Η αλήθεια είναι πως πειρατικά σκάφη οι περισσότεροι έχουμε δει
μόνο σε κινηματογραφικές ταινίες ή έχουμε ακούσει και διαβάσει σε παραμύθια.
Της Ελένης Βασιλάκη
Και δεν μιλάμε για τα σύγχρονα πειρατικά, που
λυμαίνονται τις θάλασσες με τους περίφημους Σομαλούς πειρατές να κρατούν τα
σκήπτρα της σύγχρονης πειρατείας ,αλλά για εκείνα που με τους φοβερούς και
τρομερούς πειρατές τους απέκτησαν χαρακτηριστικά θρύλου.
Όταν λοιπόν μας δίνεται η ευκαιρία να δούμε έστω ένα
ακρόπρωρο από πειρατικό σκάφος ο ενθουσιασμός εκτοξεύεται στα ύψη και η
φαντασία μας ήδη το βλέπει στην πλώρη ενός μεγάλου πειρατικού σκάφους να σκίζει
τις θάλασσες προς αναζήτηση στόχου.
Για να τα πάρουμε όμως όλα από την αρχή να
διευκρινίσουμε πως ακρόπρωρο, ή όπως το αποκαλούν στη ναυτική διάλεκτο
"φιγούρα", είναι η γλυπτή διακοσμητική παράσταση ανθρωπόμορφων
θρησκευτικών ή εθνικών συμβόλων, η οποία στόλιζε παλαιότερα την άκρη της πλώρης
των πλοίων.
Μια τέτοια ξύλινη φιγούρα με τη μορφή ενός ιδιαίτερου ψαριού
φυλάσσει στο μουσείο της η Ενορία Πισκοπιανού.
Ο δραστήριος και πολυπράγμων ιερέας του χωριού, ο
πατήρ Γεώργιος Κοκκιάδης, ανάμεσα στα πολύ όμορφα εκθέματα του Μουσείου, το
οποίο δημιούργησε σε χώρο πολλαπλών χρήσεων κάτω από τον κεντρικό ναό του
Πισκοπιανού, έχει να παρουσιάσει και αυτό το άκρως εντυπωσιακό μεγάλου μεγέθους
ακρόπρωρο.
Ο ίδιος μάλιστα, όταν αυτό το περίεργο εύρημα περιήλθε σε γνώση του, φρόντισε να απευθυνθεί σε ειδικούς ώστε να προσδιορίσει την ηλικία του και να μπορέσει να βγάλει ευκολότερα συμπέρασμα για τη χρήση του.
Η χρονολόγηση που του έγινε έδειξε πως είναι αντικείμενο τουλάχιστον του 1600 με 1700, περίοδο όπου έχουμε σε άνθηση την πειρατεία.Βέβαια 100% για την πειρατική του προέλευση δεν είμαστε σίγουροι ωστόσο το γεγονός πως η μορφή του ψαριού έχει αποδοθεί και λίγο με χαρακτηριστικά δράκου μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν αποκλείεται να κοσμούσε πράγματι την πλώρη πειρατικού σκάφους κι όχι ενός απλού εμπορικού.
Οι πειρατές
Η λέξη πειρατής προέρχεται από το ρήμα πειράω – πειρώ, που σημαίνει επιχειρώ, κάνω κάτι παράτολμο.
Αρχικά οι πειρατές δεν έκαναν κάτι μεμπτό μάλιστα κατά την αρχαιότητα θεωρούνταν ανδρείοι, άρα άξιοι σεβασμού, ενώ τα προκλασσικά χρόνια βλέπουμε ότι και τα ίδια τα κράτη επιδίδονταν στην πειρατεία.
Ως βασική αίτια πίσω από αυτή την πρακτική, τουλάχιστον στο ξεκίνημα της, πρέπει να θέσουμε τη φτώχεια.
Αρχικά, πειρατές γίνονταν οι κάτοικοι περιοχών που δεν διέθεταν εύφορη γη και μεταλλεία και για τους οποίους η θάλασσα ήταν η μόνη διέξοδος.
Το εμπόριο στην αρχή, σε συνδυασμό με τη ναυτική γνώση, έγιναν καλά εφόδια για την πειρατεία. Όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι μπορούν με ένα πλωτό μέσο να πάνε από τη μία πλευρά στην άλλη αυτόματα απέκτησαν την επιθυμία να αρπάξουν και κάποια προϊόντα που είχαν οι άλλοι κι όχι εκείνοι.
