Ήταν 16 Φεβρουαρίου του 1810 όταν σημειώθηκε ισχυρότατος
σεισμός μεγέθους 7,8 Ρίχτερ ο οποίος ισοπέδωσε το Ηράκλειο και όχι μόνο.
Λόγω της χρονολογίας οι πληροφορίες για το σεισμό αυτό από
γραπτές πηγές είναι ελάχιστες.
Φαίνεται να σημειώθηκε νύχτα (έχει καταγραφεί με διεθνή ώρα
22:15', άρα 15 λεπτά μετά τα μεσάνυκτα ώρα Ελλάδος) ενώ υπολογίζεται από 7,5 μέχρι 7,8 Ρίχτερ έχοντας
ως επίκεντρο την πόλη του Ηρακλείου.
Το μεγαλύτερο μέρος των οικοδομημάτων της πόλης έπεσε ενώ
έχασαν τη ζωή τους 2.500 με 3.000 άνθρωποι και μάλιστα σε μια περίοδο που ήδη
το Ηράκλειο δοκιμαζόταν από την πανούκλα.
Κατά το σεισμό κατεδαφίστηκε και το βενετσιάνικο μοναστήρι
των Αγίων Ασωμάτων στο όρος Ίδη. Η σφοδρή δόνηση έγινε ιδιαίτερα αισθητή μέχρι
την Ιταλία, τη Μάλτα και τη βόρειο Αφρική.
Μαρτυρία για τον πιο πολύνεκρο σεισμό που έχει καταγραφεί
στην ελληνική ιστορία υπάρχει σε έγγραφο Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος
Τζαγκαρόλων.
Σύμφωνα μ’ αυτό, κατά τις ημέρες της ηγουμενίας του Νεοφύτου
«κατά το 1810 εγένετο σεισμός μέγας και φρικτός, υφ’ ου χιλιάδες, καθ’ α
λέγουσιν, ανθρώπων και ζώων απωλέσθησαν. Τα πάντα εν πάση τη νήσω ερειπώθησαν.
Διηγούνται δε ότι μίαν ώραν προ της επελεύσεως του σεισμού τα ζώα,
προγνωρίσαντα τούτο εβόων γοερώς, έκαστον κατά την ιδίαν αυτού φύσιν».
O περιηγητής John Galt σε επιστολή του από τη Χίο αναφέρει ότι από πληροφορίες
του ο σεισμός κατέστρεψε το ένα τρίτο των σπιτιών του Ηρακλείου και σκότωσε
πολλές χιλιάδες ανθρώπων. Ο σεισμός αυτός είχε προκαλέσει στον ίδιο υπερβολικό
τρόμο και έγινε αισθητός σε όλα τα μέρη που επισκέφθηκε κατόπιν.