Οι τσουλομασκαράδες κι άλλες ξεχασμένες αποκριάτικες παραδόσεις που μας θύμισε ο Γ. Σταματάκης - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Οι τσουλομασκαράδες κι άλλες ξεχασμένες αποκριάτικες παραδόσεις που μας θύμισε ο Γ. Σταματάκης



Μια εξαιρετική καταγραφή παλιών και στις περισσότερες περιπτώσεις ξεχασμένων εθίμων και δρώμενων της Αποκριάς και της Καθαράς Δευτέρας παρουσίασε στη διάρκεια εκδήλωσης, που οργανώθηκε στο πολύκεντρο νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου από τους Εθελοντές Πολιτισμού και Αντιδημαρχία Πολιτισμού και Εθελοντισμού, ο λαογράφος Γιώργος Σταματάκης.

Έχοντας δώσει ως τίτλο "Κρητικά Αποκριγιώματα. Από τις αρχαίες  διονυσιακές τελετουργίες στη χριστιανική μνήμη των ψυχών" ο Γιώργος Σταματάκης ταξίδεψε το ακροατήριο του σε εποχές που οι Αποκριές είχαν ένα διαφορετικό νόημα, στενά συνδεδεμένο με αρχαία δρώμενα τελετουργικού χαρακτήρα, από τα οποία και έλκουν την καταγωγή τους.

Όπως ο ίδιος ο Γ. Σταματάκης ανέφερε στο ξεκίνημα της ομιλίας του, τα σχετιζόμενα με τα αποκριγιώματα έθιμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι πανάρχαια και πανανθρώπινα.

 Ο κάθε τόπος όμως τα διαφοροποιεί ανάλογα με την  θρησκεία την ιστορία και την ιδιοσυγκρασία του, τρία στοιχεία που εμπεριέχονται στον πληθωρικό χαρακτήρα μας, στον υπερθετικό βαθμό, και γι αυτό τα έθιμα μας είναι πλούσια και ιδιαίτερα.

Σύμφωνα με τον  Ηρακλειώτη λαογράφο, η αποκριάτικη περίοδος ξεκινά με το άνοιγμα του Τριωδίου, ενός άκρως κατανυκτικού εκκλησιαστικού βιβλίου με χαρακτήρα καθαρά εσχατολογικό αφού αναφέρεται στις ψυχές, στην σωτηρία τους στην μετάνοια και την Δευτέρα Παρουσία του Θεού που θα κρίνει ζώντες τε και τεθνεώτες.

Ταυτόχρονα όμως το Τριώδιο είναι συνδεδεμένο με την πιο τολμηρή και ελευθεριάζουσα περίοδο της παραδοσιακής κοινωνίας. Μια περίοδο που καταργεί τα πάντα αλλά και επιτρέπει τα πάντα. Η χαρά και η λύπη συνυπάρχουν, το γέλιο με το κλάμα αλληλοδιαδέχονται. Η χαρμολύπη που μας χαρακτηρίζει ως λαό από τότε που έχουμε μνήμες βρίσκει την περίοδο αυτή την απόλυτη έκφραση της.

Ποια είναι όμως η σύνδεση μιας τόσο χαρούμενης και εκστατικής περιόδου όπως είναι οι Απόκριες με το θάνατο και τις ψυχές των νεκρών;

Ο Γιώργος Σταματάκης περιγράφει: Από το άνοιγμα του τριωδίου μέχρι την καθαρή Δευτέρα η περίοδος ονομάζεται αποκριάτικη και διαρκεί τρεις εβδομάδες. Στο κέντρο αυτής ευρίσκεται το ψυχοσάββατο. Η μέρα που είναι αφιερωμένη στις ψυχές.

Με το άνοιγμα του Τριωδίου οι ψυχές ξυπνούν. Αναμένουν το κλείσιμο του με το πρώτο Χριστός Ανέστη, που θα τους επιτραπεί να επιστρέψουν για σαράντα ημέρες  στον Απάνω Κόσμο. Οι ζωντανοί τους μνημονεύουν για να τους γαληνέψουν.

Το Ψυχοσάββατο και το ταξίδι των ψυχών

Στην μέση λοιπόν της αποκριάτικης περιόδου της χαράς και του γλεντιού γίνεται μια στάση. Η χαρά διακόπτεται απότομα. Οι γυναίκες καθαρίζουν την Παρασκευή, πριν το Ψυχοσάββατο, το σιτάρι. Όλη η διαδικασία από το καθάρισμα του σταριού μέχρι διανομή, είναι μια ιεροτελεστία που η παραμικρή λεπτομέρεια της κρύβει σπουδαίους και πανάρχαιους συμβολισμούς.

 Καταρχήν το σιτάρι καθαρίζεται τρείς φορές, γιατί κάθε ψυχή δικαιούται ένα σπυρί, κι είναι άδικο να της τύχει άγανο ή χαλικάκι. Καβουρντισμένα ρεβίθια, λευκασμένα αμύγδαλα, σταφίδες, αβάρσαμος και ρόγδι κ.α, εννέα υλικά στο σύνολο τους, πέρα από τον συμβολισμό που έχουν είναι τα βασικά εργαλεία για την διακόσμηση του πιάτου.

