Ο Ιανουάριος του 1897 έχει μείνει στην ιστορία για τις ταραχές και βιαιότητες σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού που προκλήθηκαν στις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, και κυρίως στα Χανιά, από τους μουσουλμάνους.
Από την προηγούμενη χρονιά ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ είχε δεχθεί, μετά από εξωτερικές πιέσεις, το διορισμό χριστιανού διοικητή στην Κρήτη, υπό την έγκριση των ξένων δυνάμεων, την αναλογία των δύο τρίτων για το διορισμό χριστιανών σε δημόσιες θέσεις. Επίσης την αναγνώριση του δικαιώματος της Συνέλευσης των Κρητών να ψηφίζει νόμους και προϋπολογισμό, την αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής και τη δικαστική ανεξαρτησία του νησιού.
Τον Αύγουστο το 1896 διορίστηκε στη θέση του Γενικού Διοικητή Κρήτης ο Γεώργιος Βέροβιτς κι όλα έδειχναν να παίρνουν το δρόμο τους. Όμως η γαλήνη δεν κράτησε πολύ.
Οι μουσουλμάνοι αν και αποδέχτηκαν αυτές τις παραχωρήσεις στους χριστιανούς γρήγορα άρχισαν να αντιδρούν, και με υποκίνηση από την Κωνσταντινούπολη, μπήκαν σε διαδικασία αμφισβήτησης.
Πλήθος μουσουλμάνων από την ύπαιθρο της Κρήτης μετακινήθηκε στις μεγάλες πόλεις του νησιού και στις αρχές του 1897 ξεκίνησε τις βιαιοπραγίες σε βάρος των χριστιανών.
Τα πρώτα περιστατικά καταγράφηκαν στις 12 Ιανουαρίου στο Ηράκλειο και στις 18 Ιανουαρίου στο Ρέθυμνο. Τα πράγματα όμως έγιναν πολύ χειρότερα στα Χανιά, στις 23 και 24 Ιανουαρίου 1897, οπότε πυρπολήθηκε η χριστιανική συνοικίας του Τοπανά.
Ο Γάλλος περιηγητής Victor Bérard περιγράφει σχετικά: «Η μισή πόλη εκμηδενισμένη. Μια διαρπαγή τριών ημερών. Μερικές χιλιάδες δολοφονίες. Ένας ολόκληρος λαός να ρίχνεται μέσα στις βάρκες για να φτάσει τα πλοία της Ευρώπης, και να τουφεκίζεται στην άκρη της αποβάθρας. Τέλματα αίματος πλυμένα ξαφνικά από ρυάκια καιγόμενου λαδιού,η συγκομιδή του χρόνου ήταν ακόμη μέσα στα μαγαζιά και εκατοντάδες εξάλιτρα αναπηδούσαν απότομα από τις υπερπυρακτωμένες επιφάνειες των δοχείων... »
Και δεν έφτανε αυτό αλλά τα τουρκικά στρατεύματα των Χανίων πυρπόλησαν με τη σειρά τους κοντινά χωριά τρομοκρατώντας τον χριστιανικό πληθυσμό σε Μουρνιές, Τσικαλαριά και Δαράτσο.
Οι χριστιανοί, μετά το πρώτο σοκ των βιαιοτήτων, εξαγριώνονται και έχουμε κλιμάκωση των συγκρούσεων με τους μουσουλμάνους που μαζικά σπεύδουν προς τις μεγάλες πόλεις του νησιού αφήνοντας τα χωριά.
Στις 27 Ιανουαρίου, έχουμε μετά από ένα γεγονός στο Παλιοπέτσι Σητείας εκκαθάριση του μουσουλμανικού πληθυσμού της επαρχίας. Ο Bérard περιγράφει : «Το Ισλάμ της Σητείας αφανίστηκε… Άντρες σφαγμένοι, γυναίκες ξεκοιλιασμένες, αγόρια ευνουχισμένα, κορίτσια καμένα ή βιασμένα, μέλη βγαλμένα και ριγμένα στα σκυλιά, στήθη κομμένα, καμένα πτώματα, πυροβολισμοί, σπαθιές και μαχαιριές, τίποτα δεν έλειψε από την αποτρόπαιη σφαγή».
Σειρά πήραν μετά οι μουσουλμάνοι του Σελίνου, που εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους και ζήτησαν διεθνή προστασία.
Τον Μάρτιο, έχουμε επιθέσεις στα φρούρια της Ιεράπετρας και της Σπιναλόγκας, όπου βρίσκονταν μουσουλμάνοι ενώ δεν γλυτώνουν τις σφαγές ούτε οι μουσουλμάνοι του Μονοφατσίου.
Όσοι μουσουλμάνοι έφευγαν από τα χωριά τους αναζητούσαν καταφύγιο στις πόλεις και κυρίως στο Ηράκλειο που ξαφνικά είδε τον πληθυσμό του να διογκώνεται, αντίθετα πολλοί χριστιανοί πορεύθηκαν πλέον προς την ύπαιθρο.
(Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το αφιέρωμα του Γιώργου Λιμαντζάκη για την πυρπόληση των Χανίων )