τον τόπο να χωστεί ,
μα ο καβαλάρης γλήγορος στο γαλανό φαρί ντου ,
με τση ευκής τον έδεσε ντελόγο τη κλωστή.
Με μια σπαθιάν,ακρόκαλλη, βαρισμαθιά τ'ανοίγει ,
σειέται η πλάση , σκίζουνται χαράκια ριζιμιά
κι ο δράκος από τ’αργυρό σπαθί του καβαλάρη
βράχος στη μέση επόδωκε του δάσους μονομιά.
Έτσα λογιώς ξετέλειωνε τούτη την ιστορία ,
η Αναστασία του καλού κυρού μου η γιαγιά
και μου λεγε « Σταύρο σαφή να κάνεις το σταυρό σου,
τ'αΐ Γιωργιού στο γκόκαλλο ναν έχεις τη βλογιά»
Τα χρόνια επεράσανε κι εμίσεψε η Στασία ,
μαζί κι οι ιστορίες τση για τη δρακοφωλιά
κι εγώ το δάσος γύρεψα ωσάν το λυσσασμένο
και μοιάζει πως ξετρύπωξα του δράκου τη σπηλιά.
Στου Καμαριώτη τη δοχή , ανάμεσως στα δέντρη ,
δράκος κοιμάται πέτρινος στη πρινοκοιμηθιά
μα ‘γω γυρεύγω ακόμ'αυτό το γαλανο κοράσο
απ'τα χιονάτα χέρια ντου να σβήσω τη φωθιά"