Μια από τις σπουδαιότερες μορφές που έχει αναδείξει
η Κρήτη σε πνευματικό και εκκλησιαστικό επίπεδο ήταν ο Ιλαρίων Σιναϊτης ο Κρης.
Με καταγωγή από την Αρμάχα Πεδιάδος, λέγεται πως το
επώνυμο του ήταν Καμπαναράκης, βρίσκεται πίσω από ένα τεράστιο έργο που δυστυχώς
λίγοι είναι εκείνοι που το γνωρίζουν. Σίγουρα ωστόσο το ξέρουν, είναι υπερήφανοι γι αυτό και τιμούν το πρόσωπο του στο χωριό καταγωγής του, όπου μάλιστα έχει κατασκευαστεί
μνημείο προς τιμήν του στον αύλειο χώρο ανάμεσα στο ναό του Αγίου Χαραλάμπους
και το παλιό δημοτικό σχολείο.
Της Ελένης Βασιλάκη
Όμως αυτό δε φτάνει, πρέπει τέτοιες προσωπικότητες που έχουν κάνει πραγματικά υπερήφανη την Κρήτη με το πνευματικό, το κοινωνικό έργο τους, με τη δράση τους γενικότερα, να τους γνωρίζει κάθε Κρητικός και να τους έχει ως πρότυπο αφού τέτοια είναι τα πρότυπα που χρειάζεται ένας τόπος για να πάει μπροστά και να προκόψει.
Της Ελένης Βασιλάκη
Όμως αυτό δε φτάνει, πρέπει τέτοιες προσωπικότητες που έχουν κάνει πραγματικά υπερήφανη την Κρήτη με το πνευματικό, το κοινωνικό έργο τους, με τη δράση τους γενικότερα, να τους γνωρίζει κάθε Κρητικός και να τους έχει ως πρότυπο αφού τέτοια είναι τα πρότυπα που χρειάζεται ένας τόπος για να πάει μπροστά και να προκόψει.
Εξάλλου, όπως είχε επισημάνει στην ομιλία του, κατά την τελετή
αποκαλυπτηρίων του μνημείου, ο φιλόλογος Γεώργιος Καμπαναράκης, ο Ιλαρίων Σιναϊτης ο Κρης ήταν ένας άνθρωπος
τόσο περήφανος για την κρητική καταγωγή του, ώστε από την πρώτη υπογραφή
κειμένων του στο Σινά μέχρι την τελευταία του , ως μητροπολίτης Τορνόβου Βουλγαρίας,
ο τίτλος ήταν πάντα ο ίδιος: Ιλαρίων Σιναϊτης ο Κρης.
Ποιος ήταν όμως ο Ιλαρίων Σιναϊτης και σε τι ξεχώρισε;
Γεννήθηκε κάπου στο 1765 στην Αρμάχα και το 1784 τον
βρίσκει στη Μονή Σινά όπου αντιγράφει και στο τέλος υπογράφει κώδικα με
επιστολές και λόγους του Γρηγορίου Θεολόγου και του Μεγάλου Βασιλείου.
Εκεί φέρεται να τον έχει στείλει η Μονή της Αγίας
Αικατερίνης, που τότε λειτουργούσε στο Ηράκλειο και διατηρούσε στενές σχέσεις με
το Σινά.
Λόγω της μόρφωσης του, στη συνέχεια, μεταβαίνει στο
νησί της Ίου όπου εργάζεται ως δάσκαλος, με την ιδιότητα πάντα του μοναχού.
Με περηφάνια ο εφημέριος της Αρμάχας, Μανώλης Ψυλλάκης, μας έδειξε το μνημείο που στήθηκε στο χωριό για το άξιο τέκνο του |
Ανήσυχος πνευματικά το 1792 συνεχίζει τις σπουδές του στην Πατμιάδα Σχολή.Εκεί διακρίνεται και για τις επιδόσεις του στα
γράμματα αλλά και για το ήθος του και γι αυτό προτάθηκε να υπηρετήσει ως οικοδιδάσκαλος στη φαναριώτικη
οικογένεια του Δραγομάνου του στόλου, Κωνσταντίνου Χαντζερή, πράγμα που του
ανοίγει δρόμους για την περαιτέρω εξέλιξη του.
