Η Επισκοπή Μυλοποτάμου είναι ένας όμορφος οικισμός με έντονο
το ενετικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική του γεγονός που οδήγησε το Υπουργείο
Πολιτισμού το 2001 στο χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου.
Το όνομα του το χωριό το πήρε εξαιτίας της εγκατάστασης εκεί
της επισκοπικής έδρας Μυλοποτάμου ή Αυλοποτάμου, μετά την απελευθέρωση της Κρήτης
από τους Άραβες.
Μάλιστα η Επισκοπή, μετά την κατάληψη της από τους Ενετούς, παραχωρήθηκε στη Λατινική Εκκλησία κι έτσι, περί τα τέλη της Ενετοκρατίας,στα νότια του οικισμού ανεγέρθηκε το
επισκοπικό μέγαρο.
Αυτό μαρτυρά μεταξύ άλλων η έκθεση του Λατίνου επισκόπου Ottaviano Seticelo,
το 1592, αλλά και του Λατίνου αρχιεπισκόπου Κρήτης, Luca Stella, το 1627,όπου
υπάρχουν αναφορές και για τον καθεδρικό ναό του
Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή στην Επισκοπή.
Μάλιστα ο ναός αυτός έφερε οικόσημο του Λατίνου Επισκόπου Αυλοποτάμου Jacopo Sorreto, το οποίο στη συνέχεια φέρεται να αποσπάσθηκε και να τοποθετήθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στον ίδιο οικισμό.
Μετά τη συνθήκη του 1299, ανάμεσα σε Αλέξιο Καλλέργη και
Ενετούς η περιοχή όπου βρίσκεται η Επισκοπή ενοικιάσθηκε στον πρώτο, ο οποίος πιθανόν να βρίσκεται πίσω
από την ανοικοδόμηση και τοιχογράφηση του καθεδρικού ναού της .
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη, που δεσπόζει στο κέντρο του χωριού,
κτίστηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο ακολουθώντας αρχιτεκτονικά τον τύπο της
ξυλόστεγης , τρίκλιτης βασιλικής και μάλλον σε σημείο όπου προϋπήρχε
παλαιοχριστιανική βασιλική. Αυτό μαρτυρούν τόσο τα θεμέλια του ναού όσο και
μαρμάρινα γλυπτά που βρήκαν δεύτερη χρήση στο ναό του Αγίου Ιωάννη.
Από το μεσοβυζαντινό ναό σώζεται η βόρεια πλευρά και μέρος της
νοτιοδυτικής. Η βόρεια όψη διαμορφώνεται με σειρά τυφλών αψιδωμάτων από
λαξευτούς λίθους και πλίνθους, όπου εντοπίζεται και η τεχνική της κρυμμένης
πλίνθου.
Ο ναός ερειπώθηκε, ενδεχομένως μετά το σεισμό του 1303, και
ανακατασκευάσθηκε τα επόμενα χρόνια ακολουθώντας αυτή τη φορά τον αρχιτεκτονικό
τύπο του σταυροειδούς με τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς από λαξευτό
πωρόλιθο.
Ο νότιος τοίχος του ανακατασκευάστηκε κατά το μεγαλύτερο
μέρος του και πάλι με τυφλά αψιδώματα , απλούστερα όμως σε σχέση με τα αρχικά.
Ο τοιχογραφικός του διάκοσμος, που σώζεται αποσπασματικά και
σε κακή κατάσταση, θεωρείται υψηλής τέχνης και χρονολογείται από τις αρχές του
14ου αιώνα ενώ συνδέεται με τις ζωγραφικές τάσεις που συναντάμε στο
παρεκκλήσι των χρυσοβούλλων, στο καθολικό της μονής Βροντοχίου στο Μυστρά.
Διακρίνουμε σήμερα σε μετάλλιο την Παναγία την Πλατυτέρα, που
περιβάλλεται από αγγέλους σε ζεύγη, ενώ στο βόρειο μετάλλιο εικονίζεται η
ετοιμασία του Θρόνου και περιμετρικά οι Απόστολοι από την Πεντηκοστή. Στην καμάρα
του ναού εικονίζεται η Ανάληψη.
Από το 1998 το ΥΠ.ΠΟ. χαρακτήρισε ναό του Αγ. Ιωάννη, αρχαίο
μνημείο
(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιονδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)
(Με πληροφορίες από το βιβλίο « Τα χριστιανικά μνημεία της Κρήτης,
2012, Μιχάλης Ανδριανάκης-Κώστας Γιαπιτσόγλου, Συνοδική Επιτροπή Θρησκευτικού
Τουρισμού της Εκκλησίας της Κρήτης-ΜΚΟ Φιλοξενία)