Οι πειρατές, βασικά, δεν άρπαζαν μόνο εμπορεύματα αλλά οτιδήποτε τους έλειπε. Ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης περιγράφουν και αρπαγές γυναικών, αφού οι πειρατές είχαν έλλειψη γυναικών.
Ως παλιοί ψαράδες και ναυτικοί, οι πειρατές γνώριζαν καλά τη θάλασσα και τα δρομολόγια, καθώς και τα σημεία που σταματούσαν οι εμπορικοί στόλοι.
Στον αρχαίο κόσμο τουλάχιστον μέχρι τα προκλασικά χρόνια η ναυσιπλοΐα γινόταν κυρίως, κατά μήκος των ακτών, οπότε τα ορμητήρια των πειρατών βρίσκονταν στις ακτές. Τους βοηθούσε δε το γεγονός ότι διέθεταν μικρά πλοία, που τα ονόμαζαν περιπαικτικά μυοπάρωνες, δηλαδή ποντίκισια πλοία, και περίμεναν τα διερχόμενα πλοία από τα ορμητήρια τους.
Οι ναυαγιστές
Στα αρχαία χρόνια ο φόβος και ο τρόμος των καπετάνιων ήταν οι περίφημοι ναυαγιστές. Δρούσαν κυρίως τη νύχτα, ανάβοντας φωτιές με σκοπό να προσελκύσουν τα διερχόμενα πλοία. Οι καπετάνιοι, είτε νομίζοντας ότι πρόκειται για ένα άλλο πλοίο είτε άνθρωποι, οι οποίοι ζητούν βοήθεια, οδηγούσαν τα πλοία σε ύφαλους, αυτά κολλούσαν ή βυθίζοντα και τότε επέδραμαν κατά των πλοίων για να τα λαφυραγωγήσουν.
Οδυσσέας, ο «πρώτος» πειρατής.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε σε πειρατεία είναι στα ομηρικά κείμενα που αναφέρονται στο 13ο αιώνα π.Χ. και στον Οδυσσέα. Ο ίδιος εξομολογείται στον Εύμαιο, τον πιστό του χοιροβοσκό, επιστρέφοντας στην Ιθάκη, ότι ο ίδιος έγινε και πειρατής. Ομολογεί με περηφάνια ότι έκανε επιδρομές με τα πλοία και τους άντρες του στην Αίγυπτο, προκειμένου να αποκτήσει πλούτη.
Ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη με έναν μεγάλο θησαυρό, ισχυριζόμενος ότι του τον πρόσφεραν οι Φαίακες. Το πιο πιθανό όμως είναι να επιδόθηκε σε διάφορες πειρατικές δραστηριότητες στη περιοχή της Μεσογείου, όπως έκαναν και άλλοι ηγεμόνες την εποχή της κατάρρευσης του Μυκηναϊκού κόσμου.
Η πειρατεία στην αρχαιότητα
Η Μεσόγειος Θάλασσα είναι βέβαιο πως υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος όπου η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά.
Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα: από τους προϊστορικούς Λαούς της Θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τους Ιλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμα και τους Έλληνες.
Στη μυκηναϊκή και γεωμετρική Ελλάδα, η πειρατεία θεωρείτο κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα που έχρηζε καταστολής μόνο όταν στρεφόταν εναντίον συμπολιτών, ο δε πειρατής συχνά λάμβανε την ενθάρρυνση των τοπικών ηγεμόνων στο έργο του.
Οι Τάφιοι πειρατές ήταν τόσο ξακουστοί, που μια κεντητή απεικόνισή τους «επί το έργον» ήταν το κεντρικό θέμα στη διακόσμηση του μαγικού χιτώνα, τον οποίο χάρισε η Αθηνά στον Ιάσονα, σύμφωνα με τη φαντασία του Απολλώνιου του Ρόδιου.
Ο Ηρόδοτος περιγράφει σχετικές δραστηριότητες των Σαμίων και των Ιώνων της Μικράς Ασίας, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Λοκρούς, Αιτωλούς και Ακαρνάνες ως λαούς που επιδίδονταν στη θαλάσσια ληστεία. Εξίσου επικίνδυνα ήταν τα Κύθηρα.
Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής καταστολής και συνάμα ηθικής απονομιμοποίησης της πειρατείας στους ιστορικούς χρόνους, ήλθε από την Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ.
