Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης στο Ηράκλειο, όπου σήμερα φιλοξενείται
το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης, υπήρξε κατά τη Βενετοκρατία καθολικό μιας σπουδαίας μονής που λειτουργούσε ως εξάρτημα της ομώνυμης
μονής του όρους Σινά.
Έχει γραφτεί πως ο χώρος της υπήρξε σπουδαίο κέντρο
γραμμάτων και τεχνών, πράγμα όμως που οι πηγές δεν επιβεβαιώνουν. Αυτό όμως δε
σημαίνει ότι ο ρόλος της στην προαγωγή της χριστιανικής τέχνης δεν ήταν
σημαντικός αφού συνδέθηκε με σπουδαίους Κρήτες ζωγράφους, έργα των οποίων κοσμούσαν το καθολικό της.
Όλα μαρτυρούν πως ήταν μια πλούσια μονή ειδικά σε επίπεδο
κειμηλίων και εικόνων, δεδομένου ότι δεχόταν μεγάλες δωρεές- σε ένδειξη σεβασμού
και αγάπης- όχι μόνο από τους Κρήτες ορθόδοξους αλλά και από τους Ενετούς
ευγενείς.
Με την οθωμανική κατάκτηση το 1669, ο ναός της Αγίας
Αικατερίνης απογυμνώθηκε από τον πλούτο του. Οι Σιναίτες μοναχοί, λόγω του φόβου
των Τούρκων, μετέφεραν ότι μπορούσαν σε άλλες περιοχές. Και ο ίδιος ο ναός όμως παραχωρήθηκε
στους κατακτητές και ειδικότερα στον κεχαγιά των γενιτσάρων Ζουλφικάρ Αγά.
Παρότι πήρε το όνομα του Ζουλφικάρ ωστόσο, εξακολουθούσαν όλοι να την αποκαλούν Αγιά Κατερίνα
Τζαμισί.
Ο μιναρές που κτίστηκε ανατολικά του ναού κατά τη μετατροπή του σε τέμενος μεταφέρθηκε στη συνέχεια νότια
του παρεκκλησιού των Αγίων Δέκα και έγινε ψηλότερος για να ξεπεράσει το
καμπαναριό του Αγίου Μηνά, που ωστόσο κτιζόταν σε κοντινή απόσταση.
Οι μαρτυρίες της εποχής μας αποκαλύπτουν πως το τέμενος της Αγίας
Κατερίνας ήταν μεγαλοπρεπές και πολύ όμορφο, περιτριγυρισμένο από νερά και
λουλούδια. Στην αυλή του, όπου σήμερα υπάρχει η πλατεία, είχε φτιαχτεί ένα σιντριβάνι
από λευκό μάρμαρο για τους τελετουργικούς
καθαρμούς των μουσουλμάνων και κοντά του μια δεξαμενή με μολυβοσκέπαστο τρούλο.
Τα παλιά κελιά της μονής έγιναν κατάλυμα για τους μουσουλμάνους σπουδαστές, μια
και στους χώρους της άρχισαν να λειτουργούν μορφωτικά καθιδρύματα.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα που ξεκίνησε η μείωση
του μουσουλμανικού στοιχείου στο Χάνδακα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.
Σταδιακά το τζαμί της Αγίας Αικατερίνης εγκαταλείφθηκε και γύρω στο 1951 εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Όμως καθώς μεγάλωνε ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης οι
ναοί δεν επαρκούσαν και τότε άνοιξε η συζήτηση για χρήση εκ νέου της Αγίας
Αικατερίνης ως ναού. Οι προσπάθειες απόκτησαν σάρκα και οστά το 1919, οπότε και
δημοσιεύθηκε το Βασιλικό Διάταγμα που απαλλοτρίωνε το παλιό μουσουλμανικό
τέμενος.
Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε το ναό σχεδόν ερείπιο και οι
Γερμανοί βρήκαν την ευκαιρία και μετέτρεψαν το κλίτος της Αγίας Αικατερίνης με
αμαξοστάσιο.
Σε αυτή τη δύσκολη εποχή το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Αγίου Μηνά
ζήτησε από το γερμανικό φρουραρχείο να επισκευάσει το κλίτος του ναού όπου
τιμούσαν, πριν την άλωση, τους Αγίους Δέκα, χωρίζοντας το με μεσοτοιχία από το
υπόλοιπο κτίσμα.
Το Νοέμβριο του 1943 στη γιορτή της Αγίας Αικατερίνης
τελέσθηκε πρώτη φορά στα νεώτερα χρόνια, συγκεκριμένα μετά από 274 χρόνια από τότε που έπαψε
να λειτουργεί ως χριστιανικός ναός, λειτουργία στο παρεκκλήσι του κατηργημένου
τζαμιού.
Μετά την Κατοχή έγιναν πολλές συζητήσεις για την τύχη του
ναού ενώ λαϊκή επιτροπή ανέλαβε την ανακαίνιση του. Μέγα ζήτημα δημιουργήθηκε
τότε με την καθιέρωση του παρεκκλησίου του. Μετά από πολλές προτάσεις καθιερώθηκε
να τιμάται εκεί η μνήμη των εν Κρήτη Διαλαμψάντων Αγίων.
Στους χώρους του ναού της Αγίας Αικατερίνης λειτουργεί από
το 2015 το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης, που αποτελεί κόσμημα για το Ηράκλειο.
Σε αυτό ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει όλη την εξέλιξη της κρητικής εκκλησιαστικής
τέχνης και να κατανοήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναδείχθηκαν
κορυφαίες μορφές στο Χάνδακα, όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός και ο Δομήνικος
Θεοτοκόπουλος.
Για την ιστορία να πούμε πως η πρώτη φάση κατασκευής του
ναού της Αγίας Αικατερίνης ανάγεται στον 13ο αιώνα. Επεμβάσεις τόσο
σε αυτόν, όσο και στο παρεκκλήσι του έγιναν τον 16ο και 17ο
αιώνα.
Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυρεπίστεγου και απαρτίζεται από ένα
επίμηκες κλίτος στεγασμένο με ημικυλινδρική καμάρα και ένα εγκάρσιο με πτερά
χαμηλότερου ύψους. Το παρεκκλήσι βόρεια του ναού επικοινωνεί με το κεντρικό
κλίτος μέσω τοξωτών ανοιγμάτων ενώ διαθέτει και ξεχωριστή είσοδο στη δυτική
πλευρά του.
Πηγή: Η Χριστιανική Τέχνη της Κρήτης στο Μουσείο της Αγίας Αικατερίνης, Έφη Ψιλάκη, Ηράκλειο 2016)
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)