Τον Νοέμβριο του 1975 ο διάσημος ωκεανολόγος Ζακ Υβ Κουστώ προσκλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να κάνει έρευνες στο Αιγαίο, σχετικά με την ιστορία της χαμένης Ατλαντίδας και τη χαρτογράφηση ναυαγίων.
Στο ταξίδι του αυτό συμπεριέλαβε και την Κρήτη όπου ωστόσο απέκλεισε την ύπαρξη της χαμένης Ατλαντίδας, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σαντορίνης και Κρήτης, όπου βούτηξε.
Όμως στην Κρήτη εντόπισε εφτά ναυάγια στη νήσο Δίας, (Ντία) απέναντι από το Ηράκλειο.
Στα ανοιχτά της πόλης του Ηρακλείου εντοπίστηκαν από το πλήρωμα του Καλυψώ τα υπολείμματα της «Λα Τερέζ», του γαλλικού πολεμικού πλοίου του Λουδοβίκου ΙΔ'.
Πρόκειται για το περίφημο πλοίο που ανατινάχτηκε κατά τις εχθροπραξίες με τους Τούρκους, οι οποίοι πολιορκούσαν τον Χάνδακα, στις 24 Ιουλίου 1669.
Το Λα Τερέζ είχε φτάσει στην Κρήτη στις 19 Ιουνίου 1669 κατά την αποστολή της τελευταίας και πιο σημαντικής γαλλικής βοήθειας στο νησί και ήταν το μόνο σκάφος που βυθίστηκε κατά την οργανωμένη αντεπίθεση από ξηρά και θάλασσα των ενωμένων χριστιανικών δυνάμεων.
Σύμφωνα με αρχειακές πηγές, αμέσως μετά Γάλλοι και Ενετοί εξέτασαν τη δυνατότητα ανέλκυσης και περισυλλογής αντικειμένων, ιδίως των κανονιών του.
Η επιχείρηση, ωστόσο, ήταν δύσκολη καθώς το ναυάγιο ήταν κοντά στην ακτή και οι Τούρκοι κανονιοβολούσαν κάθε σκάφος που πλησίαζε. Αργότερα οι Τούρκοι ανέλκυσαν αρκετά κανόνια και τα μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1976, το ναυάγιο εντοπίστηκε στον κόλπο του Δερματά, σε βάθος 10 μέτρων στη διάρκεια ενάλιων ερευνών που διενήργησε το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με τον Ζακ Ιβ Κουστό και ύστερα από υπόδειξη ενός Ηρακλειώτη αυτοδύτη.
Λόγω των μακάβριων ευρημάτων του ονομάστηκε αρχικά «ναυάγιο των κρανίων». Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η οποία συνεχίστηκε από το 1987 μέχρι και το 1994, ανελκύστηκε μεγάλος αριθμός αντικειμένων μεταξύ των οποίων πολεμικό υλικό, όπως κανόνια με τα εμβλήματα των Γάλλων βασιλέων και μπάλες κανονιών, είδη καθημερινής χρήσης του πληρώματος πολλά εξαρτήματα και κομμάτια από το πλοίο και ανθρωπολογικό υλικό.
(Με πληροφορίες από τη Μηχανή του Χρόνου και το περιοδικό Αρχαιολογία)