"Η πιατοθήκη"-Ένα ηθογράφημα με αρκετές δόσεις χιούμορ από το Γιώργο Σταματάκη - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

"Η πιατοθήκη"-Ένα ηθογράφημα με αρκετές δόσεις χιούμορ από το Γιώργο Σταματάκη



Μια ωραία ιστορία,ηθογραφικού περιεχομένου, με το γνωστό χιούμορ που τον διακρίνει, είχε διηγηθεί ο λαογράφος Γιώργος Σταματάκης στη διάρκεια παρουσίασης που είχε κάνει στο πλαίσιο των Ψηφίδων Κρητικής Ιστορίας με τίτλο "Τα σπίτια των προγόνων μας-Η γοητεία του ασήμαντου".

Ιστορία με αρκετές δόσεις γέλιου αλλά και μια γλυκόπικη γεύση στο τέλος της όμως, παρολαυτά διδακτική σε ότι αφορά στο πως το απλό και λαϊκό σπίτι της Κρήτης, εκτός από τις συνήθειες το καθόριζε και η ίδια η κοινωνία.

Μια κοινωνία που βασιζόταν σε μια ηθικοποιημένη ζωή ακόμη και στις λεπτομέρειες της και που, όπως είχε πει και ο ίδιος ο Γιώργος Σταματάκης, όσο και αν μας φαίνεται παρωχημένη ή και γελοία,  σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς τις κρυφές αρετές της δεν θα επέτρεπε στους ανθρώπους του παρελθόντος να επιβιώσουν.

Ο Γιώργος Σταματάκης μας διέθεσε αυτή την ιστορία και τη μοιραζόμαστε μαζί σας με την ελπίδα να τη βρείτε κι εσείς το ίδιο απολαυστική και διδακτική.

Η πιατοθήκη

"Ανάλογο με το κτίριο ήταν και το περιεχόμενο του. Κι ενώ για το κτίριο φρόντιζαν οι άντρες για το περιεχόμενο του φρόντιζαν οι γυναίκες. Όλα ήταν κανονισμένα, προαιώνια. Τι ακριβώς έπρεπε να  βάλει μια νύφη στο σπίτι. Παρακάτω δεν θα μπορούσε γιατί δεν θα έβρισκε άντρα σέργω του Θεού, παραπάνω δεν θα μπορούσε γιατί θα χαλούσε το σειρά και την τάξη της κοινωνίας.

 Τα απαραίτητα ήταν τα ρούχα (σκεπάσματα στρωσίδια κλπ), ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, η μια με χέρι στο πλάι για τον άντρα, το θρομύλι η ανέμη, ο σοφράς η σκάφη το ξυλίκι η κανισκάρα το αρμεγάρι η σίγλα ο διόνυσος και καμπόσατουπιά και αμοδαρές.

 Όλα τα άλλα ήταν απολύτως περιττά και κάποιες φορές και απαράδεκτα. Με αυτό το τρόπο οι πια φτωχές μπορούσανε και αυτές να πορευτούνε. Αν ήθελαν να διαφέρουν γιατί παντού και πάντα ο άνθρωπος θέλει να διαφέρει, αυτό ήτονε στα πρεπά και την πιτιδιοσύνη.

Όμως υπήρχε και ένα προυκί,  που όλες οι κοπελιές το θέλανε αλλά δεν ίπρεπε να το ζητήσουν από τους γοναίους τους. Αν το ζητούσαν θα φαινόταν ότι δεν γνωρίζουν τα πρεπά. Διότι μια κοπελιά πρέπει να ζητά μόνο ότι πρέπει και τίποτα παραπάνω. Αλλά και οι γοναίοι ακόμη και αν είχαν την οικονομική δυνατότητα δεν το αγόραζαν γιατί θα τους κατηγορούσαν οι υπόλοιποι και θα ειρωνεύονταν το φουσάτο τους . Και το προυκί αυτό ήτονε η πιατοθήκη.

Δεν ήτανε ακριβή αλλά δεν ήταν και απαραίτητη. Μόνο τα κακά παιδιά ζητούσανε πιατοθήκη τα καλά παιδιά δεν ετολμούσανε ούτε να το αναφέρουν.Αρκούνταν στο σοφρά και στο ξυλίκι. «Οι γονέοι μου κατέχουνε ήταν ακριβώς μου χρειάζεται» ελέγανε και σφίγκανε δυνατά τα χείλια τως για να φανούνε ακόμη πιο ιστάμενες.