Έχοντας εξασφαλίσει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο σχεδόν ολόκληρου του Αιγαίου Πελάγους μέσω της Δηλιακής Συμμαχίας, οι Αθηναίοι εξαπέλυσαν άγριο κυνηγητό εναντίον οποιουδήποτε απειλούσε την απρόσκοπτη διακίνηση των πλοίων και των εμπορευμάτων.
Οι Κρήτες πειρατές επίσης αποτελούσαν φόβο και τρόμο για τους ναυτικούς. Πόλεις όπως η Κυδωνία ή η Ελεύθερνα εξελίχθηκαν σε σπουδαία εμπορικά κέντρα χάρη στη διάθεση σκλάβων (κυρίως γυναικόπαιδων) και αγαθών που προέρχονταν από την πειρατεία.
Στο Αιγαίο, βασικός διώκτης των πειρατών υπήρξε η Ρόδος, η οποία γύρω στο 300 π.Χ. δημιούργησε ένα νέο σκάφος, την τριημιολία, για την καταδίωξη των πειρατικών ημιολιών. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ. οι Ρόδιοι δοκίμασαν να περιορίσουν την κρητική πειρατεία στα πλαίσια δύο πολέμων, του Α’ και του Β’ Κρητικού, χωρίς απόλυτη επιτυχία.
Ο Μπαρμπαρόσα
Ο πιο διάσημος πειρατής είναι ο Μπαρμπαρόσα που γεννήθηκε το 1475 και μεγάλωσε στο χωριό Παλαιόκηπος της Μυτιλήνης, στον κόλπο του Γέρα.
Ο πατέρας του ήταν αγγειοπλάστης και καταγόταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Το όνομά του ήταν Ιακώβ και όταν εξισλαμίστηκε έγινε Γιακούμπ. Παντρεύτηκε την Κατερίνα, χήρα και κόρη ιερέα και έκαναν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια.
Τα αγόρια εξισλαμίστηκαν, ενώ τα κορίτσια παρέμειναν χριστιανές . Ο πρώτος γιος ήταν ο Άρης ή Αρούζ ή Χουρούζ και o άλλος γιος ονομαζόταν Χρήστος ή Χιζρ. Μετά πήρε το όνομα Χαϊρεντίν και έγινε αγγειοπλάστης κοντά στον πατέρα του.
Ο Αρούζ έγινε πειρατής, αλλά αιχμαλωτίστηκε από τους Ιωαννίτες της Ρόδου και έγινε σκλάβος σε γαλέρα. Η πρώτη εξόρμηση του Αρούζ ήταν η κατάληψη δύο παπικών πλοίων στα ανοιχτά της Λιβύης, με ελάχιστους πειρατές και μικρότερα καράβια.
Μετά από πολλές επιχειρήσεις κατέληξε στο Αλγέρι, όπου δημιούργησε το σουλτανάτο του Αλγερίου και έγινε σουλτάνος. Ο αδελφός του, Χιζρ, παράτησε την αγγειοπλαστική και έγινε υπαρχηγός του. Τα δύο αδέρφια έγιναν θρύλος, κουρσεύοντας τα εμπορικά και πειρατικά πλοία των χριστιανών.
Οι Ισπανοί σκότωσαν όμως τον Αρούζ στη Λιβύη και ο Χιζρ έγινε ο δεύτερος σουλτάνος της Μπαρμπαριάς με κέντρο το Αλγέρι, απ΄ όπου εξαπέλυε επιδρομές στη Μεσόγειο.
Ήταν γεροδεμένος, βραχύσωμος με κόκκινη γενειάδα, γι΄ αυτό και οι Ισπανοί του έβγαλαν τον όνομα «Μπαρμπαρόσα».
Το 1516 μπήκε στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, γιατί κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα απέναντι στις ισχυρές δυνάμεις της Δυτικής Μεσογείου και κυρίως απέναντι στους Αψβούργους που είχαν επίσης ισχυρό στόλο.
Κατά την εκστρατεία του Σουλεϊμάν στην Ήπειρο, ο Μπαρμπαρόσα επιτέθηκε από τη θάλασσα και διέλυσε την βενετοκρατούμενη Κέρκυρα.