Στο κέντρο αυτού βάζουν ένα άνθος και το πηγαίνουν στην εκκλησία κάνοντας του χωριού την ανεγυρίδα. Πηγαίνουν από δεξιά και επιστρέφουν από αριστερά. Δεν αντιγιαγέρνουν τον ίδιο δρόμο.

Όταν φτάσουν στην εκκλησία σειραδιούν τα πιάτα μπροστά στο τέμπλο ανάβοντας στο καθένα και ένα κερί. Το κερί αυτό δεν το σβήνουν. Το αφήνουν να καεί όλο και να σβήσει μόνο του. Είναι το κεράκι της ψυχής. Αυτό που θα την βοηθήσει να βρει τον δρόμο για την πρόσκαιρη επιστροφή της.

Υπάρχει η δοξασία ότι οι ψυχές περνούν από το σκοτεινό δύσβατο και φοβερό "Της Τρίχας το Γεφύρι" που ενώνει τον απάνω με τον Κάτω κόσμο. Αν σκοντάψουν και πέσουν τις πιάνει μεγάλο παράπονο. Γι αυτό και τους ανάβουν τα κεριά να βλέπουν που πατούν.

Το μεριδοχάρτι

Στο τέλος του εσπερινού ο ιερέας παίρνει το μεριδοχάρτι της κάθε γυναίκας που έχει κόλλυβα και μνημονεύει τους πεθαμένους της προσκαλώντας τους έτσι να έρθουν και να πάρουν την μερίδα τους.

Το μεριδοχάρτι ανέκαθεν ήταν το δυσκολότερο πράγμα. Τίποτα άλλο δεν είχε βασανίσει τόσο πολύ τους προγόνους μας, ιδίως τις γυναίκες, που ήταν αρμοδιότητα τους, όσο αυτό. Ήταν αδύνατον να το συντάξουν καθώς δεν γνώριζαν γράμματα. Οι ελάχιστοι ολιγογράμματοι τις εκμεταλλεύονταν  υπερτονίζοντας το δύσκολο του εγχειρήματος και καταριόνταν την μόρφωση τους και τα βάσανα τους.  Και το αποτέλεσμα μνημειώδες. Μέχρι και τα σύμφωνα λάθος.

Σπάνιο ήταν και το χαρτί. Τελευταία χρησιμοποιούσαν χαρτόνι από τις κούτες των παπουτσιών όπου έγραφαν τα ονόματα των πεθαμένων τους και κάθε χρόνο πρόσθεταν τους νέους ή αφαιρούσαν αυτούς που για κάποιο λόγο δεν ήθελαν πλέον. Ήταν τέτοια η πεποίθηση των ανθρώπων που πίστευαν ότι με κόλλυβα και το μεριδοχάρτι καθόριζαν απόλυτα την μοίρα των πεθαμένων.

Και μια σπουδαία λεπτομέρεια: Σκορπούσαν στις ταράτσες κόλλυβα για να φάνε τα πουλιά που πάνε ψηλά στον ουρανό και φτάνουν πιο κοντά στον Θεό.

Πουλιά όμως είναι και οι ψυχές που δεν μνημονεύτηκαν στην εκκλησία, για τις οποίες δεν παρασκεύασε κανείς κόλλυβα. Αυτές οι ψυχές βγαίνουν και κάθονται στα κλαδιά των δέντρων λυπημένες. Γι αυτό και την αποκριάτικη περίοδο δεν κλαδεύουμε ούτε κόβουμε κλαδιά για να μην ρίξουμε κάτω τις σταλισμένες σε αυτά, παραπονιάρικες ψυχές.

Οι γυναίκες επέστρεφαν έπειτα στο σπίτι με την κεφαλή κλιτη και όλο το βάρος του θλιβερού καθήκοντος και της υπόμνησης του θανάτου. Ακουμπούσαν το πιάτο στο νεροχύτη, έβαζαν το μεριδοχάρτι στο συρτάρι. Με το που έκλειναν το συρτάρι αυτόματα άλλαζε και η διάθεση. Σαν να πατούσαν ένα κουμπί και η χαρά διαδέχονταν τη θλίψη!

Το φαγητό των Απόκρεων

Κυρίαρχο στοιχείο των Αποκριών για να μην πω πάνω από όλα, ήταν το φαγητό. Εξάλλου το ίδιο το όνομα τους περιέχει την λέξη «κρέας».
Όλες οι μέρες της περιόδου φέρουν ονόματα που προέρχονται από το φαγητό. Η πρώτη αποκριά ονομάζεται κρέτινη και η δεύτερη τυρινή.