Και οι γοναίοι για όλα τα παραπάνω δεν  αγοράζανε πιατοθήκη τω θυγατέρω τως, αλλά προπάντων για να μη χαλάσουνε το σειρά της κοινωνίας.Με τούτα και με εκείνα η πιατοθήκη είχε γιγαντωθεί στο μυαλό το κοπελιδιώ. Ήταν κάτι το φανταστικό! Ένα όνειρο άπιαστο!!!

 Ορισμένες όμως, αλλά λίγες, ήτονε τυχερές και καταφέρνανε να κάνουν πραγματικότητα το άπιαστο αυτό όνειρο  και να αποκτήσουνε την περίφημη πιατοθήκη και μάλιστα με τρόπο που δε μπορούσε κανείς να τις κατηγορήσει. Πως γινόταν αυτό; Ή ήτονε τυχερές και τος την ίκανε δώρο ο χουβαρντας σάντολος τως,  ή την εκληρονομούσανε από πράμα άκλερη συγγένισσα τως, ή αν είχανε κάμει ψυχοκόρες στη χώρα τως ίδινε τη παλιά τση πιατοθηκη η πλούσια αφεντικίνα τως. 

Κι έτσι είχανε το βγόδομα και κιανείς δε μπορούσε να τις κατηγορήσει. Περήφανες για την πιατοθήκη εκάνενα νούτρι των αλλωνών και δεν αλλάζανε κουβέντα σ΄όλη την όλη τως τη ζωή. Ότι και να λέγανε είχε μέσα την πιατοθήκη: «Ο καιρός μπαμπαρολιάζει και ανέβρέξει θα γραφθεί η πιατοθήκη γιατί πάει το σπίτι συροντάνα», «Επήγα και θύμιασα με το λιβάνι που έχω στο μέσα συρτάρι τσι πιατοθήκης», «Η κεφαλή μου πονεί γιατί έχω στελιωμένη ψηλά τη πιατοθήκη κι ετσα που την ποκαμάρωνα εζαλίστικα». «Φτάνουνε έντεκα κοπέλια, δε κάνω άλλο γιατί έχω και τη πιατοθήκη».

 Ότι και να λέγανε, όσες είχανε πιατοθήκη, την εβάνανε κι αυτή στη κουβέντα τως. Οι άλλες εζηλέυανε μα δε μπορούσανε να πούνε και πράμα γιατί η πιατοθήκη αποκτήθηκε όπως έπρεπε. «Δε φταίω εγώ που είμαι τυχερή» έλεγε η γυναίκα που την είχε αλλά όντεν αποκώλευε και δεν εθώριε μπλιό της βάνανε η άλλες που ζηλέυανε δυο πούλους σταυρωτούς.

Την ίδια εποχή ήτονε δύο κοπελοπούλες της παντρειάς στο χωριό μας. Η Πελαγιά και η Κατερίνα. Ήτονε αχώριστες φιλενάδες,  αλλά δεν εχώνευε η μια την άλλη, γιατί ήτονε ακριβώς το ίδιο.Ίδια προυκιά, ίδια νοικοκυροσύνη, ίδιο πιτίτο.

 Ότι θαλασάσει η μια το σαζε και η άλλη. Ακόμη και οι δύο είχανε τους ίδιους ντελικανίδες στ΄αμάτι. Η μόνη τως διαφορά ήτονε πως η Πελαγιά είχε ένα αδερφό, το Γιώργη,  που ελογούντονε ο καλύτερος κλέφτης στην πάντα μας. Καλό βέβαια  αυτό, αλλά δεν είναι και να το πολυλές.

