Το Παλαιόκαστρο είναι ένας κοντινός και δημοφιλής προορισμός για μπάνιο το καλοκαίρι και φαγητό στις ταβερνούλες του. Δίπλα στην παραλία του διακρίνεται η επιβλητική οχύρωση πάνω στο βράχο, με την οποία σχετίζεται και η ονομασία της περιοχής.
Δεν είναι λίγοι όσοι πηγαίνοντας εκεί δεν είχαν την ευκαιρία ή δεν σκέφτηκαν να ανηφορήσουν προς το κάστρο που είναι κτισμένο στο βράχο ώστε να περιηγηθούν στην ιστορία του.
Ο Φλαμανδός γιατρός,
εθνολόγος, γεωγράφος και ιστορικός Olfert Dapper στο βιβλίο του «Ακριβής
Περιγραφή των Νήσων του Αρχιπελάγους», που εκδόθηκε το 1688, εξηγεί πως
πρόκειται για ένα οχυρό που απέχει 3 ή 4 λεύγες δυτικά της πόλης του Χάνδακα
χτισμένο πάνω σε ένα ψηλό ακρωτήρι ή καλύτερα πούντα , που ονομαζόταν από τους
Ενετούς Punta della Fraschia (άκρα των
Φρασκιών).
Αναφέρεται
πως κατά την αρχαιότητα, εικάζεται ότι στο ίδιο σημείο υπήρχε είτε η ακρόπολη
της αρχαίας πόλης Κύταιον είτε η πόλη Ελαία.
|
Αεροφωτογραφία με drone από το Νίκο Κωνσταντάκη
|
Το Παλαιόκαστρο
έφερε αρχικά την ονομασία Malvecino (που σημαίνει «κακός γείτονας»).
Εκεί υπήρχε αρχαία οχύρωση πάνω στην οποία κτίστηκε ένα γενοβέζικο κάστρο στις
αρχές του 13ου αιώνα. Ωστόσο οι Ενετοί το ξανάκτισαν στο τέλος του 16ου αιώνα
δίνοντας του τη σημερινή του μορφή γι αυτό και το αποκαλούμε ενετικό κάστρο.
Για την ιστορία ν αναφέρουμε πως μετά την κατάλυση
του Βυζαντίου το 1204, η Κρήτη παραχωρήθηκε έναντι του συμβολικού ποσού των
1000 αργυρών μάρκων στη Βενετία.
Οι Ενετοί δεν έσπευσαν στην Κρήτη δίνοντας
προτεραιότητα σε άλλες καινούργιες κτήσεις που τις θεωρούσαν πιο
αμφισβητούμενες, όπως η Μεθώνη, η Κορώνη και η Κέρκυρα.
Εκμεταλλευόμενος αυτήν τη χαλαρότητα, ο Γενοβέζος
τυχοδιώκτης Enrico Pescatore πρόλαβε τους Ενετούς και κατέλαβε την Κρήτη το
1206 με ένα μικρό στόλο από 5 ιστιοφόρα και 24 γαλέρες. Οι Γενοβέζοι είχαν
καταφέρει προηγουμένως να διεισδύσουν στα σημεία κλειδιά σαν έμποροι, ενώ είχαν
και τη βοήθεια και των Κρητικών.
Ο Πεσκατόρε περιμένοντας την αντίδραση των Ενετών,
οργάνωσε χωρίς καθυστέρηση την άμυνα του νησιού και μέσα σε λίγους μήνες έχτισε
πολλά κάστρα (γίνεται λόγος, καθ’ υπερβολήν, για 14) ενώ επισκεύασε πολλά άλλα.
Ένα από αυτά τα νεόδμητα κάστρα ήταν και το Παλαιόκαστρο, που φαίνεται πως ήταν
το αρχηγείο του Πεσκατόρε.
Οι Ενετοί έκαναν το 1207 μια πρώτη προσπάθεια για να
πάρουν το νησί. Σε εκείνη την αποτυχημένη εκστρατεία, πιάστηκε αιχμάλωτος ο
γιος του Δόγη της Βενετίας, o Renieri Dandolo, ο οποίος πέθανε από εθελοντική
ασιτία μέσα στο Παλαιόκαστρο.
Η Βενετία
έστειλε ξανά το στόλο της το 1209. Αυτή τη φορά, κατόρθωσε να πάρει τον έλεγχο
ολόκληρου του νησιού μέχρι το 1211. Η επίσημη κατοχύρωση της Κρήτης στη Βενετία
έγινε το Μάιο του 1217 με υπογραφή συμφώνου με τη Δημοκρατία της Γένοβας.