Το δε τριώδιο ανοίγει συμβολικά με κρέας χοιρινό που έχει διατηρηθεί σκοπίμως από τα Χριστούγεννα. Ο χοίρος εκτός από τα Χριστούγεννα είναι συνδεδεμένος και με την Αποκριά. Τα τελετουργικά χοιροσφάγια την βυζαντινή περίοδο γινόταν την Αποκριά και όχι τα Χριστούγεννα.

 Η κατανάλωση του κρέατος ήταν απόλυτα καθορισμένη με ένα άγραφο τυπικό που όριζε τι, πώς και πότε θα καταναλωθεί το κάθε τμήμα. Το τελευταίο κομμάτι του χοίρου ήταν τα σύγκλινα που ήταν ακόμη διατηρημένα στην γλίνα. Τα έψηναν με το άνοιγμα του Τριωδίου γιαχνί με πρωτοφανήστικες γιαχνόβρουβες.

Η πρώτη βδομάδα της αποκριάτικης περιόδου ονομάζεται συγκόκαλη καθώς δεν νηστεύεται τίποτα, ούτε Τετάρτες ούτε Παρασκευές. Επιτρέπεται η κατανάλωση των πάντων. Η δεύτερη εβδομάδα ονομάζεται Κρέτινη και γίνεται αποκλειστικά κατανάλωση κρέατος και η τρίτη  ονομάζεται Τυρινή, που απαγορεύεται το κρέας αλλά επιτρέπετε η κατανάλωση όλων των άλλων λερώσιμων και κυρίως τυροκομικών προϊόντων.

Κυριαρχούν η πίτες κάθε είδους και μορφής: τηγανόπιτες, μυζιθρόπιτες, αγνόπιτες, σαρικόπιτες, σφακιανές και πολύφυλλες  πίτες καθώς και πιταράκια με τον τυρευτή, αφού οι αποκριές συμπίπτουν  με την γέννα των ωζών.

Τζουλαμάς και μακαρόνια

Την βδομάδα αυτή συνηθίζεται   στην Μεσαρά και κυρίως στα χωριά γύρω από το Πετροκεφάλι και την Πόμπια ένα εντελώς ασυνήθιστο και σπάνιο φαγητό ο Τζουλαμάς. Ένα είδος πίτας ταψιού που έχει βάση το ρύζι. (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην περιοχή αυτή έχουμε πληροφορίες για παραγωγή ρυζιού από τον 16ο αιώνα).

 Σε ορισμένα μέρη η τυρινή εβδομάδα ονομάζεται Μακαρονού επειδή τότε παρασκευάζονταν και καταναλώνονταν μακαρόνια, κατ΄ εξαίρεση στην Κριτσά ονομάζεται Λαζανού καθώς εκεί φτιάχνουν εξαιρετικό είδος λαζανιού από την εποχή του Μεσαίωνα.

Τα Μακαρόνια όπως φανερώνει και το όνομα τους είναι απόλυτα συνδεδεμένα με τις ψυχές. Ο Φαίδων Κουκουλες αναφέρει ότι η λέξη μακαρόνια είναι ελληνική και συνδέεται με  τις ψυχές των μακάρων.

Απαραίτητο πιάτο της Τυρινής Αποκριάς ήταν τα μακαρόνια που παρασκευάζονται για την μακαρία των νεκρών καθώς οι οικογενειακές μαζώξεις που γίνονται όλη την αποκριάτικη περίοδο δεν ήταν μόνο συνάξεις ζωντανών. Ήταν μια κοινωνία ζώτων τε και τεθνεώτων. Οι ψυχές των αγαπημένων νεκρών παρευρίσκονταν μαζί με τα ζωντανά μέλη της οικογένειας. Γι αυτό τα πλαστά ή σκιουφιχτά μακαρούνια  ήταν απαραίτητα στο τραπέζι.

Οι οικογενειακές συνάξεις

Οι οικογενειακές αυτές συνάξεις παλαιότερα διαρκούσαν όλη την αποκριάτικη περίοδο και έχουν απίστευτο ενδιαφέρον και από λαογραφικής αλλά και από κοινωνικής πλευράς.

Όλα τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώνονταν στο σπίτι του γεροντότερου φέρνοντας μαζί τους και τα δικά τους εδέσματα. Ενώ στις μικρές Αποκρές η μάζωξη γινόταν στο σπίτι των παιδιών στις Μεγάλες Αποκρές η μάζωξη γινόταν στο σπίτι των γονέων. «Στις μικρές με τα παιδιά σου και στις μεγάλες ξάσου», λέει ένα λόγος που θέλει να ενδυναμώσει τις μικρές Αποκρές.

Χαρακτηριστικό αυτών των συνάξεων είναι η οινοποσία. Λόγω των ημερών επιτρεπόταν η κατανάλωση κρασιού από τις γυναίκες (που ούτως ή άλλως έπιναν όλο το χρόνο), αλλά και τα παιδιά. Τα ανήλικα μπορούσαν να πιουν άφθονο κρασί τις αποκριές μπροστά σε όλη την οικογένεια! Κάπως έτσι η Τυρινή αποκρά ονομάστηκε και Ξινή, καθώς τα μεθυσμένα ανήλικα έχαναν τον έλεγχο και δεν γινόταν μάινα, οι μεγάλοι για να σολαίσουν τα έδερναν  με αποτέλεσμα του τους βγαίνουν ξινά τα γέλια της οινοποσίας.

