Ο λαογράφος Γιώργος Σταματάκης κατέγραψε και παρουσίασε στη διάρκεια της ομιλίας του για τα Αποκριγιώματα στην Κρήτη πλήθος δρώμενων που λάμβαναν χώρα στον τόπο μας την Καθαρά Δευτέρα.
Τα περισσότερα είναι λησμονημένα ενώ κάποια ίσως βλέπουν το φως της δημοσιότητας πρώτη φορά, μια και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ζωντάνευαν από τις τοπικές κοινωνίες.
Η Καθαρά Δευτέρα δεν συνοδεύονταν από μεταμφιέσεις, όπως είχαμε το διάστημα της Αποκριάς που είχε προηγηθεί, αλλά από δρώμενα με το πρόσωπο πάντα ακάλυπτο
και αναγνωρίσιμο.
Ο Γιώργος Σταματάκης |
Το τραπέζι της ημέρας
Η Καθαρή Δευτέρα είναι αυστηρά νηστίσιμη. Δεν καταναλώνεται
τίποτα. Πολλοί, παλιά, δεν έπιναν ούτε νερό. Μάλιστα ο καλός χριστιανός, λένε, νηστεύει τρεις
μέρες τα πάντα: «Καλός κακός ο Χριστιανός το τρήμερο νηστεύει».
Η μέρα αυτή
αποτελεί το πέρασμα από την αφθονία στην στέρηση. Τα βρεχτοκούκια ή παπούδια,
τα ραπάνια, και οι αλατσολιές ήταν τα κύρια εδέσματα. Παρόλα αυτά με την πάροδο
του χρόνου η αυστηρή νηστεία περιορίστηκε ή βρέθηκαν πολλά εδέσματα, κυρίως ξενόφερτα, τα οποία έκαναν το
καθαροδευτεριατικο τραπέζι πλουσιότερο και από το αποκριάτικο.
Τα Δρώμενα της Καθαράς Δευτέρας είναι πολλά.
Κάθε περιοχή είχε και τα δικά της, όπως εξήγησε ο Γ. Σταματάκης , ενώ ορισμένα διαφέρουν ακόμη και από χωριό σε
χωριό της ίδιας περιοχής.
Κάποια άλλα είναι κοινά σε όλο τον Ελλαδικό χώρο και
παραπέμπουν σε αρχαίες διονυσιακές τελετές και βακχικές καταστάσεις
Η Γέννα, ο Γάμος η Κηδεία
Τρία από τα γνωστότερα δρώμενα αναπαριστούσαν τους τρείς
σταθμούς της ζωής του ανθρώπου,
λοιδορούμενους και διακωμωδούμενους. Πολλές φορές γινόταν σαν ένα
δρώμενο το οποίο ξεκινούσε από το τέλος, Την κηδεία. Πως μπορεί όμως μια νεκρική πομπή να είναι αστεία
και μια θανή να προκαλεί γέλιο;
Και όμως
από όλα τα δρώμενα το πιο αστείο
ήταν η κηδεία. Ένας άντρας στο καθελέτο το πραγματικό (η κοινή κλίνη του
χωριού) κατά τον Περικλή, στολισμένος με βρωμόχορτα και αγκάθες και ανάμεσα στα
σκέλια του ένα τεράστιο φούσκωμα που
ξεβατζέρνει έξω από τα ρούχα και τα χόρτα, κι είναι δεμένο με το χέρι του
υποτιθέμενου νεκρού ο οποίος κατά διαστήματα το κουνεί χωρίς να φαίνεται πως.
Μια ομάδα κρατεί το καθελέτο και ένας εντελώς μεθυσμένος παριστάνει τον παπά, που παραποιεί τα λόγια της νεκρώσιμης ακολουθίας αλλάζοντας την πολύ συχνά
αναφερόμενη σε αυτήν λέξη ψυχή, με μια άλλη κακή λέξη που επίσης ξεκινά από ψ
και τελειώνει σε η.
Αξαποπίσω όλο το χωριό που παριστάνει το συγγενολόι. Ένας
σωματώδης άντρας παριστάνει την χήρα που ακολουθεί υποβασταζόμενη λέγοντας
πρόστυχα μοιρολόγια αναφερόμενα σε συγκεκριμένο μέλος του πεθαμένου άντρα της
για το οποίο κυρίως λυπάται και του οποίου τις χάρες αναφέρει λεπτομερώς.
Ουρλιάζει τραβά να ξεπατώσει τα μαλλιά της
αλλά ταυτόχρονα ορμά και στους άντρες που ακολουθούν σηκώνοντας το φουστάνι της
για να φανεί η γάμπα πάνω από το στιβάνι.
Οι άντρες της λένε διάφορα πονηρά
υπονοούμενα αυτοσχεδιάζοντας εκείνη την ώρα και αυτή κλείνει αμέτρητα ραντεβού αμέσως μετά την κηδεία. Η πομπή
γυρίζει όλους τους δρόμους του χωριού και καταλήγει στην πλατεία όπου ο νεκρός
ανασταίνεται με νερό (κι εδώ υπάρχει ο συμβολισμός) και αρχίζει να κυνηγά την
χήρα την οποία τελικά πιάνει και την πλακώνει στην μέση μέση της πλατείας και ενώπιων
όλων. Ύστερα όλοι μαζί συνεχίζουν το γλέντι.
Ο Γάμος γίνεται και αυτός με πομπή αλλά και με πραγματικούς λυράρηδες που προηγούνται.
Ένας υπερμεγέθης και πολύ αρρενωπός άντρας παριστάνει την νύφη και ένας άλλος πολύ
αδύνατος και αχαμνός παριστάνει το
γαμπρό.
Ακολουθούσαν τα προυκιά που ήταν μποξάδες από τα ελαιοτριβεία ολολάδωτοι, ως δείγμα της νοικοκυροσύνης
της νύφης. Γινόταν η ανεγυρίδα του χωριού και η πομπή έφτανε μέχρι την πόρτα της εκκλησίας.
Ο γαμπρός είχε κρεμάσει ένα ραπάνι στο παντελόνι του
και η τεράστια νύφη καβαλίκευε ανάποδα σε έναν γάιδαρο. Γινόταν ο εικονικός
γάμος με ένα παπά μεθυσμένο που άφηνε πονηρά
υπονοούμενα και στο τέλος αυτού, ο αχαμνός γαμπρός αρχίζει να κυνηγά την τεράστια νύφη, με το ραπάνι να χτυπά ανάμεσα
στα πόδια του.
Η νύφη έντρομη που θα χάσει ότι πολυτιμότερο της έδωσε η φύση
τρέχει και άλλες φορές πέφτει αυτή και την πλακώνει ο γαμπρός και άλλες πέφτει
ο γαμπρός και τον πλακώνει η νύφη. Στο τέλος συνευρίσκονται ενώπιον όλων με την
νύφη να μην χορταίνει και τον γαμπρό να μην μπορεί να ανταπεξέλθει άλλο.
Η κηδεία και ο γάμος τελειώνουν με την συνεύρεση του ζεύγους χήρας -
αναστημένου νεκρού ή γαμπρού- νύφης. Η γυναίκα μένει αμέσως έγκυος και
ακολουθεί η διαδικασία της Γέννας όπου και πάλι κάποιος άντρα παριστάνει την
μαμή.
Βάζει την νύφη στα σκαμνιά και μπαίνει ολόκληρος κάτω από το φουστάνι της. Ο άντρας που
παριστάνει την νύφη έχει επώδυνο τοκετό και φωνάζει λέγοντας ακριβώς πιο μέλος
τον πονεί. Σε λίγο γεννά και η μαμή
βγαίνει κάτω από τα φουστάνια κρατώντας το νεογέννητο που είναι συνήθως κάτι ευτράπελο όπως για παράδειγμα ένα
κουτσούρι, μια αρβύλα, μια κολοκύθα ή
το συνηθέστερο ένας ζωντανός κάτης που τον έχουν βάλει σε ένα τσουβάλι μαζί με
σταχτή. (δεν αγαπούσαν ιδιαίτερα τους κάτες οι πρόγονοι μας) .
Η στάχτη μπαίνει
στα μάτια του κάτη ο οποίος ξαγριεμένος από την φασαρία και το κλείσιμο του στο
τσουβάλι και χωρίς να βλέπει εξαιτίας της στάχτης χύνεται στον κόσμο ουρλιάζοντας και τσαφουνώντας.
Τα δρώμενα αυτά διέφεραν από χωριό σε χωριό και από έτος σε
έτος καθώς καθένας πρόσθετε ότι του επέτρεπε η φαντασία και η ευφυΐα του. Ο
σκελετός τους όμως ήταν όπως περίπου περιγράφηκε.