Σε εκείνον τον πόλεμο, το τελευταίο σημείο
αντίστασης των Γενοβέζων ήταν το Παλαιόκαστρο, το οποίο ο Πεσκατόρε παρέδωσε,
εγκαταλείποντας την Κρήτη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Πεσκατόρε πληρώθηκε αδρά
από τους Ενετούς για να αποφασίσει να φύγει.
Κατά την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας, το κάστρο
έχασε την αξία του και παραμελήθηκε, καθώς η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας
ήταν τότε θαλασσοκράτειρα και καμιά ναυτική δύναμη δεν ήταν σε θέση να
απειλήσει σοβαρά τα παράλια της επικράτειάς της.
Όταν όμως αυτή η δύναμη άρχισε να εξασθενεί και να
απειλείται από την παρουσία των Οθωμανών, το κάστρο απέκτησε ξανά λόγο ύπαρξης.
Την περίοδο 1573-1595 ανοικοδομήθηκαν από τους
Ενετούς πολλά κάστρα σε όλη την Κρήτη,
μεταξύ των οποίων και το Παλαιόκαστρο.
Οι Ενετοί αντιλήφθηκαν ότι ο δυτικός προμαχώνας του
Χάνδακα (του Αγίου Ανδρέα) δεν μπορούσε να αποτρέψει αποτελεσματικά τη
διείσδυση των πλοίων στον κόλπο του Φρασκιά και υπήρχε ανάγκη για μια οχυρή
θέση στις βραχώδεις δυτικές ακτές του κόλπου για να αποτρέπει την προσόρμιση
εχθρικών πλοίων.
Τότε ελήφθη η
απόφαση όχι απλώς για αναστήλωση του Παλαιόκαστρου, αλλά μάλλον για την
κατασκευή ενός νέου, πιο ισχυρού φρουρίου, σύμφωνα με τα πρότυπα των νέων
οχυρωματικών τεχνικών.
Τα δύο κάστρα του κόλπου είχαν τη δυνατότητα να
ελέγχουν όλη την περιοχή, καθώς τα κανόνια του Παλιόκαστρου έφταναν ως τον
Αλμυρό και διασταυρώνονταν με τις βολές από τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα (στα
τείχη του Ηρακλείου).
Το έργο υλοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του Latino
Orsini, ο οποίος είχε προωθήσει πολλές οχυρωματικές βελτιώσεις τόσο στα τείχη
του Χάνδακα, όσο και σε άλλα φρούρια .Το φρούριο άντεξε μέχρι τα τελευταία
χρόνια της πολιορκίας του Χάνδακα, που τελικά έπεσε το 1669.
Οι Οθωμανοί έσπευσαν να το καταλάβουν γνωρίζοντας το
ζωτικό του ρόλο στην άμυνα της περιοχής, όταν πληροφορήθηκαν ότι o στόλος της
Βενετίας βρίσκονταν στα Χανιά με προφανή αποστολή να βοηθήσει τη λύση της
πολιορκίας του Χάνδακα.
Έτσι, πριν φθάσει ο εχθρικός στόλος, οι Τούρκοι
περικύκλωσαν το Παλαιόκαστρο από στεριά και θάλασσα. Μπροστά στη συντριπτική
υπεροχή των επιτιθεμένων, το φρούριο παραδόθηκε γρήγορα. Τότε οι Τούρκοι το
κατέστρεψαν, ώστε να μην ξαναχρησιμοποιηθεί από τον εχθρό. Η παράδοση του
Παλαιόκαστρου αναπτέρωσε το ηθικό των Οθωμανών που πολιόρκούσαν χωρίς
αποτέλεσμα τον Χάνδακα πάνω από 20 χρόνια και τους διευκόλυνε να εξαπολύσουν
την τελική τους επίθεση για την κατάληψη της πόλης.
Δομικά χαρακτηριστικά
Σε ότι αφορά
στα δομικά χαρακτηριστικά του κάστρου να πούμε πως το φρούριο, μετά την ενετική
ανακατασκευή, είχε τριγωνική μορφή ακολουθώντας τη μορφολογία του βράχου.
Το τείχος προς τη θάλασσα είναι ανυψωμένο σε σχέση με τις άλλες πλευρές για να
αντισταθμιστεί η απότομη κλίση του βράχου. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν τρεις
ανισόπεδες «πλατείες» (piazze) προκειμένου το φρούριο να αποκτήσει επίπεδους
χώρους.