Ένα χρόνο αργότερα, μεταβαίνει ως
απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Βουκουρέστι. Εκεί θα γνωρίσει
και θα συνδεθεί με τους λόγιους της Βλαχίας και τον Νεόφυτο Δούκα, ο οποίος στα
προλεγόμενα της έκδοσής του Αρριανού, του αφιερώνει επιστολή στην οποία τονίζει
και επαινεί το ρόλο του για την ίδρυση σχολείων, την έκδοση βιβλίων και τη
βοήθεια που προσέφερε σε όσους είχαν ανάγκη.
Το 1804 εκλέχθηκε ηγούμενος στο μοναστήρι του Αγίου
Ιωάννη του Προδρόμου, που ήταν μετόχι της μονής του Σινά κι εκεί εκκλησιάζονταν οι
ευγενέστεροι και πλέον διακεκριμένοι Φαναριώτες και αξιωματούχοι της Βλαχίας.
Η εξέλιξη του στους κόλπους της Εκκλησίας είναι
δεδομένη κι έτσι το 1821 εκλέχθηκε μητροπολίτης Τορνόβου, με τη στήριξη του
Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η θέση αυτή του δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει περαιτέρω
την δραστηριότητα του στον κοινωνικό,
πνευματικό και εθνικό τομέα.
Έτσι τον βλέπουμε να διευκολύνει, παρέχοντας
χρηματικά ποσά στους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου για να αντιμετωπίσουν τις
φορολογικές τους υποχρεώσεις στους Τούρκους ή να καταβάλουν χρήματα για
εξεύρεση ναυτών, όταν δεν μπορούσαν να καλύψουν τον απαιτούμενο αριθμό από τα
νησιά τους.
Σε κάθε περίπτωση που διώκονταν ή κινδύνευαν Έλληνες
ήξεραν πως κοντά του θα είχαν βοήθεια και στήριξη.
Ήταν εκείνος που το 1814-1815 ,όταν είχαν
αιχμαλωτισθεί στο Αλγέρι 300 περίπου Υδραίοι ναυτικοί, επισκέφθηκε το Μεγάλο
Διερμηνέα της Πύλης Ιάκωβο Αργυρόπουλο και κατόπιν πολύμηνων προσπαθειών και
παρεμβάσεων κατάφερε να τους απελευθερώσει.
Η δράση του όμως δεν περιορίζονταν μόνο σε τέτοια
ζητήματα. Όταν ο Δραγομάνος του στόλου Παναγιώτης Μουρούζης διεπίστωσε την
ακαταστασία που υπήρχε στην εφαρμογή του Δικαίου στα νησιά του Αιγαίου διέταξε
να κωδικοποιηθούν οι εθιμικοί νόμοι.
Οι προεστοί της Νάξου συνέλεξαν τους παλαιούς άγραφους νόμους και ο Μουρούζης παρέδωσε τη συλλογή αυτή στον Ιλαρίωνα, αναθέτοντάς του να επεξεργασθεί γλωσσικά τα κείμενα, να τα διασαφηνίσει όπου είναι δυσνόητα, καθιστώντας εν τέλει ευχερέστερη την απονομή της δικαιοσύνης.
Οι προεστοί της Νάξου συνέλεξαν τους παλαιούς άγραφους νόμους και ο Μουρούζης παρέδωσε τη συλλογή αυτή στον Ιλαρίωνα, αναθέτοντάς του να επεξεργασθεί γλωσσικά τα κείμενα, να τα διασαφηνίσει όπου είναι δυσνόητα, καθιστώντας εν τέλει ευχερέστερη την απονομή της δικαιοσύνης.
Το έργο αυτό περατώθηκε με επιτυχία από τον Ιλαρίωνα και η επικύρωση των νόμων
πραγματοποιήθηκε το 1810.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του Νεοελληνικού
διαφωτισμού, ο Αδαμάντιος Κοραής αναφερόμενος στον Ιλαρίωνα γράφει ότι πρόκειται
περί ανδρός, ο οποίος και παιδείαν και ζήλο έχει πολύν.
Από το έτος 1805 με πρωτοβουλία του Άνθιμου Γαζή άρχισε
να υλοποιείται η έκδοση της Κιβωτού της Ελληνικής Γλώσσης, ενός δηλαδή λεξικού
γλώσσας, όπου στη συντακτική επιτροπή βρίσκουμε και πάλι τον Ιλαρίωνα.