Χιλιάδες Κερκυραίοι αιχμαλωτίστηκαν, άλλοι τόσοι σκοτώθηκαν σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής ο Μπαρμπαρόσα έκαψε 140 χωριά και οικισμούς, ωστόσο το κάστρο δεν κατακτήθηκε. Ο Μπαρμπαρόσα συνέχισε τις επιδρομές του και σε άλλα νησιά. Ερήμωσε την Αστυπάλαια και έσφαξε τον πληθυσμό στις υπόλοιπες Κυκλάδες.
Οι λεηλασίες επεκτάθηκαν σε όλα τα βενετοκρατούμενα νησιά. Στα Κύθηρα ο Μπαρμπαρόσα έσφαξε ή αιχμαλώτισε περισσότερους από επτά χιλιάδες αμάχους. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν από τους λίγους που δεν σκότωσε ο Σουλεϊμάν και πέθανε σε βαθιά γεράματα στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε αποσυρθεί από το 1545.
Εκτός από τον Μπαρμπαρόσα που έχει την πρωτοκαθεδρία οι Τούρκοι πειρατές λυμαίνονταν την Μεσόγειο μέχρι τον 18ο αιώνα. Όλα τα νησιά τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο γνώρισαν μεγάλες καταστροφές και πολλά από αυτά εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους.
Οι πειρατές στην επανάσταση του ’21
Στα μέσα του 18ου αιώνα, οι Αλγερινοί και οι Τυνήσιοι ήταν εκείνοι που λεηλατούσαν την Μεσόγειο και γίνονταν ο φόβος και ο τρόμος των νησιωτών και των εμπορικών πλοίων.
Το Οθωμανικό Ναυτικό από την στιγμή που δεν μπορούσε να τους καταπολεμήσει έδωσε την άδεια στους Έλληνες ναυτικούς να εξοπλίσουν επίσημα πλέον τα πλοία τους, ώστε να μπορούν να προστατευτούν αποτελεσματικά, αποκρούοντας τις πειρατικές επιθέσεις.
Η διαφορά Κουρσάρου και πειρατή
Στα χρόνια της Επανάστασης η διαφορά του κουρσάρου και του πειρατή πολλές φορές καταστρατηγήθηκε αλλά όχι από την πλειοψηφία των Ελλήνων που πολλές φορές κατηγορήθηκαν για πειρατεία αλλά στην ουσία δεν έκαναν κάτι τέτοιο.
Οι κουρσάροι ασκούσαν πολεμική πειρατεία ή κούρσεμα. Πρόκειται για πολεμικές πράξεις που είχαν την έγκριση και την υποστήριξη της κυβέρνησης του κράτους από το οποίο προέρχονταν οι κουρσάροι. Αυτές οι πράξεις, απέβλεπαν στο να παρενοχλούν τις θαλάσσιες μεταφορές των εμπολέμων και να ελέγχουν τις μεταφορές των ουδετέρων, ασκώντας νηοψία. Αντίθετα η πειρατεία γινόταν χωρίς κυβερνητική έγκριση και μόνο για ληστεία.
Στα τέλη του δεύτερου έτους της Επανάστασης και στις αρχές του τρίτου, η Αγγλία αναγνώρισε στην Ελλάδα το δικαίωμα της νηοψίας επί βρετανικών εμπορικών και της κατάσχεσης των λαθραίων εμπορευμάτων του πολέμου κάθε είδους το οποία προοριζόταν για τους εχθρούς.
Κατόπιν αυτών , πέντε ελληνικά καταδρομικά που είχαν χαρακτηρισθεί ως πειρατικά και είχαν προσδεθεί από τους Βρετανούς στα υπό βρετανική κατοχή τότε Επτάνησα, αφέθησαν ελεύθερα και απελευθερώθηκαν Έλληνες ναύτες που κρατούντο με το πρόσχημα ότι ενεργούσαν πειρατεία.
Στην συνέχεια τα πράγματα παρεξηγήθηκαν και από τους Έλληνες που άρχισαν να κάνουν καταδρομές έναντι εχθρικών αλλά και συμμαχικών πλοίων. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά ο κυριότερος είναι ότι η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων που εξέδιδε.
Έτσι περιορίσθηκε μόνο να τροποποιήσει τις διατάξεις, ώστε η άδεια καταδρομής να δίνεται όχι από τα Ναυαρχεία των τριών νησιών αλλά από τη Κεντρική Διοίκηση. Αυτοί που ασχολήθηκαν περισσότερο με την πειρατεία ήταν οι Κασιώτες, οι Ψαριανοί και οπλαρχηγοί καταγόμενοι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Ο Καποδίστριας ήταν αυτός που προσπάθησε και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε να βάλει τάξη. Η Προσωρινή Διοίκηση κατήργησε την καταδρομή, ακύρωσε όλες τις σχετικές άδειες και με την βοήθεια του Μιαούλη και των άλλων θαλασσόλυκων της περιοχής έκανε τα πάντα για να καθαρίσει το Αιγαίο από τους πειρατές.