Η Μεγάλη Αποκρά και οι δοξασίες της

Το τελευταίο αποκρίγιωμα γινόταν το βράδυ της Τυρινής. Μάλιστα ονομάζεται η μέρα αυτή  Μεγάλη Αποκρά κατά την οποία τερματιζόταν η κατάλυση λερωσίμων φαγητών.

 Το αποκρίγιωμα αυτό συνοδεύεται από πολλές δοξασίες άλλες εκ των οποίων έχουν δημοσιευτεί και άλλες όχι.

Ο κ Σταματάκης ανέφερε χαρακτηριστικά ορισμένων εξ αυτών: Κατά την διάρκεια του δείπνου δεν έπρεπε κανείς να χασμουρηθεί. Όποιος χασμουριόταν θα έλειπε του χρόνου από το τραπέζι.

Στο Μυλοπόταμο συνήθιζαν αυτό το βράδυ να φέρνουν μια στάμνα με νερό από το οποίο δεν έπινε κανείς. Ήταν το νερό του σπιτιού.

Σε όλη την Κρήτη μετά το φαγητό δεν μάζευαν το τραπέζι αλλά το άφηναν όπως  ήταν  με τα αποφάγια και τα ανύπλυτα διότι την νύχτα θα επιτρέψουν οι ψυχές και πρέπει να το βρουν στρωμένο.

Ακόμη οι νοικοκυρές έπαιρναν από το τραπέζι της Τυρινής Αποκράς ένα κομμάτι τυρί το οποίο φύλασσαν στα εικονίσματα ως ιερό. Ένα μικρό τμήμα του θρουλούσαν στην γέμιση των καλιτσουνιών το Πάσχα και ένα άλλο το έπαιρναν στην εκκλησία για να ακούσει το «Χριστός Ανέστη». Με αυτό θεράπευαν έπειτα δερματικά νοσήματα όπως μαλαθράκους εξανθήματα, τσερόνια, γαλμπούς σάφλες, μουρνιές, ταπεινάρες κλπ.

Τα τρία Σάββατα «τσι τυρινής τσι κρέτινης της πρώτης εβδομάδας» δεν λούγονται. Όποιος λουστεί πεθαίνει. «Ανάθεμα που λούστηκε τα τρία τα Σάββατα» λέει ένας από τους πολλούς έμμετρους λόγους που διαιωνίζουν το συνήθειο. Δεν το αγαπούσαν το λούσιμο οι πρόγονοι μας. 

Αν μελετήσει κανείς τα παρατηρήματα τους θα διαπιστώσει ότι ελάχιστες ήταν οι μέρες που επιτρεπόταν Το ίδιο και αυτά τα τρία Σάββατα πιστεύουν ότι όποιος λουστεί πεθαίνει, όπως το έπαθαν οι κόρες μια χήρας μάνας στα Χανιώτικα.

Οι κοπελιές μαζεύουν τα ψίχουλα από το τραπέζι της Τυρινής Αποκριάς και τα βάνουν στο  μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποιον θα παντρευτούν. Αλλού ζυμώνουν ένα πολύ αλμυρό κουλούρι το οποίο τρώνε πριν ξαπλώσουν, για να διψάσουν την νύχτα. Αυτός που θα τους φέρει στο όνειρο τους νερό θα είναι και ο μελλοντικός σύζυγος τους.

Οι βοσκοί φυλάσσουν το πόδι του πρώτου σφαχτού της χρονιάς μέχρι την Καθαρή Δευτέρα. Τότε το κρεμούν στο λαιμό του γεροντότερου ζώου του κοπαδιού ως φυλακτό.

Υπάρχουν και αρκετά έθιμα με τους ασκορδουλάκους, που ως βολβοί συμβολίζουν την γονιμότητα και την αθανασία.  Για παράδειγμα όταν κτυπήσει η καμπάνα του σπερνού της Αποκριάς κτυπούσαν με ασκορδουλάκους την πόρτα του σπιτιού, για να φύγουν   οι ποντικοί οι ψύλλοι και τα άλλα μιαρά.

Αλλού τοποθετούν ασκορδουλάκους στο πιθάρι του ψωμιού για να είναι πάντα γεμάτο. 

Στην Μεσαρά βάζουν  την αποκρά ένα βρασμένο αυγό στο εικονοστάσι το αφήνουν εκεί μέχρι τον Μάη. Έπειτα το  φυτεύουν στον κήπο για να γεννά σα τ αυγό.

Στα Χανιώτικα κρεμούσαν ένα κλαδί ελιά βαπτισμένο στο λάδι στα εικονίσματα ως προσφορά για την καλή σοδιά.