Από τα δρώμενα αυτά των τριών
σταθμών της ζωής του ανθρώπου αυτό που προκάλεσε περισσότερο ενδιαφέρον στους
μελετητές, ως μιμόδραμα, ήταν η εικονική κηδεία που γινόταν κατά το παρελθόν
στα Λευκόγεια Ρεθύμνου. Ήταν μια πραγματική υπερπαραγωγή που αναπαριστούσε
ακόμη και τον Άδη με μεταμφιεσμένους αγγέλους και καταχανάδες να διεκδικούν την
ψυχή του μεταστάντος.
Ολοκληρωμένα επίσης
δρώμενα εικονικής κηδείας και ανάσταση έχουν καταγραφεί στον Μέρωνα. το
Γιαννιού, τη Γέργερη, το Αβδού, το Πετροκεφάλι, το Σταυροχώρι…Και οι τρείς σταθμοί έχουν αρχαία καταγωγή και ταυτίζονται
με τελετές κυρίως του Διονύσου.
Το κλέψιμο της νύφης
Το δρώμενο αυτό
απαντάται στην περιοχή του Ρεθύμνου και κυρίως στο Μελιδόνι. Είναι παρόμοιο με
το δρώμενο του γάμου. Κάποιες φορές έπαιρνε και χαρακτήρα αγωνιστικό καθώς
ντυνόταν περισσότερες από μια νύφες τις οποίες φύλαγαν ομάδες αντρών για να μην
τους τις κλέψουν.
Όποια ομάδα κατάφερνε να μην τις κλέψουν την νύφη ήταν η
νικήτρια αυτού του ιδιότυπου ας πούμε αγωνίσματος, Και στην περίπτωση αυτή η
νύφη ήταν πάντα ένας πολύ σωματώδης άντρας και η όλη παράσταση κατέληγε με τον
εικονικό γάμο και την γέννα.
Το προξενιό.
Το δρώμενο αυτό έχει καταγραφεί στα χωριά της Βιάννου και
του Μεραμπέλου.
Στην μέση του χωριού και γύρω από ένα τραπέζι κάθεται η
μέλλουσα νύφη με τον μέλλοντα γαμπρό που πάντα είναι αταίριαστοι και
δυσανάλογοι. Παραδίπλα οι συμπέθεροι και οι προξενητές παινεύουν τους
νεόνυμφους, αναφερόμενοι κυρίως στα γεννητικά τους όργανα και παροδώντας τα
υπόλοιπα χαρίσματα τους.
Ακολουθούν τα
δοσίδια, όπου οι συμπέθεροι δίνουν
προυκιά όπως ένα κουτσό κάτη, δέκα ποντικούς απαλλαγούς κ..α. Δεν αποφεύγουν
και τους υπαινιγμούς σε πραγματικά προξενιά που είχαν γίνει στο χωριό
αυτοσχεδιάζοντας και λοιδορώντας. Σε εμάς σήμερα δεν φαίνεται αστείο, όμως τα
παλαιότερα χρόνια με τις περιορισμένες εικόνες και τις ευκαιρίες για διασκέδαση
το δρώμενο αυτό προκαλούσε γέλια μέχρι δακρύων. Ακολουθεί γλέντι με μαντινάδες
όπως:
«Επήγα και παντρεύτηκα από το Συκολόγο και χάρισε μου ο
πεθερός μια χαρουπιά ντελόγο», «Επήγα και παντρεύτηκα από το Καραβάδω κι εχάρισε
μου ο πεθερός ένα κατσούλι μαύρο»
Η κηδεία των λερωσίμων
Μια μοναδική κηδεία
έχει καταγραφεί στο Καστιδώνι Σητείας. Σε ένα σταμνί δικη φερέτρου, στολισμένο
με λουλούδια, τοποθετούσαν την Καθαρή Δευτέρα λερώσιμα φαγητά. Λίγα από κάθε
είδος διότι δεν περίσσευαν και πολλά.
Τα περιέφεραν ολοφυρώμενοι και
τζαγκουρνομαδούμενοι, κλαίγοντας γι αυτό που χάνουν αλλά και γι αυτό που θα
ακολουθήσει και κατέληγαν σε μια κανονική κηδεία της στάμνας στο κοιμητήριο του
χωριού. Σχετικές μαντινάδες που ακούγονταν ως μοιρολόι ήταν:
«Ο λαζανάς ψυχομαχεί κι ο μακαρούνης κλαίει κι ο κρόμυδος
σουρσουραδεί απάνω στο τραπέζι»
«Εμείς ετούτο κλέμενε εμάς ποιος θα μας κλάψει, απού το
σκορδοκρόμυδο τ΄ άντερα θα μας κάψει».
Ο Πασχάλης
Το έθιμο του Πασχάλη
απαντάται στο Σταυροχώρι Σητείας και είναι μια παραλλαγή της κηδείας.Το όνομα του συμβολίζει τα λερώσιμα πασχαλινά
φαγητά τα οποία κηδεύονται.
Ο νεκρός περιφέρεται στο χωριό και η πομπή
καταλήγει στην βρύση όπου με την απειλή του νερού αναστήνεται ο Πασχάλης Το
έθιμο αυτό κατέγραψε έμμετρα ο ριμαδόρος Κωστής Καμινάκης:
«Το ποθαμένο βάζανε για έθιμο στην βρύση
Για να βραχεί με το νερό για να τον αναστήσει
Και στου Πασχάλη τη θανή εσκούσανε στα γέλια
όσοι ακολουθούσανε μεγάλοι και κοπέλια…»
Η καμήλα
Το δρώμενο της
καμήλας είναι πολύ παλαιό. Ίσως τα πρώτα δείγματα του τα ανιχνεύουμε στον
Λιβάνιο. Αρχικά είχε ελάχιστη σχέση με την καμήλα η οποία καταλάμβανε σε όλο το
δρώμενο ένα πολύ μικρό χώρο ώσπου κατέληξε να είναι το κυρίαρχο στοιχείο του.
Ξεκίνησε ως Χριστουγεννιάτικο έθιμο και γινόταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Στο
δρώμενο αυτό άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε Καμήλες τριγυρνούσαν στους δρόμους
φωνάζοντας με σκοπό να "παραπλανήσουν" του στρατιώτες του Ηρώδη που
αναζητούσαν το νεογέννητο Χριστό.
Στην Κρήτη το έθιμο της καμήλας είχε κυρίως αστικό και
αποκριάτικο χαρακτήρα. Ήταν διαδεδομένο
στα αστικά κέντρα και μετά τον 19ο αιώνα υπάρχουν δημοσιεύματα που στηνόταν με
πρωτοβουλία των Δημάρχων.
Σήμερα στην Κρήτη επιβιώνει ή αναβιώνει κυρίως στην
Κάινα Αποκορώνου και τον Μέρωνα Αμαρίου. Η καμήλα στα χωριά αυτά κατασκευάζεται
με μία ξύλινη σκάλα, δύο κοφίνια που αποτελούν τις δύο καμπούρες της, μία
λινάτσα και το σκελετό του κεφαλιού ενός
γαϊδάρου.
Στον ουρανίσκο του κεφαλιού τοποθετείται ένα καρούλι για να
ανοιγοκλείνει το στόμα του με το τράβηγμα ενός σχοινιού. Στα μάτια
τοποθετούνται δύο μανταρίνια και το όλο κατασκεύασμα συμπληρώνεται με προβιές
κυρίως κουνελιών.
Στην καμήλα μπαίνουν συνήθως τρεις άνθρωποι. Ένας κρατάει το
κεφάλι στερεωμένο σ’ ένα ξύλο και οι άλλοι δύο με τη βοήθεια των κοφινιών
σχηματίζουν τις καμπούρες της.
Η καμήλα πρέπει να περάσει από κάθε σημείο του χωριού, και
να καταλήξει στην κεντρική πλατεία όπου την γλεντίζουν.
Ο Αρκουδιάρης
Αρκουδιάρηδες
ονομάζονται γενικά οι μασκάρες με τα κουδούνια τα δέρματα ζώων την θορυβώδη
κίνηση και τις ρυθμικές συχνά άσεμνες κινήσεις. Όμως υπήρχε και το κυριολεκτικό
δρώμενο του αρκουδιάρη.
Κάποιος ντυνόταν γύφτος και έντυνε έναν άλλο ως
αρκούδα. Η αρκούδα στην Κρήτη παρά το ότι είναι άγνωστο ζώο έχει μεγάλο ρόλο
στα δρώμενα και τις τελετουργίες ενώ το όνομα της έχει γίνει συνώνυμο πολλών
παρεξηγημένων καταστάσεων.
Και μόνο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος ντυνόταν
αρκούδα αρκούσε για να δημιουργήσει ευθυμία. Σε παλαιότερες δύσκολες εποχές, ο
αρκουδιάρης με την αρκούδα του πήγαιναν σε απομακρυσμένα λαδοχώρια, όπως τα
Βασιλικά Ανώγεια, ο Νιπιδητός η Βιάννος.