Και οι δύο εθέλανε πιατοθήκη και μέρα νύχτα είχανε στο νούτως πως να την αποκτήσουνε, αλλά ετσά που πρέπει. Η Κατερίνα είχε λεφτά στην άκρη γιατί ήτονε η σάντολα της από τα Μαλεβίζα και πήγαινε κάθε Αύγουστο και ίκανε καμπόσα μεροκάματα. Και τα λεφτά αυτά τα στέρευε αλλά δεν εμπόριε να γοράσει μοναχή της πιατοθήκη γιατί αυτό λογούντονε μεγάλη ξεγιβέντιση και θα λα την κατακρίνει όλο το χωριό. Τα στέρευε όμως κι ανήμενε τη κατάλληλη ευκαιρία. 

Η Πελαγιά δεν είχε λευτά στην ακρη αλλά τελικά αυτή κατάφερε να αποκτήσει πιατοθήκη και μάλιστα ετσά ακριβώς που ίπρεπε: Μια μέρα ο αδερφός τση ο Γιώργης που ήτονε όπως είπαμε ο καλύτερος κλέφτης τση πάντα μας εξεφόρτωσε στην αυλή μια πιατοθήκη ολόκληρο ντουμουρούκι. Που την ήυβρε δεν εμάθαμε, Εφωναξε την αδερφή του και της λέει: «Χαλάλι σου Πελαγιω η πιατοθήκη αυτή και εύχομαι να τη δεις ογλήγορα στο σπίτι που ονειρεύεσαι γεμάτη πιάτα όλα αλλής λοής αμάλαγα κι αραΐστα στρογκυλά τεσσαροκάτουνα. 

Η Πελαγία επήρε πια χαρά παρά να τση χαρίζανε το κόσμο όλο. Ύστερα εγύριζε στο χωριό και ίλεγε. «Εγω δεν την ήθελα αλλά μου την χάρισε ο Γιώργης μας! Μα τέθοιος καλός και άπιαστος κλέφτης δεν υπάρχει ουτε στο Παρίσι!» και όλο τούτο ελογούντονε και σωστό και πρέπον. Κιανείς δεν εμπόριε να πεί πράμα! Η Πελαγιά κατέβηκε στο κάμπο και τσι χαρίσανε ναυλο τσούβαλα του λιπασμάτου, που ήτον επρωτοφανίστηκα τοτεσας και την ετύλιξε για να μη τη τρωει η υγρασία σάμε να παντρευτεί. 

Ύστερα δεν εξαναμίλησε τση Κατερίνας. «Δεν μου στέκετε να τσι μιλώ» ίλεγε. «Δεν είμαστε εδά και το ίδιο. Ντα έχει αυτή πιατοθήκη!» Η Κατερίνα πάλι παρόλο που εκόντευε να σκάσει από τη ζήλια της δε το μπάτερνε. Εσούρευε τη Πελεγιά και ίλεγε: «Η πιατοθήκη θέλει πιάτα. Να δούμε ήντα θα τσι βάλει. Εκεια θα την έχει να σταλίζουνε οι καβρομαμούνες». 

Αλλά μέσα τσι ήτονε να πιει φαρμάκι γιατί και να θελε οι άλλες γυναίκες δε την αφήνανε να το ποξεχάσει. «Μη τα λές αυτά Κατερίνα αλλιώς είναι μια γυναίκα με πιατοθήκη και αλλιώς μια γυναίκα σκέτη.»

Δεν επέρασε όμως πολύς καιρός και ο Γιώργης επιάστηκε στη κλεψά, αλησμόνητα σε μια μάντρα στσι Παρανύφους, την ώρα που κατίνιαζε ένα κριγιο σα το βούι, και όπως το κάνανε τότε των ζωοκλεπτων τον εξορίσανε στην Ικαρία. 

Η αστυνομία πρώτα  τον επέρασε δεμένο χεροπόδαρα  από το χωριό για να πάρει τα ρούχα του και πραμαλευτά για να πορευτεί στο ξένο τόπο. Που όμως να βρεθούνε λευτά στο χωριό εκείνη την εποχή. Κιανείς δεν είχε γιατί δε τως εχρειάζουντονε. Όλα τα πληρώνανε σε είδος. Και άμα τως ετύχαινε πράμα περίπτωση που χρειαζουντονε απαραίτητα λευτά επηγαίνανε καμπόσα αρνιά στο κασαπη στσι Μοίρες και κάνανε τη δουλειά τως. 