Στα Αστερούσια,  το βράδυ της Τυρινής Αποκράς  πριν ξαπλώσουν, όλα τα μέλη της οικογένειας σχεδόν σε κατάσταση ιεροτελεστίας έτρωγαν το τελευταίο λερώσιμο. Και αυτό ήταν ένα αυγό.

Το αυγό που έχει συμβολικό χαρακτήρα καθώς περιέχει το σπέρμα της ζωής ήταν το τελευταίο έδεσμα της αποκριάς και ήταν υποχρεωτικό. Παρόλο που είχαν φάει πολύ το ανέμεναν όλοι με λαχτάρα. Επειδή τα αυγά τα χρησιμοποιούσαν για συναλλαγές ήταν πολύτιμα και σπάνια τα έτρωγαν.

Έτσι το τελευταίο λερώσιμο ήταν ένα αυγό όπως και το πρώτο μετά τη σαρακοστή ήταν και πάλι το κόκκινο αυγό που είχαν στην τσέπη τους και έτρωγαν στην αυλή της εκκλησίας αμέσως μετά το Χριστός Ανέστη.

Βέβαια για να καταλάβει κανείς όλο το βάρος που έδιναν οι στερημένες αγροτικές κοινωνίες στο φαγητό της αποκριάς θα πρέπει να λάβει υπόψη τους ότι θα νήστευαν και μάλιστα αυστηρά όλη την επόμενη περίοδο μέχρι το Πάσχα. 

Σήμερα τηρούμε τα έθιμα αλλά όσα μας συμφέρει. Τρώμε καλά την αποκριά τρώμε καλά το Πάσχα αλλά τρώμε και την ενδιάμεση περίοδο. Τα έθιμα που δεν έχουν φαγητό τα έχουμε καταργήσει.

Το αληθινό νόημα της Τσικνοπέμπτης

Αυτό το διαπιστώνουμε  καλύτερα την Τσικνοπέμτη.  Από όλο το εθιμοτυπικό αυτής της μέρας, σημείωσε ο Γιώργος Σταματάκης,  κρατήσαμε μόνο το φαγητό. Αντίθετα στο παρελθόν αυτή η μέρα ήταν κατεξοχήν  η μέρα της ελεημοσύνης και της προσφοράς. Όλοι έπρεπε κάποιον να ελεήσουν και όλη η μέρα περνούσε με τη προσφορά κυρίως φαγητών. Ακόμη και η ερμηνεία του ονόματος της μέρας έχει αλλάξει.

 Σήμερα πιστεύουν ότι τσικνίζω σημαίνει τρώγω, ενώ σε   λίγο παλαιότερες εποχές τσικνίζω σήμαινε δίνω-δωρίζω.

 Υπάρχουν σχετικές παροιμίες για της τσικνοπέμπτης το μιστό ή την δώρα της η οποία πηγαίνει  κατευθείαν στον ουρανό και αγγίζει τα πόδια του Θεού. Ότι δώσεις την Τσικνοπέμπτη στη Γη αυτό θα βρει στον Ουρανό στην ώρα της Μεγάλης Κρίσης.

Η μυζήθρα της κουρούπας

Στις κτηνοτροφικές κοινωνίες υπήρχε ένα παλαιό συνήθειο ιδιαίτερο, που μόλις τα τελευταία χρόνια σταμάτησε. Το έθιμο αυτό ξεκινούσε από τα τέλη του Μαΐου με τα πογαλίσματα των ωζών και ολοκληρωνόταν μήνες μετά, την Τσικνοπέμπτη. Κρατούν το περισσότερο γάλα του Μάη ως ανάχυμα και φτιάχνουν νωπή ή γλυκιά μυζήθρα στην αμοδαρά.

Αυτό γίνεται επί μια βδομάδα. Πριν ωριμάσουν οι γλυκές μυζήθρες  τις θρουλούν σε μια λεκάνη. Ύστερα γεμίζουν με αυτές μια μεγάλη κουρούπα πιέζοντας την, ώστε να μην μείνει καθόλου κενό αέρος. Έπειτα δένουν στο στόμιο της κουρούπας σφιχτά με ένα πανί.

Στο υπόγειο του σπιτιού σκάβουν ένα λάκκο και γυρίζουν μέσα την κουρούπα αμπούμπουρα με το  στόμιο δηλαδή να ακουμπά στην γη και την σκεπάζουν με χώμα. Εκεί την αφήνουν ατάραχτη όλους τους μήνες μέχρι την Τσικνοπέμπτη. Γίνεται κάποια ζύμωση και η μυζήθρα μετατρέπετε σε ένα ξεχωριστό εξαιρετικής ποιότητας και γεύσης γαλακτοκομικό προϊόν που το λένε Μυζήθρα της Κουρούπας ή του Λάκκου.