Σταματούσαν σε κάθε αυλή, ο
Αρκουδιάρης χτυπούσε ένα χάλκωμα ως ντέφι και η αρκούδα χοροπηδούσε, στο τέλος
έβγαζαν το λαδικό και κάθε νοικοκυρά τους έβαζε από λίγο λάδι. Έτσι σταλιά
σταλιά μάζευαν το λάδι της χρονιάς τους.
Ο Μαϊμουνιάρης , που
μόνο το όνομα του προκαλούσε άλλους
συνειρμούς και ευθυμία, είναι παρόμοιο δρώμενο με αυτός του Αρκουδιάρη.
Το
έθιμο αυτό γίνεται σχεδόν μέχρι σήμερα στον Νιπιδιτό. Ένας χωριανός
μικροκαμωμένος που έχει το εντυπωσιακό ψευδώνυμο θεός ντύνεται μαϊμούνι. Ο
μαϊμουνιάρης τον έχει δέσει με ένα τεράστιο σκοινί. Πάνε σε όλες τις γειτονιές.
Πρώτος εμφανίζεται ο μαϊμουνιάρης που αρχίζει να ανελέσει το μακρύ σχοινί
δημιουργώντας αίσθημα αναμονής ώσπου εμφανίζεται στην άλλη άκρη του το δεμένο
μαϊμούνι που είναι μαζεμένο και σκυθρωπό ντυμένο με προβιές μαύρων κουνελιών.
Κάποια στιγμή ανοίγει διάπλατα τα χέρια του και εμφανίζεται μέσα από τις
προβιές, ανάμεσα στα πόδια του ένας τεράστιος φαλός που είναι τσούκος ραπάνι η
ξερός βλαστός από αρτηκα και αρχίζει να το χορεύει πλησιάζοντας απειλητικά
άντρες γυναίκες αλλά και παιδιά.
Ο Καδής
Ο Καδής είναι ένα
εντυπωσιακό έθιμο που απαντάται στον νομό Ρεθύμνου και στην Μεσαρά. Οι
εντυπωσιακότερες παραστάσεις του έχουν καταγραφεί στην επαρχία Αγίου Βασιλείου,
όπου πραγματικά εξελίσσεται με έναν αξιοθαύμαστο για την ευρηματικότητα του
τρόπο.
Ο Καδής είναι ο άρχοντας της μέρας, κάνει ότι θέλει και κανείς δεν
μπορεί να του φέρει αντίρρηση.
Δίνει προσταγές που εκτελούν οι ακόλουθοι του,
τα Καρακόλια. Ο ίδιος είναι ντυμένος με σεντόνια ή τραπεζομάντηλα καβαλικεύει
ανάποδα το γάιδαρο και όλος ο κόσμος υποκλίνεται στο πέρασμα του.
Ο Καδής δεν
μπορούσε να είναι τυχαίο πρόσωπο, επέλεγαν ένα άτομο που το εκτιμούσαν όλοι.
Είναι ο πλασματικός βασιλιάς, ο απόλυτος άρχοντας της καθαροδευτεριάτικης
«ανατροπής», με εξουσίες που διαρκούν όσο διαρκεί η ανατροπή της τάξης. Μπορεί
να επιβάλλει «πρόστιμα» και να τιμωρεί, μπορεί να ζητά δοσίματα για το γλέντι
της αγροτικής κοινότητας, μπορεί να λέει ό,τι θέλει, όπως το θέλει.
Να πως
περιέγραψε ένας Κρυοβρυσανός το έθιμο αυτό στον Γ. Αικατερινίδη:
«Το πρωί
μονομερίζομαι στη πλατεία του χωριού γη σ΄ ένα καφενείο και βαστούμε μαζί μας
νηστίσιμα φαγητά, κουκιά φάβα ελιές. Τρώμε πίνουμε και κρασάκι και άμα βγούμε
στο κέφι λέμε «να κάνομε και το καντή. Ποιος θα γενεί»; Δέχεται ένας.
Βρίσκομε
ένα γάιδαρο, στολίζομε με ένα άσπρο σεντόνι το καντή και στη κεφαλή του βάζομε
ένα τουπί καπέλο, μουστάκια και γένια με λινάρι, τσιμπούκι με τρυπημένο κρομύδι
και καλάμι, στάχτη στο κρομμύδι μέσα και άμα πάει κιανεις να τονε χαιρετίσει
δίνει μια φυσέ και τον αθοποτίζει…… Έχει την αστυνομία του, άντρες ντυμένους με
χωροφυλακίστικα και εκτελούνε τις διαταγές του. ….»
Ο εξομολόγος
Το βυζαντινής
καταγωγής δρώμενο του Εξομολόγου απαντάται κυρίως στην Κεντρική Κρήτη.
Λαμβάνει
χώρα στο κέντρο του χωριού όπου ένας παριστάνει τον ιερέα στον οποίο
προσέρχονται οι πιστοί και εξομολογούνται φωναχτά και με στόμφο.
Ο ιερέας που
γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα τους κάνει πονηρές ερωτήσεις που εμπεριέχουν
αληθινά γεγονότα τα οποία ο εξομολογούμενος προσπαθεί να αποφύγει ή να
αποκρύψει, δημιουργώντας έτσι ένα θεατρικό σκηνικό με ποικίλους
αυτοσχεδιασμούς.
Ούτε η θεία κοινωνία ξέφυγε από τα αποκριγιώματα αφού στο
τέλος ο εικονικός ιερέας κοινωνούσε τους πιστούς ρακί μέσα από ένα φαλόσχημο
ασκό. Στην Μεσαρά ο Εξομολόγος ονομάζεται Ξαγοράρης.
Ο Νάνος
Αποκριάτικη
μεταμφίεση από τις Άνω Ασίτες Μαλεβιζίου προσαρμοσμένη στη λογική του αλλόκοτου
και του εξωπραγματικού.
Ένας άντρας παριστάνει τον νάνο και περιφέρεται μέσα
στο χωριό, ξεσηκώνοντας μόνο με το πέρασμα του μικρούς και μεγάλους. Η
τοποθέτηση ράβδου στη μέση του μεταμφιεσμένου δημιουργεί την ψευδαίσθηση χεριών
καλυμμένων με μεγάλο πουκάμισο και παραπέμπει στην εικόνα ενός ανθρώπου πολύ
χαμηλού αναστήματος.
Με την τεχνική αυτή ο θεατής νομίζει ότι οι ώμοι
βρίσκονται εκεί που ευρίσκεται η μέση ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Μια κνισάρα
τοποθετείται πάνω από το κεφάλι και σκεπάζεται με σεντόνι ή άλλο ύφασμα
επιτείνοντας το τερατόμορφο αποτέλεσμα, ενδεικτικό της αποκριάτικης
ευρηματικότητας που ίσως στην εποχή μας να χαρακτηρίζονταν και ρατσιστική.
Η καμπουρόγρια
Η γριά γενικά κατέχει
μεγάλο μέρος στην αποκριά. Η φυσική φθορά. η αδυναμία, η αναπηρία και η ασχήμια
προκαλούσαν πάντα το γέλιο στις λαϊκές τάξεις κάτι που σήμερα αποποιούμαστε
μετά βδελυγμίας.
Ποιος μπορεί σήμερα να γελάσει με έναν ανάπηρο; Παλαιότερα
όμως ήταν συνηθισμένο και αποδεκτό. Πολύ περισσότερο την αποκριάτικη περίοδο
όπου όλα επιτρέπονται.
Ένας άντρας μεταμφιέζεται σε άσχημη γριά με μια τεράστια
καμπούρα και περιφέρεται την καθαρή Δευτέρα ανάμεσα στον κόσμο που
διασκεδάζει. Κουτσαίνει, τραυλίζει,
πέφτει, σηκώνεται, πηδά πέρδεται και ρίχνεται πονηρά στους άντρες.
Η
καμπουρόγρια είναι συνηθισμένη σε όλη την Κρήτη. Ο κόσμος την χτυπά και την πειράζει, αυτή τους
κυνηγά με την κατσούνα της εκστομίζοντας φοβερές και πρόστυχες κατάρες.
Όπως, να τους μαραθεί και να κρεμάσει σαν
τη κουναλίδα (για τους άντρες) να τους αραχνιάσει και να μπαινοβγαίνουνε μόνο
καβρομαμούνες (για τις γυναίκες).
Το όργωμα
Από τα πιο
συνηθισμένα δρώμενα είναι η εικονική αροτρίωση στην οποία έχει αποδοθεί
γονιμικός χαρακτήρας. Δύο άντρες
παριστάνανε τα βόδια και ζευγμένοι κανονικά με τον ζυγό το αλέτρι και τα
λούρα προσποιούνταν ότι όργωναν ένα χωράφι.
