Αυτή τη φράση χρησιμοποιεί σε αποστροφή του νέου βιβλίου του «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν» ο
συγγραφέας και γνωστός δημοσιογράφος Νίκος Ψιλάκης και νομίζω δεν υπάρχει
καλύτερη για να περιγράψει το πώς φτάνει σ εμάς η ιστορία που μας διηγείται.
Μια ιστορία που κουβαλά πολύ πόνο, σχεδόν άγνωστη στους πολλούς, τουλάχιστον
στις διαστάσεις που ερεύνησε και αποκαλύπτει στο ιστορικό του μυθιστόρημα ο
Νίκος Ψιλάκης. Ταυτόχρονα όμως μια ιστορία δοσμένη με λογοτεχνική αρτιότητα και
πλοκή που κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον
μέχρι την τελευταία σελίδα.
Της Ελένης Βασιλάκη
Η συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση, πολλώ
δε μάλλον όταν αφορούν ζητήματα όπως η βύθιση του πλοίου Ταναϊς, κατά τη
ναζιστική κατοχή, ενός πλοίου που μετέφερε στα αμπάρια του Έλληνες ομήρους,
Ιταλούς αντιφασίστες και σχεδόν όλους τους Εβραίους της Κρήτης.
Οι λεπτές ισορροπίες που
κρατά ο συγγραφέας ανάμεσα στη μυθοπλασία και τα ιστορικά γεγονότα σε μια τόσο
σκοτεινή υπόθεση, είναι αξιομνημόνευτες. Γιατί όπως διαβάζουμε σε άλλο σημείο
μέσα στο βιβλίο
«Δεν είναι πάντοτε ανώδυνα τα ταξίδια στο χρόνο. Συχνά
κουβαλούν μαζί τους συναισθήματα. Ακούς μια ιστορία και βλέπεις τον εαυτό σου
ανάμεσα στις μορφές που πλάθει ο λόγος. Είναι φορές που βλέπεις τα συναισθήματα
των άλλων να εισβάλλουν στο μέσα σου κόσμο, αγαπάς, δακρύζεις, οργίζεσαι. Και
τότε γίνεσαι μέτοχος σε ότι δεν γνώριζες πριν, σ ένα κόσμο που τον βλέπεις
πρώτη φορά με τα μάτια των άλλων πριν καταφέρεις να τον αντικρίσεις με τα δικά
σου, μέτοχος ακόμα και στον πόνο που νόμιζες πως δεν σου ανήκει. Και τότε
καταλαβαίνεις ότι μπορείς να ακουμπήσεις την ιστορία, τη γνωρίζεις καλύτερα
όταν οσμίζεσαι μυρωδιές, όταν νιώθεις την ανάσα της, όταν σμίγει το ατομικό με
το συλλογικό και πορεύονται πλάι-πλάι».
Αυτό ακριβώς το συναίσθημα της
συμμετοχής γεννά η ανάγνωση του νέου ιστορικού μυθιστορήματος του Νίκου Ψιλάκη,
στον αναγνώστη του, συμμετοχής σε πράγματα, καταστάσεις και γεγονότα που μέχρι
την ώρα που πιάνει το βιβλίο στα χέρια του αγνούσε κάν οτι υπήρχαν και ως εκ τούτου δεν μπορεί να φανταστεί την τελική κατάληξη τους κι όλα αυτά τα συγκλονιστικά, που ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια του.
Παρά τις δεκαετίες που έχουν περάσει από την περίοδο όπου
τοποθετείται χρονικά η ιστορία που εκτυλίσσεται στο βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη το
περιεχόμενο της παραμένει ζωντανό και, υπό συνθήκες, επίκαιρο.
Οι περιγραφές ανθρώπων, τόπων, χαρακτήρων, συναισθημάτων και
γεγονότων αποδεικνύουν τη βαθιά μελέτη της εποχής αλλά και των πηγών τις οποίες
ο συγγραφέας αξιοποίησε. Γιατί είναι φανερό στις σελίδες του μυθιστορήματος ότι πρόκειται για μια δουλειά
αποτέλεσμα πολυετούς αναζήτησης, όπως και η αλήθεια που ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αναζητά.
«Κι οι θάλασσες σωπαίνουν», είναι ο τίτλος του βιβλίου όμως όσα
πράγματα κράτησαν μυστικά αυτές οι θάλασσες για δεκαετίες, μετά από τη βύθιση
του πλοίου Ταναϊς, ο Νίκος Ψιλάκης τα ανέσυρε από το βυθό και τα ανέδειξε. Γιατί όπως είχε πει ο
Μένανδρος «Αδύνατον τ’ αληθές λαθείν», κι εμείς θα προσθέσουμε πως πράγματι
είναι αδύνατον η αλήθεια να κρυφτεί αρκεί να βρεθεί το σωστό άτομο να την
αποκαλύψει.
Το περιεχόμενο του ιστορικού μυθιστορήματος
Στο βιβλίο «Κι οι θάλασσες
σωπαίνουν» ο αφηγητής επιστρέφει στο γενέθλιο τόπο του την Κρήτη, είκοσι χρόνια
μετά, και αναζητά τα ίχνη του πατέρα του που είχε χαθεί το 1944 και ως αιτία
της εξαφάνισης είχε αναφερθεί ο πνιγμός στο ναυάγιο του Ταναϊς. Μέρα με τη μέρα
βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τα συμβάντα του πολέμου αλλά και με τις
συνέπειες τους στις ζωές των ανθρώπων, τις κάθε λογής στοχοποιήσεις κοινωνιών
και ατόμων.
Οι παλιές πληγές ματώνουν με την πρώτη ψηλάφηση τους, το παρελθόν
εξακολουθεί να καθορίζει το παρόν, κι εκείνος-μετανάστης από την τρυφερή ηλικία
του-ταλανετεύεται ανάμεσα σε δύο ταυτότητες και σε πολλές εκδοχές των ίδιων
γεγονότων…
Τα υπόλοιπα θα τα διαβάσετε στο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου
Ψιλάκη ή μάλλον θα τα ζήσετε αφού, όπως ήδη περιγράψαμε, ο αναγνώστης δεν μπορεί
να παραμείνει αποστασιοποιημένος απ όσα διαδραματίζονται και τόσο όμορφα παρουσιάζονται μέσα στις σελίδες του.