Την Τσικνοπέμπτη αποδιαφώτιστα κατεβαίνουν στο υπόγειο και βγάζουν την κουρούπα από την γη. Όλη η οικογένεια αναμένει πάνω το άνοιγμα της. Το πάνω μέρος ένα δαχτύλι πάχος είναι των εχνών. Όλοι με την σειρά ηλικίας δοκιμάζουν το κατάλευκο σχεδόν κρυσταλοειδές αποτέλεσμα. Με την μυζήθρα αυτή κάνουν δύο είδη πίτες: τις σαρικόπιτες και τις πολύφυλλες.

 Την ίδια μυζήθρα βάζουν στα σκιουφιχτά ή πλαστά μακαρόνια θρουλώντας την στο ζουμί τους που γίνεται άσπρο σα το γάλα  και στην συνέχεια τα  τρώνε σύζουμα. Κανείς αυτή την μέρα δεν πρέπει να μείνει στο χωριό χωρίς μυζήθρα της κουρούπας.

 Κι επειδή σε ένα χωριό όλοι κατέχουν τι γίνεται στο κάθε σπίτι γνωρίζουν ποιος δεν έχει κουρούπα, είτε επειδή δεν έχει κουράδι, είτε επειδή τους έκλεψαν τα ωζά, είτε επειδή δεν του πέτυχε, είτε ακόμη επειδή είναι γέρος και φτωχός, γι αυτό πρέπει υποχρεωτικά να πάνε σε όλα τα σπίτια μια μικρή ποσότητα.

Την μέρα αυτή όλο το χωριό ήταν τσικνωμένο.  Όποιο τηγάνι  δεν δούλευε αυτή την μέρα θα τσίκνωνε ολοχρονίς του χρόνου.

 Η μέρα συνεχιζόταν  με τις  προσφορές. Η ανταλλαγή φαγητών γινόταν μέχρι το βράδυ και είχε προσλάβει καθολικό χαρακτήρα. Το σπίτι που πρόσφερε γινόταν ταυτόχρονα και αποδέκτης. Όλοι έδιναν σε όλους και όλοι έπαιρναν από όλους. Όλοι στο χωριό αυτή την μέρα περιέφεραν πιάτα. Έδιναν και έπαιρναν! Στο τέλος δεν ξεχώριζες το δικό σου από το ξένο. Και η λειτουργία αυτή της εθιμικής δωρεάς ανάγεται στα αρχαία νεκρικά έθιμα.

Οι μεταμφιέσεις

Βλέπουμε λοιπόν από την μια πλευρά να κυριαρχούν τα έθιμα που συνδέονται με τις ψυχές των νεκρών έθιμα και τελετουργίες πανάρχαια. Και από την άλλη οι μεταμφιέσεις, που και αυτές έχουν αρχαίες ρίζες και συγκλονιστικούς συμβολισμούς.

Ο Γιώργος Σταματάκης ξεκίνησε την περιγραφή του από τους απλούς μασκαράδες, εκείνους δηλαδή που κυκλοφορούσαν όλη την αποκριάτικη περίοδο και έμπαιναν σε όλα τα σπίτια κατά την διάρκεια του δείπνου ή της αποσπερίδας.

 Οι μασκαράδες της παράδοσης μας δεν είχαν καμιά σχέση με τους σημερινούς, υπογράμμισε, τους χαρακτήριζαν τρία στοιχεία. Το ένα ήταν να γίνουν όσο το δυνατόν πιο άσχημοι. Όμορφος μασκαράς δεν λογούντονε διότι   δεν υπάρχει. Εξάλλου ο όρος μασκάρας είναι συνώνυμος του άσχημου.

 Σήμερα ντύνονται βασίλισσες του Χιονιού Αντουανέτες, ανοιξιάτικα πρωινά, τρελοί μπόμπιρες ή ακόμη πιο ξενέρωτα θέματα όπως για παράδειγμα Τυχερά Τραπουλόχαρτα. Πως να μειδιάσεις έστω, με έναν μασκαρά που παριστάνει το τραπουλόχαρτο και γιατί να μπει και αυτός σε αυτή την διαδικασία και γιατί να βάλει κι εσένα. Συναγωνίζονται να ράψουν ακριβά κουστούμια και να γίνουν ωραίοι και αξιοθαύμαστοι.

Αυτό δεν ίσχυε  παλαιότερα με τους αποκαλούμενους τσουλομασκαράδες,  που ήταν πραγματικά ντυμένοι με τσούλια. Ότι περίσσευε. Παλιά φθαρμένα ρούχα, προβιές ζώων φλοιοί δέντρων κλπ.

Το δεύτερο στοιχείο ήταν να μην γνωρίζονται. Ο μασκαράς δεν έπρεπε με τίποτα να ξεμασκαρωθεί. Η αναγνώριση ήταν μεγάλη ντροπή και επέφερε την κοινωνική κατακραυγή. Η λέξη ξεμασκαρωμένος έχει την έννοια του ξεγιβεντισμένου.  Δεν ήταν κακό να ντυθεί κάποιος μασκάρα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ντροπή όμως από το να αναγνωριστεί.