Ένας άλλος παρίστανε το ζευγά
φωνάζοντας τα πολύ γνωστά τότε επιφωνήματα «Έσωι, Λάσω!, Αντάρ! Να βουινά!». Δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι το πιο τρανταχτό αστείο που προκαλούσε ασταμάτητο γέλιο αλλά και πολλές παρεξηγήσεις ήταν να
αφήσουν να υπονοηθεί ή να αποκαλέσουν κάποιον χοντρό κτήμα (γάιδαρο βουι, μουλάρι αϊλιά) πόσο μάλλον στην προκειμένη
περίπτωση που ο άνθρωπος μεταμφιεζόταν εκουσίως σε αυτά.
Ο κακός σύντροφος
Ένα άλλο πολύ
ενδιαφέρον δρώμενο λόγω του λεπτού θέματος του ήταν ο κακός σύντροφος.
Το
δρώμενο αυτό που υπήρχε στο Μαλεβίζι, μου ανέφερε με αφορμή αυτή την ομιλία η
κ. Μιράντα Τσαφαντάκη που η ευαισθησία της διαφύλαξε ιδιαιτέρες αναμνήσεις, από
μια κοινωνία που η ίδια τις έχει λησμονήσει.
Ο κακός σύντροφος είναι ο κακός
σύζυγος, ο κακός ορτάκης, ο κακός
σιμισάτορας για τον οποίο γινόταν ένα δημόσιο δικαστήριο που στο τέλος τον
απέδιδε στην κρίση της κοινής γνώμης.
Η
δε κοινή γνώμη οχλοκρατούμενη και οχλαγωγούμενη όπως πάντα, τον κυνηγούσε γύρω
γύρω στο χωριό φωνάζοντας βρίζοντας και χτυπώντας τον με στρουφιγμένα πανιά.
Αυτός που θα παρίστανε τον κακό σύντροφο έβγαινε με «τσουμπανιάτες», ένα είδος
κλήρωσης που έχανε όποιος έμενε τελευταίος.
Οι Λεράτοι
Οι Λεράτοι, ή Λεράδες
ή Κουδουνάτοι (στην άλλη Ελλάδα, έχουν πολλά άλλα ονόματα), είναι το πιο γνωστό
το πιο χαρακτηριστικό αλλά και το πιο αρχέγονο αποκριάτικο δρώμενο.
Χαρακτηριστικό του είναι τα κουδούνια ή λέρια των ωζών και ο ήχος ή καλύτερα ο
θόρυβος που παράγουν. Εξ’αλλου ο θόρυβος είναι ένα από τα κυριότερα
χαρακτηριστικά της Αποκριάς. Λεράδες απαντούν σε όλη την Κρήτη αλλά κυρίως στα
ορεινά και κτηνοτροφικά χωριά όπου και τα κουστούμια είναι ευκολόβριχτα.
Δέρματα ζώων μαζί με τα μαλλιά και κουδούνια. Ο αποτροπαϊκός χαρακτήρας των
Λεράδων έγκειται στο θορυβώδες πέρασμα τους.
Στο νότιο Ρέθυμνο και στα Αστερούσια οι Λεράδες κινούνται σε
ομάδες. Ο επικεφαλής τους ονομάζεται Αράπης και είναι ντυμένος με μαύρες
προβιές προβάτων ενώ γύρω έχει κρεμάσει τα περισσότερα και μεγαλύτερα
κουδούνια.
Πίσω του ακολουθούν οι υπόλοιποι Λεράδες με αρκετά κουδούνια και
αυτοί στο λαιμό και την μέση τους.
Τρέχουν δαιμονισμένα στα σοκάκια και σταματούν σε κεντρικά σημεία του
χωριού, όπου χορεύουν έναν εκστατικό και παταγώδη χορό.
Ο Θ.Δετορακης αναφέρει
ότι «σε πολλά χωριά του Ρεθύμνου οι μεταμφιεσμένοι χορεύουν ένα χορό με πολλές
άσεμνες κινήσεις, τον Αράπικο. Είναι πιθανόν κατάλοιπο ενός άσεμνου αρχαίου
χορού που λεγόταν Κόρδαξ, γιατί στα γιαλίτικα χωριά λέγεται ακόμη σήμερα
Κόρακας».
Ο Αρκουδιάρικος χορός
Οι πιο επιτυχημένοι
Λεράδες επιβιώνουν μέχρι σήμερα την Καθαρά Δευτέρα, στα Αποκριγιώματα, στην Γέργερη Ηρακλείου όπου όμως αποκαλούνται
Αρκουδιάρηδες.
Πολλοί μικροί όμιλοι μασκαρεμένων, με πολλά κουδούνια κρεμασμένα
πάνω τους, περιφέρονται δεμένοι μεταξύ τους με σκοινιά.
Τους τραβά ο
Αρκουδιάρης που πηγαίνει μπροστά και αυτοί χορεύουν τον Αρκουδιάρικο χορό, με
τα κουδούνια να προκαλούν ισχυρό θόρυβο. Μάλιστα ο Αρκουδιάρικος χορός έχει ειδικό σκοπό που παίζεται με τις
ασκομαντούρες και τα λοιπά πνευστά όργανα που αξιοθαύμαστα και αυτά αναβιώνουν
σήμερα στην Γέργερη.
Ο Άγιος Μουζωμένος
Τα μουτζουρώματα με
λαδομουζουδιές την καθαροδευτέρα είναι το συνηθέστερο έθιμο σε όλη την Κρήτη.
Ο
ένας προσπαθεί να μουζώσει τον άλλο και πολλές φορές δημιουργούνται
παρεξηγήσεις, ιδιαίτερα στις μουζωμένες γυναίκες καθώς η μουζουδιά είναι λέξη
συνώνυμη της προστυχιάς και της ασχήμιας.
Βασικό χαρακτηριστικό του εθίμου
αυτού είναι να μην μείνει κανείς αμούζωτος την Καθαρή Δευτέρα, που μια από τις
ετοιμολογίες της αποδίδεται σε ευφημισμό λόγω της γενικότερης βρώμας.
Κάποιοι
έχουν ανιχνεύσει και στα μουτζουρώματα λόγω του μαύρου χρώματος χθόνιους
συμβολισμούς. Η χρήση του μαύρου χρώματος εξάλλου ήταν απαραίτητη και στις αρχαίες Διονυσιακές τελετουργίες.
Το πρόσωπο παραμορφώνεται με
μουζουδιές αλλά είναι απολύτως αναγνωρίσιμο. Απαραίτητος είναι ένας σταυρός στο
μέτωπο του μουζωμένου. Το μαύρο είναι το χρώμα του θανάτου και του διαβόλου. Ο
σταυρός στο μέτωπο καθαγίαζε τον φοβερό συμβολισμό και του απέβαλε το κακό στοιχείο.
Ο Διακονιάρης
Κοινό σε όλη την
Κρήτη δρώμενο όπου ένας παριστάνει τον ζητιάνο κρατώντας ένα λαδικό. Οι
νοικοκυρές τον καλούν αλλά τον ξεγελούν και αντί για λάδι του βάζουν στο λαδικό
νερό. Αυτός το ανακαλύπτει εξοργίζεται και καταβρέχει με αυτό τον κόσμο.
Ο Γιατρός με το κουφό
Το δρώμενο στήνεται στην
μέση του χωριού. Ένας παριστάνει τον γιατρό και ένας άλλος τον κουφό ασθενή.
Ξαπλώνει ο γιατρός τον κουφό στο έδαφος και του κάνει διάφορες πρόστυχες
γιατρικουλιές με ένα ραπάνι. Στην προσπάθεια να συνεννοηθούν ευρίσκεται το
αστείο καθώς άλλα λέει ο γιατρός και άλλα ομόηχα καταλαβαίνει ο κουφός.
Ο Περβολάρης
Το έθιμο αυτό έχει
καταγραφεί στις Ασίτες. Ένας κάνει τον Περβολάρη και μια άλλη ομάδα αντρών
παριστάνει τα λάχανα. Ο Περβολάρης κτυπά τις κεφαλές τους για να δει αν είναι
μεστωμένες (η αμέστωτη κεφαλή είναι γνώρισμα του ηλίθιου) η προσπαθεί να πιάσει
την ρίζα τους, για να δει αν είναι ριζωμένα. Τα λάχανα τρέχουν για να μην
πιάσει ο περβολάρης την ρίζα τους και τα ξεπατώσει.
Ο Άι Γιώργης
Από τα αποκριάτικα
δρώμενα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο δημοφιλέστερος Άγιος. Ο Άι Γιώργης, τον
οποίο ο λαός έχει πάνω απ΄όλα τα ιερά πρόσωπα. Όμως ούτε αυτός καταφέρνει να
ξεφύγει από την διακωμώδηση.
Το έθιμο του Αγίου Γεωργίου απαντάται κυρίως στα
χωριά γύρω από τον Ψηλορείτη και αποτελεί έναν συγκερασμό του Σφουγκατά αλλά
και του Δικαστή Αγίου.
