Η φράση «Ότι δώσεις θα πάρεις» δεν προέκυψε τυχαία και
ειδικά στις μέρες μας συμπυκνώνει το βαθύτερο νόημα και την ουσία της βοήθειας
που προσφέρει η χώρα μας στους πρόσφυγες και τους μετανάστες που εγκαταλείπουν τις δικές τους χώρες και αναζητούν μια καλύτερη τύχη στην Ευρώπη.
Μακριά από την ξενοφοβία, το ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία κι
όλα αυτά τα ταπεινά συναισθήματα που κάποιοι καλλιεργούν γι αυτούς τους ανθρώπους
οι ίδιοι, ως μονάδες, όχι μόνο νιώθουν ευγνωμοσύνη προς όλους αυτούς που τους καλοδέχονται
και φροντίζουν ώστε η ζωή τους να γίνει καλύτερη αλλά είναι έτοιμοι, αρκετοί εξ
αυτών, να ενσωματωθούν στη δική μας κοινωνία και να γίνουν κομμάτι της, με ότι ξεχωριστό
και διαφορετικό κουβαλούν από τις δικές τους κουλτούρες.
Όταν νιώσουν ασφαλείς και αποδεκτοί ανοίγονται και
ανταποδίδουν με αγάπη την αγάπη που εισπράττουν.
Κάτι τέτοιο βίωσαν και οι συνδαιτυμόνες προ ημερών σε ένα
ωραίο τραπέζι και μια ακόμα πιο ωραία βραδιά στις Άνω Ασίτες.
Εντελώς τυχαία, και χωρίς η συνάντηση αυτή να σχετιστεί καθ’
οιονδήποτε τρόπο με τα όσα παράλογα και γελοία ζήσαμε με τα μπάρμπεκιου έξω από
camp μεταναστών
στη Βόρεια Ελλάδα, μαζεύτηκε μια παρέα Ελλήνων, Πακιστανών, Αυστραλών και Γάλλων
στις Άνω Ασίτες και συνέφαγε νοστιμιές που ετοίμασαν οι Πακιστανοί οικοδεσπότες, ακολουθώντας συνταγές της πατρίδας τους.
Όπως περιγράφει ο Σπύρος «φαγητά από το Πακιστάν γέμισαν το
τραπέζι μας. Φαγητά που ετοιμάστηκαν επί τόπου, από φίλους Πακιστανούς, οι
οποίοι έβαλαν όλη τους την τέχνη και φυσικά μας εντυπωσίασαν».
Μπιργιάνι με ρύζι, ινδικά καρυκεύματα κρέας και λαχανικά
αλλά και μια ωραία σαλάτα με γιαούρτι, για να σβήσει την καυτερή γεύση των
μπαχαρικών που χρησιμοποιήθηκαν, κυριάρχησαν στο δείπνο. Κάποιοι το συνόδευσαν
με κρασί ενώ οι υπόλοιποι έφτιαξαν και
ήπιαν το παραδοσιακό ανατολίτικο τσάι.
Φαγητό, πολύ κουβέντα, γέλιο και ανταλλαγή εικόνων αλλά και
πολιτισμών ήταν το μενού σε αυτό το τραπέζι όπου τίποτα δεν υπήρχε να χωρίσει
κανέναν από όσους το πλαισίωσαν, αντίθετα υπήρχαν πολλά που τους ένωσαν.
Οι Πακιστανοί που ετοίμασαν το φαγητό ζουν μόνιμα στο χωριό όπως
και οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων στην πολυπολιτισμική αυτή παρέα.
Εκεί εργάζονται και πλέον νιώθουν κομμάτι του τόπου που τους
έχει καλοδεχτεί και τους έχει αγκαλιάσει, χωρίς να εξετάζει το χρώμα, την
εθνικότητα, τη διαφορετική κουλτούρα τους.
Αν το ίδιο μπορούσε να συμβεί σε όλα
τα μέρη της χώρας όπου αποφασίζουν να κάνουν πατρίδα τους μετανάστες και
πρόσφυγες η εικόνα της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική και πιο κοντά στον τόπο
καταγωγής του Ξένιου Δία που με τόσο καμάρι επικαλούμαστε όταν είναι να
υποδεχθούμε τουρίστες με γεμάτο πορτοφόλι.