 Μάλιστα σε περίπτωση που ο ξεμασκαρωμένος ήταν γυναίκα τα πράγματα χειροτέρευαν ακόμη περισσότερο. Λέει το ευρωπαϊκό σαβουάρ βιβρ ότι μια γυναίκα  την δέρνεις  μόνο με τον μίσχο ενός λουλουδιού. Το δικό μας λέει ότι   μια γυναίκα τη  δέρνεις μόνο  αν είναι μασκάρα και καταφέρεις να την ξεμασκαρώσεις.

Ο Γιώργος Σταματάκης είπε στο σημείο αυτό «Είχα ακούσει πολλές φορές σοβαρές γυναίκες και  άντρες ιστάμενους να κατακρίνουν άλλους που είχαν σηκώσει χέρι σε γυναίκα. Και να λένε με όλη την σοβαρότητα και το ισταμενιλίκι τους. Οι κακοί άντρες δέρνουνε γυναίκες. Οι καλοί άντρες δέρνουνε μόνο μασκάρες»

 Γενικά υπήρχε πάντα η τάση να ξεμασκαρώνει μια ομάδα κάποια άλλη ομάδα μασκαράδων. Αυτό ελογούντανε επιτρεπτό και μέσα στα πλαίσια της εθιμοτυπίας των ημερών.

Μια χρονιά στο δικό του χωριό ντύθηκαν μασκάρες δύο αξιοσέβαστες γυναίκες. Οι καλύτερες κυρίες του χωριού που έχαιραν μεγάλης εκτιμήσεως. Εφάγανε ήπιανε τα κρασάκια τους εκοιμήσανε τα κοπέλια και τσ΄αντρες τους και ύστερα εβάλανε ότι τσουλερικό βρήκαν και πορίσανε. 
Εμπήκανε στα πρώτα σπίτια και κανείς δεν τις γνώρισε. Μια στιγμή εφτιαρμίστηκε η μια και καταλάβανε από αυτό ότι ήταν γυναίκες. Αμέσως χυθήκανε να τις ξαμασκαρώσουν. Όμως αυτές είχαν  πάρει μαζί τους δυο σιντεροκάτσουνα από αυτά που φτάνουνε στα ξέκορφα τα σύκα το καλοκαίρι και χτυπούσανε στην ψυχή. Καταφέρανε και ξέφυγαν στο σκοτάδι.

 Χάθηκαν μέσα στα ρυάκια και κρυβόταν όλη νύχτα. Όλη νύχτα  τις έψαχναν για να τις ξεμσκαρώνουν. Μην μπορώντας να μπουν στο χωριό τράβηξαν προς την Κουμάσα, όπου κρύβονταν έξι μέρες . Την άλλη μέρα όλο το χωριό αναμετριούντονε για να δει ποιες λείπουν. Οι μόνοι που   κατάλαβαν ποιες ήταν, ήταν οι άντρες τους, οι οποίοι προσπάθησαν να τις καλύψουν.Πως όμως που δεν κυκλοφορούσαν και αργά ή γρήγορα θα τις ανακάλυπταν;. Έτσι οι άντρες τους  έβαζαν, ήλιου βουτήματα,  ένα  φουστάνι και ένα μπολίδι και έβγαιναν στην ταράτσα και ξετίναζαν τάχα τα ρούχα ώστε να ρίξουν στάχτη στα μάτια.

Το φωτογραφικό υλικό από την εκδήλωση μας διέθεσε ο Χριστόφορος Χειλαδάκης
Παρολη αυτή την ταλαιπωρία τόσο πολύ τους έλκυε αυτό το έθιμο που κάθε χρόνο μασκαρευότανε όλοι. Πάντα τους μασκαράδες τους συνόδευε κάποιος   δυνατός άντρας μασκαρεμένος και αυτός με την χαχαλόβερλα ή και το μπιστόλι  και ήταν λίγες οι φορές που είχαμε  αποκρές χωρίς ξεμασκαρέματα και επεισόδια. Την άλλη μέρα οι ξεμασκαρωμένοι γινόταν τραγούδι και όλοι διασκέδαζαν με το πάθημα τους.

Το τρίτο χαρακτηριστικό των τσουλομασκαράδων ήταν ο θόρυβος. Πολύ δυνατός θόρυβος που ξεσμήλιωνε και τους σκύλους. Χτυπούσαν το αρμεγάρι και άλλα χαλκώματα, η  κατρακυλούσαν τσέρκουλα στα σοκάκια και τα καλντερίμια.

 Το πιο συνηθισμένο όμως ήταν τα κουδούνια ή λέρια που ακόμη και σήμερα διατηρούν όσοι προσπαθούν να αναβιώσουν παλαιά έθιμα. Σε κτηνοτροφικά χωριά, τα κουδούνια ήταν πολλά αλλά οι κτηνοτρόφοι με τις περιορισμένες εικόνες που είχαν τα αναγνώριζαν.  Γνώριζαν ακόμη και τον  χαρακτηριστικό ήχο που βγάζει το καθένα. Για να μην γνωριστούν ούτε από τα κουδούνια οι μασκαράδες έκαναν διάφορα τεχνάσματα ώστε να αλλοιώσουν τον ήχο τους. Προτιμούσαν συνήθως τσαφάρες, όπως λέγονται τα τρύπια κουδούνια που τσαφαρίζουν.