Ο πιο λεβέντης
και εμφανίσιμος άντρας του χωριού παριστάνει τον Άγιο Γεώργιο που του έχουν
πάει τάσιμο ένα σφουγκάτο. Κάποιος όμως του το κλέβει και ο Άγιος πεθαίνει από
τον καημό του.
Τον μεταφέρουν και τον ξαπλώνουν σε ένα χωράφι και όλοι οι
άντρες του χωριού περνούν και ακουμπούν πάνω του το χέρι τους ορκιζόμενοι ότι
δεν έκλεψαν αυτοί το σφουγκάτο, όπως κάνουν δηλαδή στην εικόνα του Δισκουρίου.
Αυτός που παριστάνει τον πεθαμένο Άγιο κάποια στιγμή κλείνει μέσα στα χέρια του
τον υποτιθέμενο κλέφτη (ένα άτομο της επιλογής του) που πήρε ψεύτικο όρκο. Τότε
όλο το χωριό αρχίζει να κυνηγά τον κλέφτη και τον χτυπά με στρούμπους (πανιά
που έχουν στην άκρη δεμένο ένα κόμπο).
Στα Λειβάδια και στα Ζωνιανά τον
κυνηγούν στα αλήθεια με πέτρες και ξύλα
φωνάζοντας του «Όξω μαγαρισμένε από το χωριό μας» μέχρι να πατήσει
ξενοχωριανό χουντούτι. Του φορτώνουν στην πλάτη όλα τα κακά τα οποία
απομακρύνονται μαζί του και το χωριό καθαρίζει..
Ο μεθυσμένος γάιδαρος
Στο Μαριού και σε
άλλα χωριά του Αγίου Βασιλείου είναι πολύ διαδεδομένο το έθιμο του μεθυσμένου
γαιδάρου. Μια εύθυμη ομάδα αντρών βγαίνει στο δρόμο το πρωί της καθαρής
δευτέρας και κατάσχει τον πρώτο γάιδαρο
που θα περάσει.
Τον αρπάζουν από τον ιδιοκτήτη του ανεξάρτητα από την θέληση
του. Ύστερα ο αρχηγός της ομάδας, καβαλικεύει ανάποδα το γάιδαρο και οι υπόλοιποι ακολουθούν μουζωμένοι με όργανα και λέρια.
Πηγαίνουν στα σπίτια
πίνουν και ποτίζουν και τον γάιδαρο δίνοντας του ψωμί βουτηγμένο στο κρασί. Ο
γάιδαρος ασυνήθιστος στο πιοτό μεθά αμέσως.
Η μέθη του δημιουργεί μια
υπερδιέγερση και έτσι μεθυσμένο και σε πλήρη στύση τον γυρίζουν στο χωριό τον
βάζουν μέσα στα σπίτια και προσπαθούν να τον ανεβάσουν στις σκάλες του οντά,
για να συνευρεθεί με την σπιτονοικοκυρά.
Δημιουργείται ένα πανδαιμόνιο από τις
φωνές τα γέλια τα γκαρίσματα, τα λέρια και τα όργανα. Ο καβαλάρης βωμολοχεί
λέγοντας μαντινάδες που η αυστηρή αγροτική κοινωνία δεν θα επέτρεπε να
ακουστούν άλλη μέρα.
Δεν διστάζει σε
τίποτα λέει αθυρόστομα τα πάντα που
αφορούν τους ιδιοκτήτες του σπιτιού και την τίμια οικογένεια τους.
Έχει
υποστηριχθεί ότι το έθιμο αυτό έχει το αντίστοιχο του στα Ελευσίνια μυστήρια
όπου ελοιδωρούντο οι μύστες για να προκαλέσουν το τελετουργικό γέλιο ως
εξαγνιστική πρακτική.
Αυτός που βωμολοχούσε δεν ήταν ούτε τότε πεζός αλλά σε
μια άμαξα που έσερναν γάιδαροι. Η έκφραση «άκουσε τα εξ αμάξις» έχει σ΄αυτό την
καταγωγή της. Το βράδυ επιστρέφουν το γάιδαρο στον ιδιοκτήτη του γλεντισμένο,
μεθυσμένο και κατάκοπο.
Ο Αγιασμός
Συναντάται κυρίως στα
χωριά του νοτίου Ρεθύμνου και είναι ένα ακόμη έθιμο που παρωδεί τα ιερά και τα
όσια της θρησκείας και της εκκλησίας.
Το πρωί της Καθαρής Δευτέρας ντύνονται
κάμποσοι μερακλήδες και πιωμένοι άντρες σε παπάδες. Πάνε στην βρύση του χωριού
και κάνουν αγιασμό. Ύστερα βουτούν στην γούρνα δροσερούς θύμους και καταβρέχουν
τους περαστικούς που πάνε να ποτίσουν τα ζώα ή να πάρουν νερό για το σπίτι.
Όποιος αντιδράσει τον βουτούν ολόκληρο στις γούρνες τις βρύσης. Το έθιμο αυτό
είναι λίγο βάρβαρο καθώς ο καιρός της εποχής είναι παγωμένος και οι πρόγονοι
μας ασυνήθιστοι στο μπάνιο.
Η Κανακολαιμούσα
Το Έθιμο αυτό καθαρά
Αστερουσιανό και αδημοσίευτο,μας
θυμίζει έντονα τις απαρχές του θεάτρου.
Ονομάζεται κανακολαιμούσα γιατί
ξεκινούσε πάντα με την φράση «Ω Κανακολαιμούσα μου κι ανυχοζάφειρη μου» .Υπήρχε
εναλλαγή πεζού και έμμετρου λόγου-ακριβώς όπως και στο άρμα του Θέσπιδος και
σκοπό είχε να δείξει την ετοιμότητα των συμμετεχόντων.
Κάποιος έλεγε μια μαντινάδα και οι υπόλοιποι του έκαναν μια
ερώτηση αυτός έπρεπε αμέσως να απαντήσει έμμετρα και χωρίς να βγει από το θέμα.
Ένα παράδειγμα που έχω καταγράψει είναι αυτό:
«Ω Κανακολαιμούσα μου και ανυχοζάφειρη μου και πέρδικα μου
πλουμιστή και να σουν εδική μου»
Κάποιος έλεγε:
«Ντα πέρδικα είμαι εγώ»;
Και ό άλλος συνέχιζε:
«Πέρδικα είσαι και πετάς με τα πετούμενα σου κι ίκλεψες τη
καρδούλα μου με τα πεισματικά σου»
Ηντα πεισματικά μου λες;
«Πείσματα και πεισματικά μου κάνεις ολημέρα παράτησε τα
πείσματα και δώσε μου τη χέρα»
Να σου δώσω το πόδα μου;
«Το πόδα σου τη χέρα σου τη μύτη και τα αυθιά σου, τα μάθια
σου τα χείλια, το κώλο, τα βυζά σου»
Η ετοιμολογία των συμμετεχόντων εντυπωσίαζε και δημιουργούσε
μεγάλο θαυμασμό.
Η Σπλήνα
Ένα δρώμενο που έχει
σήμερα εξαφανιστεί είναι η σπλήνα. Το έθιμο αυτό είδε και κατέγραψε μεσούσης
της μεγάλης επαναστάσεως του 1821, που είχε λάβει μορφή γενοκτονίας
αποδεκατίζοντας τον χριστιανικό πληθυσμό, ο Rompert Pashley και δείχνει ότι τα
αποκριάτικα δρώμενα δεν σταμάτησαν ποτέ στην Κρήτη.
Ο Άγγλος περιηγητής είδε
και κατέγραψε αυτό το έθιμο στην Ρογδιά Μαλεβιζίου. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Με
τον Καπετάν Μανιά πήγα σε μια καλύβα όπου ήταν συγκεντρωμένοι καμιά τριανταριά
άντρες και γυναίκες καθώς και λίγα παιδιά…
Μεταξύ των παιγνιδιών που
ψυχαγωγούν τους συγκεντρωμένους χριστιανούς, υπάρχει ένα που ονομάζεται «η
Σπλήνα» και το οποίο είναι μια πρωτόγονη δραματική παράσταση.
Μόνο ο
πρωταγωνιστής ήταν ντυμένος για το ρόλο του. Η παράσταση του αποσπούσε συχνά
και καμπανιστά γέλια» Δυστυχώς δεν αναφέρει τίποτα περισσότερο για το χαμένο
αυτό δρώμενο.
Τα Απαλέθια
Στο Διαβαιδέ Πεδιάδας
την Καθαρή Δευτέρα διοργανώνεται ένα ξεχωριστό τυχερό αγώνισμα "Τα απαλέθια".
Την
ονομασία του την πήρε από τις πέτρες τις
οποίες πετούν οι αγωνιζόμενοι παίκτες. Ένα κομμάτι ξύλου που ονομάζεται
πρόκος καρφώνεται στο έδαφος ως σταθερό σημείο, σε ένα άλλο κινητό κομμάτι
ξύλου που ονομάζεται μούτσος τοποθετούνται κέρματα.