Με αυτές τις
δύο σχεδιαστικές παρεμβάσεις αντιμετωπίστηκε η έντονη κλίση της επιφάνειας του
βράχου.Η είσοδος ήταν από το νότο. Η πρόσβαση προς την είσοδο γινόταν με ψηλά
σκαλοπάτια που είχαν χαραχθεί πάνω στον βράχο.
Η καμαρωτή πύλη οδηγούσε στην κατώτερη πλατεία, η
οποία χωριζόταν διαγώνια σε δύο τμήματα από μια σειρά μικρών δωματίων. Σε ένα
από αυτά τα οξυκόρυφα δωμάτια, το οποίο διατηρήθηκε σε σχετικά καλή κατάσταση
στεγάστηκε το εκκλησάκι που υπάρχει σήμερα στο κάστρο.
Στο βόρειο τμήμα του κατώτερου επιπέδου υπήρχε
ευρύχωρο κτίριο με συμπαγείς και ισχυρούς τοίχους. Πιθανόν εκεί ήταν η αποθήκη
πυρομαχικών, αν και αυτό δεν είναι πολύ λογικό επειδή εκεί ήταν το πιο
ευπρόσβλητο σημείο από τα πυρά των εχθρικών πλοίων.
Σε επαφή με αυτό το κτίριο (ΒΔ του τμήματος της
κατώτερης πλατείας) χτίστηκε η υδατοδεξαμενή με την πυραμοειδή βάση, η οποία
χρησίμευε επίσης και ως ανάλημμα για τη στήριξη του ανώτερου (μεσαίου)
επιπέδου. Διάφορα δωμάτια υπήρχαν και στον νότιο τοίχο της κατώτερης πλατείας,
ενώ στην ανατολική πλευρά προς τη θάλασσα ανοίγονταν οι πηνιόσχημες επάλξεις
του.
Μια λίθινη σκάλα που βρισκόταν στη ΝΔ γωνία της κάτω
πλατείας, αμέσως μετά το τέλος της στοάς της εισόδου του φρουρίου, οδηγούσε στο
δεύτερο επίπεδο (μέση πλατεία). Σε αυτό
το επίπεδο χτίστηκε μια σειρά δωματίων που ενδεχομένως χρησίμευε για το
στρατωνισμό της φρουράς.
Το σχέδιο δίνει την αίσθηση ότι το επίπεδο αυτό είχε
κλίση από τα βόρεια προς τα νότια. Πιθανώς η κλίση της μεσαίας πλατείας
λειτουργούσε σαν γέφυρα ανάμεσα στο κάτω και στο άνω επίπεδο.
Το μονοπάτι
πίσω από τους στρατιωτικούς θαλάμους του μεσαίου επιπέδου οδηγούσε στην
εκκλησούλα του φρουρίου η οποία βρισκόταν στη βορειοανατολική γωνία του
ανωτέρου επιπέδου.
Στο υψηλότερο σημείο του βράχου, στην ανατολική
πλευρά, βρισκόταν η μια (ίσως η σημαντικότερη) κυκλική σκοπιά (γκουαρντιόλα). Η
δεύτερη βρισκόταν στην ΒΑ γωνία του κατώτερου επιπέδου.
Τα τείχη του φρουρίου είχαν κλίση προς τα μέσα,
σύμφωνα με τις επιταγές της νέας οχυρωματικής τέχνης της εποχής (για να
αντέχουν τις οβίδες). Η τοιχοποιία ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζει για την
επιμέλεια της στο χτίσιμο των γωνιών του κατώτερου επιπέδου καθώς και των
πτυχώσεων της ανατολικής και της νότιας πλευράς .
Στη ΒΑ γωνία βρίσκονται τα ανάγλυφα του φτερωτού
λέοντα του Αγίου Μάρκου και των εμβλημάτων αξιωματούχων της εποχής.
Η κατασκευή του φρουρίου φαίνεται ότι υπήρξε
πολυδάπανη και κοπιώδης. Εκτός από τις αγγαρείες των ντόπιων που
χρησιμοποιήθηκαν στο έργο, στοίχισε στο κεντρικό ταμείο της Βενετίας πολλές
χιλιάδες υπέρπυρα. Στην έκθεσή του ο Basilicata αναφέρει ότι στο κάστρο υπήρχαν
εφτά κανόνια κανόνια διαφόρων.
Είναι εμφανές ότι το φρούριο ουσιαστικά λειτουργούσε
ως μια προέκταση των οχυρώσεων της πόλης του Χάνδακα, για τον έλεγχο του κόλπου
των Φρασκιών αλλά και ολόκληρου του ηρακλειώτικου κόλπου.
(Με πληροφορίες από το www.kastra.eu)