Το 1819 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του, τα προλεγόμενα
του οποίου υπογράφει προσωπικά ο Ιλαρίων, πράγμα που δηλώνει τον κυρίαρχο ρόλο
του στην σπουδαία αυτή προσπάθεια. Το αρχαιοπρεπές ύφος της γραφής μαρτυρεί την
κλασσική του παιδεία και την άνεση με την οποία χειριζόταν την αρχαία ελληνική
γλώσσα.
Επιπλέον ήταν γνώστης της Λατινικής και της
Γαλλικής γλώσσας.
Το 1820 αναλαμβάνει θεωρός, δηλαδή επόπτης, του
πατριαρχικού τυπογρφείου και από τη θέση αυτή εκδίδει φυλλάδιο με το οποίο
απευθύνεται στους πνευματικούς δημιουργούς του γένους, που βρίσκονται σε
διάφορες χώρες της Ευρώπης, ζητώντας του να εκτυπώνουν τα έργα τους σ’ αυτό.
Στοιχεία για τη ζωή του Ιλαρίων Σιναϊτη έχουν τοποθετηθεί σε τοίχο του ναού του Αγίου Χαραλάμπου σε κοινή θέα. |
Παράλληλα επιχειρεί το 1818 το έργο της μεταφράσεως
των Γραφών. Ολοκληρώνει την μετάφραση της Καινής Διαθήκης και από την Παλαιά
Διαθήκη μεταφράζει μόνο τμήμα της. Το εγχείρημα αυτό προκαλεί αντιδράσεις, κυρίως όσων θεωρούσαν ότι η μετάφραση
αλλοιώνει το κείμενο και τη μεγαλοπρέπεια των Γραφών.
Η πρώτη έκδοση της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης
έγινε το 1828 από τη Βιβλική Εταιρεία για να ακολουθήσουν αργότερα διαδοχικές
ανατυπώσεις.
Ο ίδιος ωστόσο δεν είχε ενεργό ανάμειξη και
συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κι αυτό ενδεχομένως επειδή θεωρούσε ότι το
υπόδουλο γένος πρέπει να μορφωθεί πρώτα, να ωριμάσει πνευματικά και στη
συνέχεια να διεκδικήσει την ελευθερία και την κρατική του υπόσταση.
Ο Γάλλος
διπλωμάτης Conte de Marcellus, αναφέρεται σε συνομιλία που είχε με τον Ιλαρίωνα
Σιναΐτη, κατά την οποία διετύπωσε την
άποψη ότι μόνο η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του ελληνικού λαού θα οδηγούσε
στην παγίωση της εθνικής του ανεξαρτησίας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι την ίδια
άποψη είχαν και άλλοι εκπρόσωποι του Νεολληνικού διαφωτισμού, με κυριότερο
μεταξύ αυτών τον Αδαμάντιο Κοραή.
Όταν στις 12 Ιουνίου 1821 ο Ιλαρίων εκλέγεται
μητροπολίτης Τορνόβου Βουλγαρίας σε επιστολή του ομολογεί την
κρισιμότητα των στιγμών τη δυσκολία της αποστολής και την επισφαλή θέση του.
Στο Τόρνοβο ιδρύει σχολεία, καθιδρύματα, προτρέπει και ενισχύει κάθε κοινωφελή δράση.Όμως τον Ιανουάριο του 1827 απομακρύνεται από τον μητροπολιτικό θρόνο ενώ το επόμενο έτος φυλακίζεται μαζί με άλλους μητροπολίτες από τους Οθωμανούς.
Στο Τόρνοβο ιδρύει σχολεία, καθιδρύματα, προτρέπει και ενισχύει κάθε κοινωφελή δράση.Όμως τον Ιανουάριο του 1827 απομακρύνεται από τον μητροπολιτικό θρόνο ενώ το επόμενο έτος φυλακίζεται μαζί με άλλους μητροπολίτες από τους Οθωμανούς.
Ο θάνατος τον βρήκε το 1838, κι ο τάφος του
διασώζεται μέχρι σήμερα στο Τόρνοβο.
(Πληροφορίες αντλήθηκαν από την ομιλία του Γεωργίου
Χ. Καμπαναράκη στην τελετή αποκαλυπτηρίων
της προτομής του Ιλαρίωνα Σιναϊτη στις 29-7-2018 στην Αρμάχα)