Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Σεπτεμβρίου 1967. Ο αρχαιολόγος Σπύρος Μαρινάτος ανακοινώνει εκείνη την ημέρα την ανακάλυψη του σημαντικού προϊστορικού οικισμού στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης.
Ο πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Σπύρος Μαρινάτος γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς σαν σήμερα, 4 Νοεμβρίου του 1901,και έγινε γνωστός, αρχικά, από την ανασκαφική του δράση το 1932 στην Αμνισό, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη του αποκάλυψε μινωική έπαυλη της Μεσομινωικής ΙΙΙ περιόδου με θαυμάσιες τοιχογραφίες.
Κατά την διάρκεια των ανασκαφών βρήκε ηφαιστειακό υλικό σε μινωικά στρώματα, πράγμα που τον οδήγησε στη διατύπωση της θέσης ότι ο Μινωικός πολιτισμός πρέπει να καταστράφηκε από την ηφαιστειακή έκρηξη της Θήρας.
Το 1937 ο 36χρονος τότε έφορος του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου Σπύρος Μαρινάτος κατέπληξε τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, όταν από το βήμα του «Β΄ Τουρκικού Συνεδρίου Ιστορίας και Αρχαιολογίας», στην Κωνσταντινούπολη, εισηγήθηκε μια καινοφανή θεωρία.
Σύμφωνα με αυτή υπεύθυνη για τη σταδιακή παρακμή και την τελική πτώση της Μινωικής Παντοκρατορίας ήταν η φοβερή έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.
Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, χρησιμοποίησε ως παράδειγμα την έκρηξη του Κρακατάου στην Ινδονησία (7 Αυγούστου 1883) εκτιμώντας πως η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ήταν τετραπλάσιας ισχύος.
Η θεωρία αυτή τον οδήγησε το 1967 στην μεγάλη ανακάλυψη του προϊστορικού οικισμού στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, μιας ολόκληρης πόλης της Υστεροκυκλαδικής Ι περιόδου, θαμμένης κάτω από τα ηφαιστειακά υλικά.
Μάλιστα, ο Σπύρος Μαρινάτος υποστήριζε ότι η Σαντορίνη ήταν η χαμένη Ατλαντίδα, που αναφέρει ο Πλάτων.
Να σημειώσουμε πως ο Μαρινάτος είχε έλθει στην Κρήτη από το 1925. Προορίζονταν για διάδοχος του σπουδαίου Ιωσήφ Χατζιδάκη, που είχε συνταξιοδοτηθεί λίγα χρόνια πριν. Ο Σπυρίδωνας Μαρινάτος συμπορεύθηκε με τον εξίσου σπουδαίο Στέφανο Ξανθουδίδη, μετά το θάνατο του οποίου έμεινε μόνος του στη θέση του Εφόρου Αρχαιοτήτων στην Κρήτη.
Στο ενεργητικό του είχε σημαντικές ανασκαφές, πριν την Αμνισό και τη Σαντορίνη, όπως στο Κράσι, στο Βορού, στο σπήλαιο της Ειλειθυίς, στη Δρήρο, στο Σκλαβόκαμπο στις Γωνιές, σε περιοχές του Αμαρίου κ.α
Κηδεύθηκε και τάφηκε, αρχικά, όπως επιθυμούσε, στον χώρο του Συγκροτήματος Δ, στον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου και έμεινε εκεί μέχρι το 2005. Στη συνέχεια, όμως, μεταφέρθηκε πλησίον του φυλακίου, στη νότια είσοδο του αρχαιολογικού χώρου.
Ο Σπύρος Μαρινάτος στο γραφείο του στην Κρήτη |
Ο προϊστορικός οικισμός στο Ακρωτήρι
Οι πρώτες εγκαταστάσεις στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης χρονολογούνται από την Ύστερη Νεολιθική Εποχή. Οικισμός υπήρξε εκεί κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ενώ στη Μέση και Πρώιμη Ύστερη Εποχή του Χαλκού ο οικισμός επεκτάθηκε και αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του Αιγαίου.
Την ανάπτυξή του αποδεικνύουν η μεγάλη έκταση που καταλάμβανε (περίπου 200 στρέμματα), η εξαιρετική πολεοδομική του οργάνωση, το αποχετευτικό δίκτυο και τα περίτεχνα, πολυώροφα κτίρια που είχαν εκπληκτικό τοιχογραφικό διάκοσμο, πλούσια επίπλωση και οικοσκευή.
Εισαγόμενα προϊόντα που βρέθηκαν μέσα στα κτίρια δείχνουν τις σχέσεις που είχαν αναπτύξει οι κάτοικοι του με άλλους τόπους και πολιτισμούς. Διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με τη Μινωική Κρήτη και εμπορικές σχέσεις με την Ηπειρωτική Ελλάδα, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο.
Η ζωή στην πόλη τελείωσε απότομα το τελευταίο τέταρτο του 17ου π.Χ. αιώνα, όταν οι κάτοικοι την εγκατέλειψαν λόγω ισχυρών προσεισμών.
Ακολούθησε η έκρηξη του ηφαιστείου και τα ηφαιστειακά υλικά που κάλυψαν την πόλη και ολόκληρο το νησί προστάτευσαν τα κτίρια και το περιεχόμενό τους, για να δουν ξανά το φως της ημέρα το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Οι πρώτες εγκαταστάσεις στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης χρονολογούνται από την Ύστερη Νεολιθική Εποχή. Οικισμός υπήρξε εκεί κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ενώ στη Μέση και Πρώιμη Ύστερη Εποχή του Χαλκού ο οικισμός επεκτάθηκε και αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του Αιγαίου.
Την ανάπτυξή του αποδεικνύουν η μεγάλη έκταση που καταλάμβανε (περίπου 200 στρέμματα), η εξαιρετική πολεοδομική του οργάνωση, το αποχετευτικό δίκτυο και τα περίτεχνα, πολυώροφα κτίρια που είχαν εκπληκτικό τοιχογραφικό διάκοσμο, πλούσια επίπλωση και οικοσκευή.
Εισαγόμενα προϊόντα που βρέθηκαν μέσα στα κτίρια δείχνουν τις σχέσεις που είχαν αναπτύξει οι κάτοικοι του με άλλους τόπους και πολιτισμούς. Διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με τη Μινωική Κρήτη και εμπορικές σχέσεις με την Ηπειρωτική Ελλάδα, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο.
Η ζωή στην πόλη τελείωσε απότομα το τελευταίο τέταρτο του 17ου π.Χ. αιώνα, όταν οι κάτοικοι την εγκατέλειψαν λόγω ισχυρών προσεισμών.
Ακολούθησε η έκρηξη του ηφαιστείου και τα ηφαιστειακά υλικά που κάλυψαν την πόλη και ολόκληρο το νησί προστάτευσαν τα κτίρια και το περιεχόμενό τους, για να δουν ξανά το φως της ημέρα το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.