Όμως τέθοια ώρα τέθοια λόγια. Η αστυνομία δεν ανήμενε. Και ήντα να κάνει ο Γιώργης σ΄ένα ξένο τόπο. Ίπρπε να χει μαζί του λεφτα να περάσει σαμε να μάθει να κλέβει κι εκειά. Πως να τον αφήσουν οι δικοί του να φύγει χωρίς μια δραχμή στη τσέπη.

Η αστυνομία να σέρνει το Γιώργη και η Πελαγία  να σέρνει τα κουρλιά της και να φωνιάζει «Και πως επιάστηκες άπιαστο πουλί μου και που να βρώ λευτά να σου δώσω που μου φερες μια τέθοια πιατοθήκη. Που δε πιστεύω να υπάρχει άλλη όμοια τση ούτε στη μέση μέση στο Παρίσι».

 Όλοι οι χωριανοί εκτιμούσανε το Γιώργη και προσπάθησαν να του βρούνε λεφτά. Ρωτούσε ο ένας τον άλλο αλλά κανείς δεν είχε. Τότε πετάχτηκε η Κατερίνα που ήτονε σταλισμένη σε ένα τράφο και ξάνοιγε. «Εγώ έχω λεφτά», είπε. «Είναι από τα μεροκάματα μου στα Μαλεβίζα, Αλλά δε τα δίνω!».

 Όλο το χωριό ίπεσε απάνω τση για να την εσιβάσει. Οι δικοί του Γιώργη τσι λέγανε:«Δώσε  τα μπρε Κατερίνα και τον άλλο μήνα που θα ροσύρουνε τα μαροψάργια θα τα παμε στο κασάπι και θα σου τα δώσομε οπίσω και με το παραπάνω».

 Και η Κατερίνα που μια τέθοια ευκαιρία ανήμενε τως είπε. «Δε σας τα δίνω μόνο ανε σιβαστεί η Πελαγιά να μου πουλήσει τη πιατοθήκη».

Με ένα σπάρο δυο τριγώνια που λένε.Και η Κατερίνα θα είχε πιατοθήκη και η Πελαγία θα την ίχανε. Όλο το χωριό ίπεσε στη κεφαλή τση αλλά δεν εκώλωσε:«Η τη πιατοθήκη ή δε δίνω τα λευτά».

Ήντα να κανε κι  Πελαγιά τέθοια ώρα, εδέχτηκε. Ετσα ίδωκε τα λεφτα η Κατερίνα του Γιώργη και την ίδια αραγτινη ίπεψε δύο στιμονερούς ξαδέρφους τση και πηρανε την πιατοθήκη από το σπίτι τσι Πελαγιάς, μαζί με τα ναυλο τσούβαλα του λιπασμάτου γιατί ήτονε και αυτά στην συμφωνία.

Βέβαια η Κατερίνα δε την εχάρηκε τη πιατοθήκη γιατί αυτό που ίκαμε δε τσι το συγχώρεσε ποτέ το χωριό. Οι γοναίοι τσι δεν είχανε μούτρα να κουτελώσουνε άθρωπο. Ούτε ντελικανή εβρέθηκε να τσι ξανάβαλει μήλο στο κλήδωνα.

 Στην υστεριά επόμεινε απάντρευτη.

Απάντρευτη όμως επόμεινε και η Πελαγιά. Μετά που ίχασε την πιατοθήκη ίχασε και το φουσάτο της και ένας δυο πια δεύτεροι ντελικανίδες που σκεφτήκανε να τις πέψουνε προξενητή εκολώσανε γιατι τως ελέγανε οι καλοθελητάδες: «Αυτή δεν ήτονε άξια να στηρίξει μια πιατοθήκη. Πως θα στηρίξει ολόκληρο σπίτι».

Επεράσανε τα χρόνια και πριν από λίγο καιρό που πουλήθηκε το πατρικό της Κατερίνας για να γίνει αγροτουριστικό κατάλυμα εβγάλαμε από μέσα την πιατοθήκη και την εκάψαμε στην αυλή μαζί με τα άλλα σκουπίδια όπως ήτονε, τυλιγμένη ακόμη με τα ναιλοτσούβαλα του λιπασμάτου. Κι όμως γι αυτή την πιατοθήκη επομείνανε οι δύο καλύτερες κοπελιές του χωριού, απάντρευτες.




Σελίδες