Οι παίκτες παίρνουν μια
πλακουτσερή πέτρα, το απαλέτι και
προσπαθούν να ρίξουν το μούτσο πετώντας το πάνω του από απόσταση μεγαλύτερη των
20 μέτρων με σκοπό να τον ρίξουν και να πάρουν όσα κέρματα πέσουν κοντά στο
Απαλέτι του καθενός.
Όταν πέσει ο Μούτσος και τα κέρματα εφάπτονται και μ’
αυτόν και με κάποιο Απαλέτι, τότε είναι ΤΟΚΑ. Σ’ αυτήν την περίπτωση το
παιχνίδι αρχίζει από την αρχή με επανακαθορισμό της σειράς χωρίς να
τοποθετηθούν άλλα κέρματα.
Στην περίπτωση που η πρόσβαση για το Απαλέτι προς
τον Μούτσο είναι αδύνατη εξαιτίας των πεσμένων γύρω του Απαλετιών άλλων
παικτών, τότε ο παίκτης που έχει σειρά να παίξει φωνάζει «ΚΑΤΩ ΚΙ ΑΠΟ ΕΝΑ».
Τότε, πριν ξαναρχίσει το παιχνίδι, τοποθετείται άλλο ένα κέρμα για κάθε παίκτη.
Αν πει μόνο «ΚΑΤΩ» τότε ξαναρχίζει το παιχνίδι χωρίς να τοποθετηθούν άλλα
κέρματα Αν κάποιο Απαλέτι σπάσει κατά την πτώση του, τότε μετράει το μεγαλύτερο
από τα κομμάτια του.
Οι βολές είναι δύο ειδών, η βολοσερτή και η ανεκαμπανιστή.
Γενικά πρόκειται για ένα παιγνίδι με
έξυπνους κανόνες και πλούσια ορολογία.
Παρόμοιο παιγνίδι παιζόταν στην Νεάπολη
Μεραμπέλου τον Μεσοπόλεμο και ονομαζόταν παλέτι ή Αμάδα.
Άλλα δρώμενα
Άλλα δρώμενα είναι ο τσαγκάρης, το δικαστήριο, ο μπέης, η
λουχούνα, το Παρασκιό, ο κουτσός, ο καταχανάς, η γητεύτρα, ο καλόγερος, το
ορφανό, η στραβή γριά, κ.α.. Τα δρώμενα αυτά διαφέρουν από περιοχή σε
περιοχή ή εμπεριέχονται στα παραπάνω,
εκτενέστερα και πιο πολυπρόσωπα.
Όπως παρατηρεί ο Γιώργος Σταματάκης, ενώ οι γυναίκες ντύνονται τσουλομασκάρες στις Απόκριες, και δεν αναγνωρίζονται, στα δρώμενα όπου το πρόσωπο παραμένει ακάλυπτο δεν
συμμετέχουν. Τα δρώμενα είναι καθαρά αντρική υπόθεση. Οι άντρες κάνουν και τους
τρείς ρόλους (άντρα γυναίκα, ζώου), όπως
γινόταν από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο
αιώνα και στο κανονικό θέατρο.
Δρώμενα ως θεατρικές παραστάσεις
Από το μεσαίωνα έχουν καταγραφεί στην Κρήτη δρώμενα με την
μορφή κανονικών θεατρικών παραστάσεων.
Μέχρι τις μέρες μας επιβίωσαν σε δύο τουλάχιστον χωριά: Τον
Νιπιδητό Πεδιάδας και τις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Και στις δύο περιπτώσεις
έχουν ρίζες που χάνονται βαθιά στο
χρόνο.
Στην εποχή μας έφτασαν αλλοιωμένα ή και εκφυλισμένα αλλά αυτό δεν
αναιρεί την αρχαία καταγωγή τους. Στην πρώτη περίπτωση στον Νιπιδιτό, έχουμε
θεατρικά δρώμενα στο στυλ των Αθηναϊκών επιθεωρήσεων.
Κάποιος χαρισματικός
χωριανός έγραφε έμμετρα σατυρικά κείμενα σε κλασικό δεκαπεντασύλλαβο τα οποία
κάποιοι άλλοι χωριανοί παρουσίαζαν δραματοποιημένα. Παλαιότερα τα έμμετρα αυτά
σκετσάκια αφορούσαν τους συγχωριανούς και τα παθήματα τους.
Κάποια από αυτά
δημιουργούσαν έριδες που κρατούν ακόμη. Αλλά αυτός ήταν και ο σκοπός τους να
πειράξουν.
Μετά την δεκαετία του 1980 και τον σοσιαλιστικό αέρα που έφερε το
ΠΑΣΟΚ η θεματολογία άλλαξε και ενώ μέχρι τότε τα σκετσάκια αφορούσαν τον
γάιδαρο κάποιου χωριανού που ξετσενωσε και ίφαε τα φυλαδάκια κάποιου άλλου, το
δέτη που τσίλασε και πλάκωσε τσ΄όρνιθες το βούι του γείτονα που ψόφησε από τη
κακοπέραση, τον ακάτεχο συγχωριανό που πήγε στην χώρα να μπερμαντέψει και
χάθηκε, μετά το 1980 άρχισαν να παρουσιάζουν θέματα όπως οι βάσεις του θανάτου,
ή αλληλεγγύη, η πάλη των τάξεων ο αδηφάγος καπιταλισμός η ισότητα των δύο φύλων
η επάρατη δεξιά.
Ένας πραγματικά χαρισματικός χωριανός έγραφε τα έμμετρα
στιχάκια και οι υπόλοιποι τα αναπαριστούσαν. Κάποια από αυτά ήταν ιδιαιτέρως
έξυπνα.
Προσέλκυαν πολύ κόσμο από τα γύρω χωριά που πίστευε ότι αυτό τους
ανύψωνε πνευματικά και ότι ήταν και αυτοί μέρος της μεγάλης αλλαγής που
συντελούνταν στην κοινωνία άσχετα που τα
περισσότερα τους ήταν ξένα και άχρηστα.
Τα δρώμενα του Νιπιδητού προβλήθηκαν
τόσο ώστε η ίδια η Μελίνα Μερκούρη, υπουργός Πολιτισμού τότε, κατέβηκε και τα
παρακολούθησε..
Τα Μπουντάλια
Η άλλη περίπτωση
αφορά το χωριό Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, όπου κάθε Αποκριάτικη Περίοδο ελάμβαναν
χώρα τα Μπουντάλια.
Τα Μπουντάλια διοργανώνονταν από παρέες δραστήριων νέων και
κάθε χρόνο είχαν ένα καινούριο θέμα. Ξεκίνησαν και αυτά με θέματα όπως το
Λιομάζωμα, η αγγειοπλαστική, η ζωοκλοπή κλπ για να καταλήξουν σε ολοκληρωμένες
θεατρικές παραστάσεις με τελευταία θέματα το Μπόλιγουντ την Γιουροβίζιον και
τον Ελληνικό κινηματογράφο.
Πρόκειται για παραστάσεις που μπορούν να
συναγωνιστούν ακόμη και επαγγελματικές. με καλαίσθητα και ακριβά κουστούμια και
σκηνικά, πανέξυπνα κείμενα, άψογα σκηνοθετημένα και παιγμένα πάντα από νέους
του χωριού.
Τα μπουντάλια λόγω της επιτυχίας τους βγήκαν τελευταία εκτός
αποκριάτικής περιόδου. Και στις δυο παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να πούμε ότι
αλλιώς ξεκίνησαν άρρηκτα συνδεδεμένα με την αποκριά και αλλιώς κατέληξαν να μην
έχουν καμιά σχέση με αυτήν. Και στις δύο περιπτώσεις και παρά την όποια εξέλιξη
τους δεν πρέπει να αγνοήσουμε την αρχική καταγωγή που ήταν αποκριάτικη.
Εξάλλου όλες οι μεταμφιέσεις γινόταν αποκριάτικη περίοδο.
Καμιά άλλη περίοδο δεν είχε τέτοια έθιμα. Επίσης ο όρος ηθοποιός ήταν άγνωστος
στις αγροτικές κοινωνίες. Πριν την εμφάνιση της τηλεόρασης δεν υπήρχε καν. Γι
αυτό οποιοσδήποτε άλλαζε ρούχα και παρίστανε κάτι άλλο από αυτό που ήταν, ήταν
μασκάρα τελεία και παύλα.
Ακόμη και στις σχολικές παραστάσεις όταν μετά τα μέσα
του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν τα σκετς που έπαιζαν τα παιδιά παριστάνοντας κατά
κανόνα τους Σουλιώτες, τα αποκαλούσαν όλοι μασκαράκια.