Η προσπάθεια να μην αναγνωριστούν ήταν η μεγαλύτερη από όλες, έπρεπε  να παραμορφωθούν εντελώς ή να ανακαλύψουν χίλιους τρόπους ώστε να μην αφήσουν κανένα σουσούμι να τους προδώσει, σε κοινωνίες   κλειστές που δεν υπήρχα μυστικά ούτε στην σαλεψά ούτε στα σημάδια του κορμιού.

 Φορούσαν για παράδειγμα πολλά καρτσώνια στα χέρια διότι όλοι γνώριζαν τα χέρια όλων των χωριανών.  Οι αδύνατοι έβαζαν απογεμίδια για να παχύνουν και οι χοντροί ξύλα για να πλατύνουν ή να ψηλώσουν και να παραμορφωθούν.

 Ο θόρυβος από τα χαλκώματα τα λέρια και τα τσέρκουλα κάλυπτε κάθε μουσική. Αλλά η μουσική δεν χρειαζόταν καθώς ο χορός των μασκαράδων δεν είχε βήματα. Χόρευαν   χοροπηδώντας άρρυθμα και πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο.

Οι τσουλομσκαράδες κατά κανόνα άλλαζαν το φύλλο τους, που κι αυτό έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως.   Οι γυναίκες ντύνονταν άντρες και οι άντρες γυναίκες. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχαν σουσούμι ανθρώπου.
Εκείνο  που επίσης ερμηνευτικά είναι πολύ χαρακτηριστικό και εξαιρετικής σημειολογίας είναι ότι όλοι οι μασκαράδες έβαζαν  πανιά στην κοιλιά τους παριστάνοντας τους εγκύους ανεξαρτήτως αν υποδύονταν άντρα ή γυναίκα.

 Το συνήθειο αυτό με άλλα δρώμενα όπως εικονικές αροτριώσεις, αναστάσεις νεκρών, παρωδίες γάμων έχουν καθαρά γονιμικό χαρακτήρα.
Το δυσκολότερο στην μεταμφίεση ήταν το πρόσωπο. Το οποίο έπρεπε να καλυφθεί αλλά ταυτόχρονα να επιτρέπει και στην μασκάρα να βλέπει. 

Μάσκες εμπορίου δεν υπήρχαν οπότε έπρεπε να κατασκευάσουν αυτοσχέδιες. Οι περισσότερες γινόταν από ημιδιαφανές ύφασμα που ήταν τα μπολίδια των γυναικών ή τα καρτσώνια. Υπάρχουν όμως και πολύ χαρακτηριστικές μάσκες ιδιαίτερης τέχνης και τεχνικής οι οποίες δημιουργούνταν από δέρματα ζώων – προβιές μαζί με το μαλλί, από ράπες με την ίδια τεχνική που πλέκονται τα πανέρια από φλοιούς δέντρων κ.α.

Στα κατεξοχήν κτηνοτροφικά Αστερούσια χρησιμοποιούνταν το αρμεγάρι. Το έβαζαν ανάποδα στο κεφάλι βλέποντα κάτω από αυτό. Πάνω στο αρμεγάρι σχεδίαζαν με ασβέστη  μάτια. Η μάσκα αυτή έδινε την εντύπωση ότι υπάρχει ένα τεράστιο κεφάλι, η δυσαναλογία του οποίου παραμόρφωνε το σώμα.

 Εντυπωσιακή είναι η λεγόμενη Σιβιανή μάσκα η οποία κατασκευάζεται από ρίζα αγαύης (αθάνατος ή σαλισάμπρι) και δημοσίευσε ο Νίκος Ψιλάκης στο Περιοδικό Κρητικό Πανόραμα.

Η μάσκα αυτή όπως και το αρμεγάρι προσαρμοζόταν στο κεφάλι και δημιουργούσε μια τερατοειδή και εξωπραγματική μορφή.

Οι μάσκες και γενικά οι μεταμφιέσεις στην αρχαία Κρητική μυθολογία είναι πολύ συνηθισμένες και συνδέονται απόλυτα με τον Ζαγρέα. Τον Κρητικό Διόνυσο που αλλάζει συνεχώς μορφές μεταμορφούμενος σε γέρος, νέο, δράκοντα, λιοντάρι, τίγρη, άλογο και ταύρο.

Επίσης στην αρχαία Κρήτη υπήρχε μια εορτή τα Έρμαια προς τιμή του Θεού Ερμή, όπου οι δούλοι άλλαζαν ρόλους με τους αφέντες τους.

(Τα δρώμενα της Καθαράς Δευτέρας σε επόμενο δημοσίευμα)



(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)

Σελίδες