Με αυτές τις ενέργειες του Καποδίστρια, καταπολεμήθηκε σε μεγάλο βαθμό η πειρατεία και ολόκληρη η Ευρώπη τον επαίνεσε για τη δραστηριότητα και τις επιτυχίες του.
Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι για να εξαλειφθεί η πειρατεία έπρεπε να εκλείψουν τα γενεσιουργά αίτιά της, δηλαδή τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που την προξενούσαν και τη συντηρούσαν. Για τον λόγο αυτό προσπάθησε να εντάξει στις ένοπλες δυνάμεις ή να απασχολήσει στην καλλιέργεια της γης τους άνεργους ναυτικούς και άτακτους στρατιωτικούς, και τους πρόσφυγες.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (σ.σ. πολλοί ιστορικοί την αποδίδουν και στον πόλεμό του κατά της πειρατείας) τα πειρατικά κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν και χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια και οι συντονισμένες ενέργειες των επόμενων κυβερνήσεων για την καταπολέμηση του φαινομένου.
Η πειρατεία και η θρησκεία
Η σχέση της πειρατείας με τη θρησκεία για πολλά χρόνια ήταν σχέση αλληλοεξάρτησης. Οι Σαρακηνοί ήταν από τους πρώτους που φρόντισαν να νομιμοποιήσουν την πειρατική δράση με θρησκευτικές αναφορές.
Όταν Άραβες πειρατές κατάφεραν να καταλάβουν την Κρήτη, ίδρυσαν εκεί εμιράτο και την χρησιμοποίησαν σαν ορμητήριο για επιδρομές στο Αιγαίο.
Οι Σαρακηνοί ήταν αυτοί που έκαναν την πόλη του Χάνδακα (το σημερινό Ηράκλειο) ασφαλές ορμητήριο για την πειρατεία στο Αιγαίο.
Το παράδειγμα τους θα ακολουθούσαν μετά από κάποιους αιώνες και τα τουρκικά εμιράτα των μικρασιατικών παραλίων. Και αυτά επικαλέστηκαν θρησκευτικούς λόγους για να δικαιολογήσουν τις πειρατικές τους δραστηριότητες: η λεηλασία της ιδιοκτησίας των «απίστων» και η αιχμαλωσία τους ήταν τιμωρία για τη μη αποδοχή του Ισλάμ.
Από την άλλη πλευρά το χριστιανικό-καθολικό τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών χρησιμοποίησε ως βάση για πειρατικές επιδρομές αρχικά την Κύπρο και στη συνέχεια τη Ρόδο, την οποία μετέτρεψαν και σε έδρα του κράτους τους.
Οι Ιωαννίτες χτυπούσαν και λήστευαν τους μουσουλμανικούς στόχους στη θάλασσα, με μια σκληρότητα που εμπνεόταν και από το θρησκευτικό τους ζήλο. Μάλιστα οι καθολικοί Ιωαννίτες θυμούνταν το Σχίσμα και δεν δίσταζαν να χτυπήσουν και ελληνορθόδοξους στόχους.
Στα οθωμανικά χρόνια, οι Ιωαννίτες μετέφεραν την έδρα τους στη Μάλτα και συνέχισαν να έρχονται μέχρι το Αιγαίο και να χτυπούν στόχους που θεωρούσαν μουσουλμανικούς, δηλαδή κυρίως καράβια με οθωμανική σημαία.
Οι Μουσουλμάνοι και οι Καθολικοί πειρατές δεν ήταν όμως οι μόνοι που χρησιμοποιούσαν θρησκευτικές αναφορές για να «ευλογήσουν» τη δράση τους. Από την πλευρά των Ελληνορθόδοξων, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκκλησία «Παναγία Κλεφτρίνα» στη νήσο Γραμβούσα, πειρατικό ορμητήριο στις αρχές του 19ου αιώνα.
(Για το δημοσίευμα αξιοποιήθηκαν στοιχεία για την πειρατεία από τη Μηχανή του Χρόνου και από τον Ελεύθερο Τύπο )
(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)