Πρέπει να πούμε εδώ ότι οι θεατρικές παραστάσεις ήταν πάντα
μέρος των αποκριών. Μαρτυρίες έχουμε ήδη από την εποχή της Βεντοκρατίας. Ο
Ιωάννης Παπαδόπουλος αναφέρει ότι κάθε χρόνο στις αποκριές… έπαιζαν στον
χάνδακα ελληνικές κωμωδίες περισσότερες από μία κάθε φορά.
Η τούρκικη κατάκτηση
διέκοψε και αυτή την πολιτιστική παραγωγή που συνεχίστηκε ανώνυμα όπως είδαμε
παραπάνω από λαϊκά και αγροτικά στρώματα
με τα Μπουντάλια στις Μαργαρίτες, την Κανακολαιμούσα στα Καπετανινά και τα
έμμετρα επίκαιρα σκέτσα στον Νιπιδιτό τις Απεζανές και αλλού.
Οι γυναίκες δεν ελάμβαναν μέρος στα δρώμενα, όμως η συμμετοχή τους στην αποκριάτικη εθιμοτυπία ήταν έντονη.
Στα Kαπετανιανά, που ήταν ένα ορεινό και αυστηρό χωριό, ως
σφακιανής καταγωγής, γινόταν γυναικοσυνάξεις. Μαζεύονταν, απόγευμα συνήθως, οι
κοπελοπούλες ανά γειτονιά, κρατώντας και τα πιταράκια τους, και έστεναν ένα
δικό τους γλέντι.
Δεν ήταν δυνατόν να βρεθούν τόσοι λυράρηδες ούτε και υπήρχε
άλλος τρόπος να έχουν μουσική. Έτσι κατέφευγαν στην μπουκόλυρα. Μια γυναίκα που
ήξερε να παίζει λύρα με το στόμα της (εξ ου και μπουκόλυρα) αναλάμβανε το
κομμάτι της μουσικής, ως ο λυράρης της συνάξεως.
Υπήρχαν γυναίκες που έπαιζαν
εξαιρετική μπουκόλυρα πιάνοντας άπταιστα όλους τους σκοπούς.
Για τον ασιγανό
τον χανιώτη και τους άλλους αργούς χορούς επαναλάμβαναν τις λέξεις
«ντέλε-ντελε-ντέλε» για δε τον πεντοζάλη τον μαλεβιζιώτη και τους άλλους πιο
γρήγορους χορούς «το φιουφιούντουλου φιουφιούντουλου».
Με την ρυθμική επανάληψη
των λέξεων αυτών απέδιδαν τον σκοπό. Οι κοπέλες χόρευαν και λέγανε
ανεγυριστικές μαντινάδες οι οποίες λόγω των ημερών περιείχαν πολλά πειράγματα.
Κι επειδή οι γυναίκες είναι πιο σκληρές από τους άντρες δεν άφηναν τίποτα να
πέσει κάτω.
Ότι κρατούσαν μέσα τους όλο ο χρόνο έβρισκαν ευκαιρία τώρα, να το
πετάξουν ανεγυριστικά. Μια από τις γνωστές διηγήσεις αναφέρει, ότι μια χρονιά
γινόταν η ίδια γυναικοσύναξη και οι
κοπέλες χόρευαν λέγοντας μαντινάδες. Όλες οι κοπέλες ήταν ωραίες εκτός μια που μάλιστα ήταν πολύ άσχημη.
Τότε
μια από τις υπόλοιπες κοπέλες είπε την μαντινάδα:
«Όλα στο κόσμο όμορφα μα ένα δε μ΄αρέσει, ήντα γυρεύει ο
λεκές με στου χασέ τη μέση»
Τότε η άσχημη κοπελιά κατάλαβε ότι γι αυτή ήταν και απάντησε
αμέσως:
«Κακή μαι και κατέχω το, άσκημη και θωρώ το. Μα εκειά που το
χουν οι καλές, το χω κι εγώ χαρώ το»!
Όλες οι κοπελιές έτσι μάθαιναν τους χορούς. Κάποιες από
αυτές ήταν ίσως και η μοναδική φορά που θα μπορούσαν να χορέψουν καθώς οι αυστηροί
γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να συμμετέχουν στα γλέντια για να μην τους πιάνουν τα χέρια οι ντελικανίδες .
Στις συνάξεις αυτές οι γυναίκες κατανάλωναν και κρασί.
Κάποιες ασυνήθιστες μεθούσαν αλλά οι υπόλοιπες τις προστάτευαν για να μην
εκτεθούν.
Οι νεαροί του χωριού έβρισκαν αφορμές να πηγαινόρχονται στις
γειτονιές άλλοτε για να ρωτήσουν γα ένα χαμένο μαροψάρι, άλλοτε για γυρέψουν
ένα σουβλί που πεσε από τον αραγό τους. Πήγαιναν στην αυλή στεκούλιζαν
αντγιάγερναν, ξερόβηχαν και όλο κοντοσίμωναν στην πόρτα που την είχαν επίτηδες
ξεχάσει μισάνοικτη οι κοπελιές.
Έκαναν πως δεν τους έπαιρναν χαμπάρι και έκαναν
τα καλύτερα τως πάσα. Και οι ντελικανίδες λίγα θωρούσανε και πολλά
καταλαβαίνανε και είχαν να διηγούνται σάμε τις γκαλικές στα όρη.
Τα χέλια
Ιδιαίτερα γλέντια στήνονταν στα παραποτάμια χωριά, όπως αυτά
που βρίσκονται κοντά στον Αναποδάρη.
Συνήθιζαν οι κάτοικοι των χωριών αυτών να
πηγαίνουν στις όχθες του ποταμού να στήνουν παγίδες και να πιάνουν χέλια του
γλυκού νερού. τα οποία έψηναν επιτόπου καθώς τα θεωρούσαν νηστίσιμα και τα
κατανάλωναν με άφθονο κρασί και γλέντι.
Το έθιμο αυτό ήταν πολύ παλιό. Το είχαν
οι κάτοικοι των παρακείμενων χωριών πριν εξισλαμιστούν. Μετά που τούρκεψαν
εξακολουθούσαν να το κάνουν παρόλο που ως μουσουλμάνοι δεν έκαναν αποκρά ούτε
συμμετείχαν σε κανένα από τα δρώμενα.
Όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών στα
χωριά αυτά εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες προερχόμενοι κυρίως από το Ικόνιο, μαζί με
άλλους χριστιανούς που κατέβηκαν από τα ορεινά χωριά. Κι οι δύο ομάδες
συνέχισαν να γλεντούν στις όχθες του Αναποδάρη και να καταναλώνουν τα χέλια
του.
Το τσιμένι
Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες στην
περιοχή από τα ελάχιστα ιερά πράγματα που κατάφεραν να φέρουν μαζί τους, ήταν
και οι σπόροι δύο φυτών. Του τσιμενιού και του ύπνου.
Τα φυτά αυτά τα
καλλιεργούσαν μέχρι την εποχή του Μεταξά οπότε απαγορεύτηκαν πολύ αυστηρώς.
Αλλά και πριν την απαγόρευση τους η καλλιέργεια
τους ήταν περιορισμένη και η κατανάλωση τους γινόταν μυστικά και σε
εξαιρετικές περιπτώσεις όπως η Καθαρή Δευτέρα.
Το τσιμένι είναι ένα φυτό που
είναι μεν γευστικό αλλά βρωμάει πάρα πολύ και η άσχημη μυρωδιά του μεταφέρεται
στο σώμα εκείνου που το καταναλώνει, ο δε ύπνος είναι η γνωστή οπιούχος
παπαρούνα που δημιουργεί παραισθήσεις.
Η ελευθεριότητα των αποκριών τους
επέτρεπε να κάνουν κατανάλωση και χρήση αυτών των φυτών με όλα τα επακόλουθα. Η
κατάσταση ιδιαίτερα της πρώτης γενιάς των προσφύγων ήταν πολύ συγκινητική.
Γκετοποιημένοι ακόμη διασκέδαζαν σε ξεχωριστές ομάδες από αυτές των ντόπιων. Οι
δε ντόπιοι έκπληκτοι τους έβλεπαν να διακόπτουν απότομα το γλέντι να
αγκαλιάζονται κύκλω, και να κλαίνε σπαρακτικά.
Η κατανάλωση των δύο φυτών τους έφερνε στον νου την χαμένη τους
πατρίδα. Η όσφρηση και η γεύση, είναι οι
αισθήσεις που γεννούν τις εντονότερες αναμνήσεις Έτσι το γλέντι μεταβάλλονταν
σε θρήνο και η αποκριά έβρισκε την διττής υπόσταση.
