Η μικρή πόλη Ιβρέα, στον ιταλικό βορρά, έχει γίνει διάσημη για
το καρναβάλι της... και καρναβάλι στην Ιβρέα σημαίνει «πόλεμος». Για την ακρίβεια
«πορτοκαλοπόλεμος».
Κάθε χρόνο χιλιάδες ντόπιοι και τουρίστες, ντυμένοι με
μεσαιωνικές στολές και φορώντας καρναβαλικές μάσκες κατακλύζουν τους δρόμους της
Ιβρέα και επιδίδονται σε «εχθροπραξίες».
Τα πυρομαχικά είναι πάντα άφθονα αφού τόνοι και τόνοι
πορτοκαλιών μεταφέρονται εκεί για να χρησιμοποιηθούν στον ιδιότυπο αυτό πόλεμο.
Οι πορτοκαλομαχίες αποτελούν αναπαράσταση του μεσαιωνικού
θρύλου σύμφωνα με τον οποίο η κόρη ενός μυλωνά αποκεφάλισε τον μισητό άρχοντα
της Ιβρέα, που επιχείρησε να την βιάσει τη νύχτα πριν από τον γάμο της. Μαθαίνοντας
τα νέα, ο λαός της πόλης ξεσηκώθηκε και έκαψε το παλάτι, γιορτάζοντας την
απελευθέρωση από τον τύραννο.
Τα πορτοκάλια, του καρναβαλιού της Ιβρέα συμβολίζουν το κεφάλι του τυράννου και την
απελευθέρωση της πόλης.
Δεν είναι όμως μόνο η Ιβρέα που έχει ως παράδοση τον πορτοκαλοπόλεμο. Ο Zuanne Papadopoli, που έζησε στο βενετοκρατούμενο Χάνδακα πριν
από τον Κρητικό Πόλεμο και την Οθωμανική κατάκτηση (1645-1669), στο βιβλίο του L’Occio
περιγράφει πως υπήρχε την περίοδο του Καρναβαλιού και στα μέρη μας ένα τέτοιο
έθιμο.
Η περιγραφή του μας μεταφέρει σ' ένα Ηράκλειο γεμάτο περβόλια με εσπεριδοειδή :"Τα περιβόλια είχαν περίφραξη από λυγαριά ή ξύλο, χωρίς τοίχους
ή χαντάκια, κι ενώ έδιναν πλούσιο καρπό, δεν κρατούσαν λογαριασμό ούτε
πουλούσαν τα φρούτα τους, που πολλές φορές όταν ωρίμαζαν σκόνταφτε κανείς πάνω
τους περπατώντας στο περιβόλι, έτσι που έπεφταν ένα σωρό στο χώμα από τον αέρα
ή από άλλη αιτία.
Δεν λέω πια για τα κίτρα, τα λεμόνια πολλών ειδών, που κάποια απ’ αυτά μπορούσε να τα φάει κανείς σα μαρτσιπάν, χωρίς να νιώσει την παραμικρή αψάδα, τα πορτοκάλια και τα νεράντζια, που τα δέντρα τους φύτρωναν όπου να ’ναι, θα ’λεγε κανείς, ψηλά σχεδόν σα βελανιδιές, κι όμως έκαναν τόσα φρούτα, που έπεφταν κάτω παραγινωμένα και τα τσαλαπατούσαν"
Δεν λέω πια για τα κίτρα, τα λεμόνια πολλών ειδών, που κάποια απ’ αυτά μπορούσε να τα φάει κανείς σα μαρτσιπάν, χωρίς να νιώσει την παραμικρή αψάδα, τα πορτοκάλια και τα νεράντζια, που τα δέντρα τους φύτρωναν όπου να ’ναι, θα ’λεγε κανείς, ψηλά σχεδόν σα βελανιδιές, κι όμως έκαναν τόσα φρούτα, που έπεφταν κάτω παραγινωμένα και τα τσαλαπατούσαν"
Αυτά τα πορτοκάλια, που με βάση τις περιγραφές του Papadopoli, τους περίσσευαν, χρησιμοποιούσαν στη διάρκεια των Απόκρεων για να παίξουν πορτοκαλοπόλεμο στο Χάνδακα: "Και τις Απόκριες, παρά την πολύ μεγάλη τους κατανάλωση στο
σπίτι του καθενός, μπορώ ωστόσο να διαβεβαιώσω ότι οι τεχνίτες και άλλοι
άνθρωποι του λαού μάζευαν στα σπίτια τους ένα σωρό καλάθια γεμάτα πορτοκάλια,
χωρίς να χρειαστεί να τ’ αγοράσουν, με μόνο σκοπό να παίξουν μεταξύ τους
πορτοκαλοπόλεμο στις γιορτές του καρναβαλιού, και θα ’καναν το ίδιο και με τα
λεμόνια, αν δεν ήταν επικίνδυνα έτσι σκληρά που είναι".
Και συνεχίζει την περιγραφή του ο Zuanne Papadopoli: "Και ήταν φορές, την ώρα
που διασκέδαζαν παίζοντας πορτοκαλοπόλεμο, που περνούσε κανείς με αστεία μάσκα
και φορεσιά, πεζός ή καβαλάρης, και, ενώ θα μπορούσε να είναι κάποιος ευγενής,
του πετούσαν πορτοκάλια χωρίς δισταγμό και τον έπαιρναν από πίσω, όπως άλλωστε
ανταπέδιδαν κι εκείνοι οι ευγενείς, που ήταν εφοδιασμένοι με πορτοκάλια σε
σάκους κρεμασμένους από τα λουριά στα καπούλια του αλόγου τους και πήγαιναν
επίτηδες για να τους επιτεθούν· καμιά φορά οι βολές των πορτοκαλιών πετούσαν
πέρα τη μάσκα από τη μύτη των ευγενών, χωρίς να γίνει φασαρία ή να πειραχτεί
κανείς"
Γενικότερα στις Απόκριες, γράφει ο Papadopoli γλεντούσαν όλοι με μουσικές από κάθε λογής όργανα και πήγαιναν οι συγγενείς για μια ολόκληρη εβδομάδα με τη σειρά στα σπίτια του καθενός από την οικογένεια με όλη την κομπανία. Μάλιστα έβαζαν μπρος μετά τα Θεοφάνια και την τελευταία εβδομάδα πήγαιναν στους πιο εύπορους,και ήταν τότε, όχι νωρίτερα, που έστελνε κάθε οικογένεια πεσκέσι από το σπίτι της καπόνια, αρνιά, κότες, κυνήγι και ότι άλλο είχε από τα κτήματα της, χωρίς ποτέ να αγοράζει οτιδήποτε.
Περιέγραψε τα πελώρια τείχη του Χάνδακα, τις εκκλησίες του, την
κρήνη Μοροζίνι, τις συνήθειες του τόπου, περιστατικά, ενδυμασίες και διασκεδάσεις, καλλιέργειες και κτηνοτροφία. Στο χειρόγραφο του θυμήθηκε τα φαγητά και τα περίφημα κρητικά κρασιά κι όλα με μια απέραντη γλύκα στην ανάμνηση τους.
Το χειρόγραφο του εντοπίστηκε το 1965 από τον Χανιώτη δικηγόρο
και φιλάρχαιο Ιωάννη Σκουλά ενώ δημοσιοποιήθηκε η ύπαρξή του στο Museo Correr, από τον Νικόλαο Παναγιωτάκη στα "Θησαυρίσματα" του 1968. Στην συνέχεια εκδόθηκε σε βιβλίο, με τίτλο "Στον καιρό της σχολής, Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα" από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)