Φαλλοί και φαλλοφόροι
Τα έθιμα με τους φαλλούς και τους φαλλοφόρους μασκαράδες είναι τα
αρχαιότερα αποκριάτικα έθιμα που επιβιώνουν και
σήμερα σε κάποια μέρη της Ελλάδα
με ένα τρόπο εντελώς ψεύτικο φολκλορικό και στημένο με πλαστικά ομοιώματα, που
παραπέμπουν σε κακής ποιότητας τσόντες.
Γενικά και αυτό το πανάρχαιο έθιμο με τους έντονους συμβολισμούς έχει εκφυλιστεί
όπως και όλο το δρώμενο του καρναβαλιού αφού πλέον εξέλειπε η βιωματική σχέση
των συμμετεχόντων και το ελκυστικό και ωραίο Διονυσιακό αμπαλάζ του, τελικά
αδικείται από το ευτελές αποτέλεσμα.Εξ
άλλου ποιος μπορεί πλέον με τις σημερινές του προσλαμβάνουσες να σοκαριστεί από
ένα τέτοιο ομοίωμα.
Φανταστείτε όμως το αντίστοιχο έθιμο στις σεμνότυφες
κοινωνίες των γονέων των παππούδων μας και των γενεών που προηγήθηκαν αυτών.
Τα φαλλικά έθιμα ήταν πολύ διαδεδομένα ακόμη και στην Κρήτη,
που οι άνθρωποι διέθεταν μια ιδιαίτερη
σοβαρότητα που την επέβαλε η μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους, που οι μεν άντρες
παρίσταναν τους σπουδαίους καπετάνιους οι δε γυναίκες δεν γνώριζαν την καλύτερη
τους.
Τίτλοι που επέβαλαν βαρύ βήμα, λίγα λόγια, ελάχιστες κινήσεις, ντύσιμο
Αφγανιστάν που να μην προδίδει κανένα σημάδι του σώματος. Οι ίδιοι αυτοί
άνθρωποι τολμούσαν να βγουν από τους αυστηρούς σχεδόν βασανιστικούς και γι
αυτούς και για τους γύρω τους ρόλους και να περιέλθουν σε μια πρωτόγονη βακχική
κατάσταση κυκλοφορώντας με το
παρατεταμένο ομοίωμα ενός γιγάντιου φαλλού,
στα ίδια σοκάκια και στα ίδια μέρη όπου πριν από μία ώρα έσερναν το
βάρος των 50 αιώνων της ιστορίας τους.
Σε όλα τα χωριά έστηναν γλέντια τραγουδώντας πρόστυχα,
αξεμούριστα η αξετσίπωτα τραγούδια.. Περιστρέφονταν γύρω από τα γεννητικά
όργανα τα οποία υπονοούν ή κατονομάζουν ευθέως.
Κάποιες από τις μαντινάδες
είναι οι ακόλουθες:
«Ποπάνω θιο στα γόνατα έχω μια βρυσοπούλα
που κάνει το νερό
ζεστό κι έχει και μαύρα βρούλα»
«Όλοι αλλαξομουσουδιουν τρίχα σαν δουν στο πιάτο
Μα γω το θέλω τα φαί να να ναι μαλλιά γεμάτο»
«Ανάμεσα στα πόδια σου υπάρχει ένα ξωκλησι
άσε να βάλω τον παπά να μπει να λειτουργήσει»
Ο Πραματευτής
Ένα καθαρά φαλλικό
δρώμενο είναι ο πραματευτής. Κάποιος με ένα τσουβάλι στον ώμο, γεμάτο
υποτίθεται αντρικά μόρια, γύριζε το
χωριό διαλαλώντας την πραμάτεια του φωνάζοντας ευθέως «Καλες …….’ για χηράδες
για νοικοκεράδες για μικρές και για μεγάλες».
Κι για να πλασάρει το εμπόρευμα
του, όπως κάθε πραγματευτής έλεγε τα καλά του παινεύοντας το. Κυρίως
απευθυνόταν σε χηράδες που ήταν πιο στερημένες.
Οι γυναίκες έβγαιναν στο παραθύρι και ρωτούσαν για το εμπόρευμα.
Οι πιο τολμηρές κατέβαιναν στο δρόμο και έδιναν
παραγγελία περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τι ακριβώς χρειαζόταν.
Υπήρχε και σχετικό τραγούδι το οποίο τραγουδούσαν και χόρευαν στο ρυθμό του
Πνωμεριτη ή του Λαζαίου:
«Τις Μεγάλες Αποκρές φέραν δυο σακιά ………..
Σέρνει η μια και σέρνει η άλλη και αδειάζει το τσουβάλι
Έρχεται μια κακομοίρα είκοσι χρονώ και χήρα
Και φωνιάζει «Παλικάρια, ξετινάξτε τα τσουβάλια
Ξετινάζουν τα τσουβάλια πέφτει μια με δύο κεφάλια».
Τα φαλλικά έθιμα επιβίωσαν μέχρι πρότινος σε χωριά της
Πεδιάδας που βρίσκονται στις δυτικές υπώρειες των Λασηθιώτικων βουνών.
Σήμερα το έθιμο είχε λησμονηθεί όμως ο Γιώργος Σταματάκης βρήκε κάποιους
ανθρώπους που το είχαν ζήσει και του το περιέγραψαν με μεγάλο δισταγμό και
απαξιωτικά με μια ετεροχρονισμένη σεμνοτυφία
ως εξής: Τις αποκρές κάποιοι άνθρωποι απόλυτα μασκαρεμένοι για να μην
μπορεί κανείς να τους αναγνωρίσει έβαζαν ομοιώματα φαλλών που ήταν συνήθως
κατασκευασμένοι από βλαστούς αθανάτων ή από τσούκους.
Έβαζαν τους τσούκους μέσα
στην βράκα αφήνοντας από το άνοιγμα να βγαίνει ο λαιμός τους. Για τους τσούκους
αυτούς εργαζόταν όλο το χρόνο.
Τους καλλιεργούσαν κρυφά για να μην
αναγνωριστούν από αυτούς, κόβοντας όλους τους διπλανούς για να πάρουν όλη την
δύναμη του φυτού. Τους κρεμούσαν βαρίδια για να μακρύνουν και τους έδεναν σε
ορισμένα σημεία για να πάρουν ανάλογο
σχήμα.
Στις άκρες των αυτοσχέδιων
αυτών φαλλών έβαζαν βερνίκι των στιβανιών η λαδομουζουδιές από τα τσικάλια.
Έπειτα κρύβονταν είτε μεμονωμένα είτε σε μικρές ομάδες σε χαλάσματα βάτους
τράφους και χαράκια, μέσα ή γύρω από το χωριό περιμένοντας τους
διερχόμενους.
Έβγαιναν απότομα από την κρυψώνα τους και τους και τους
κυνηγούσαν με σκοπό να τους ακουμπήσουν αφήνοντας πάνω τους το αποτύπωμα από το
βερνίκι και την λαδομουζουδιά.
Έπειτα οι άλλοι γελούσαν βλέποντας αυτόν που
έφερε το αποτύπωμα πειράζοντας τον με πονηρά υπονοούμενα που όλοι
αντιλαμβανόμαστε.
Το έθιμο αυτό πρέπει να ήταν κοινό σε όλη την Κρήτη
καθώς ψήγματα του βρίσκουμε παντού.
Διατηρήθηκε όμως έντονα στην περιοχή αυτή
μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.
Οι
περιγραφές αναφέρουν ότι τα αγνά και αθώα κορίτσια έφευγαν από τα χωριά τους και πήγαιναν τις
μέρες αυτές στα χωριά που βρίσκονται στις δυτικές υπώρειες των Λασηθιώτικων
βουνών, περπατώντας μεγάλες αποστάσεις τάχα μου για να βρουν χόρτα ή έτρεχαν
στους αγρούς μαζεύοντας άνθη. Εκεί που
ήταν σκυμμένα ανέμελα στα χωράφια,
ξεπετάγονταν οι φαλλοφόροι και τα κυνηγούσαν
Αυτά λαχανιασμένα έπεφταν
και σηκώνονταν πετώντας άλλη πάντα και τα άνθη και τα απορόχια για να γλιτώσουν
από αυτό που όλως τυχαίως τους προέκυψε.
Και καθώς ήταν πραγματικά αγνές
κοπελοπούλες καθώς δεν υπήρχε τότε η ενημέρωση και ελευθεριότητα της εποχής
μας, βλέποντας τα κοντάρια από τους αθανάτους έλεγαν τρομοκρατημένες
«Αποκλείεται να παντρευτώ». !!!!
Ύστερα βέβαια
παντρεύονταν και έπαιρναν μια μεγάλη απογοήτευση. Το λησμονημένο αυτό έθιμο
σήμερα δεν θα μας εντυπωσίαζε. Τότε όμως
ήταν το λιγότερο εξωφρενικό.
Στο διπλανό χωριό τον Νιπιδιτό επιβιώνει ως τις μέρες μας το
εντελώς φαλλικό δρώμενο του μαϊμουνιού.