Οι Αποστόλοι του Δήμου Μινώα Πεδιάδος υπήρξε ένα
χωριό που όσο παλιά κι αν ανατρέξουμε στην ιστορία του θα δούμε πως ξεχώριζε
για την οικονομική του ανάπτυξη και τον πλούτο που του δημιουργούσε το εμπόριο. Μια βόλτα στις γειτονίες του με τα παλιά αρχοντικά κτίσματα, άλλα ερειπωμένα κι άλλα ανακαινισμένα, πείθει για του λόγου το αληθές.
Της Ελένης Βασιλάκη
Παρότι δεν είναι ένας οικισμός δίπλα στη θάλασσα που
να δικαιολογεί εμπορική δραστηριότητα, ούτε δίπλα σε κάποιο μεγάλο και ισχυρό
αστικό κέντρο, είχε καταφέρει να αναπτύξει τους δικούς του εμπορικούς κώδικες, βασισμένους εν πολλοίς στη δημιουργικότητα και το ανήσυχο πνεύμα των κατοίκων
του.
Το βυζαντινό βυρσοδεψείο
Η βασική πηγή πλούτου του, κατά τους βυζαντινούς
χρόνους, ήταν το εμπόριο δέρματος με επί τόπου κατεργασία του.
Οι Αποστόλοι δεν είναι χωριό που η φύση προίκισε με
ποτάμια, ρυάκια κι άλλα τρεχούμενα νερά. Είχε ωστόσο καλές πηγές νερού κι έτσι,
λέει η παράδοση, πως ένα από τα αρχοντόπουλα που έφερε ο Νικηφόρος Φωκάς, όταν
πήρε την Κρήτη από τα χέρια των Αράβων, πήγε και εγκαταστάθηκε σε αυτόν τον τόπο.
Εκεί, σκέφτηκε να εκμεταλλευθεί το νερό των πηγών και
να αναπτύξει την κατεργασία δέρματος (βυρσοδεψία). Το αρχοντόπουλο έφτιαξε το
σπιτικό του στη θέση που μέχρι και σήμερα ονομάζεται Αρχοντικά ενώ οι εργάτες
του έμεναν στην περιοχή, γύρω από το σημερινό δημοτικό σχολείο, που ονομάζεται
Τσουρλί.
Πράγματι, αδιάψευστοι μάρτυρες αυτής της δραστηριότητας
που αναπτύχθηκε στους Αποστόλους παραμένουν σήμερα η δεξαμενή και οι οκτώ κολώνες
που ήταν τμήμα του βυρσοδεψείου, στη θέση Λιβαδάκι. Δυστυχώς οι πολλές λαξευτές
πέτρινες γούρνες μέσα στις οποίες έκαναν τη βασική επεξεργασία του δέρματος δεν
διασώθηκαν.
Το νερό στήριξε τον τόπο
Με την πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου των Αποστόλων,
Μαρία Δαμιανάκη, επισκεφθήκαμε τόσο την περιοχή όπου λειτουργούσε το
βυρσοδεψείο όσο και όλα τα υπόλοιπα σημεία του χωριού όπου οι κάτοικοι
συγκέντρωναν νερό για να καλύπτουν οικιακές και επαγγελματικές ανάγκες τους.
Είχαν αναπτύξει ένα ολόκληρο σύστημα από κουτούτα,
(επί Τουρκοκρατίας), δεξαμένες στεγασμένες (επί Βυζαντινών και Ενετών) αλλά και
πολλά πηγάδια από τα οποία αντλούσαν νερό είτε σε δημόσιους χώρους είτε μέσα
στα σπίτια τους.
Το νερό έτσι έγινε πηγή πλούτου για έναν τόπο που
μπορεί επιφανειακά νερά να μην διέθετε όμως είχε υπόγεια και ταυτόχρονα τον
είχε ευνοήσει η φύση με καλά εδάφη για καλλιέργειες, που λειτουργούσαν
συμπληρωματικά με το εισόδημα από το εμπόριο.
Στην είσοδο των Αποστόλων βλέπουμε ένα από τα κουτούτα
που είχαν κατασκευαστεί επί Τουρκοκρατίας με παροχή νερού από πηγή, λίγες
δεκάδες μέτρα πιο πάνω.
Ο οικισμός, μας εξηγεί η κ Δαμιανάκη, είχε τέσσερις
πηγές που με καταπότες οδηγούσαν το νερό τους σε κουτούτα και κλειστές
δεξαμενές.
Είδαμε από κοντά τρείς από τις στεγασμένες δεξαμενές
που διασώζονται, οι δύο σε άριστη κατάσταση και η τρίτη, στο χώρο του βυρσοδεψείου,
ερειπωμένη, χωρίς στέγη και με τα μισά πελέκια της να έχουν αφαιρεθεί.
Τα πηγάδια σε όλο το χωριό θα λέγαμε πως είναι
αμέτρητα. Άλλα σε εξωτερικούς χώρους, για να αντλούν νερό όλοι στη γειτονιά, κι
άλλα μέσα σε σπίτια. Ένα εξ αυτών μας προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση καθώς το
μισό ήταν μέσα σε σπίτι για να κάνει η νοικοκυρά τη λάτρα της και το άλλο μισό στον
κήπο, για να μπορούν να ποτίζονται δέντρα και κηπευτικά.
Μεταπρατικό εμπόριο αξιώσεων
Όταν οι Βυζαντινοί έδωσαν τη θέση τους στους Ενετούς
η επεξεργασία δέρματος στους Αποστόλους ατόνησε. Οι κατακτητές από τη Βενετία
επέλεξαν να ρίξουν το βάρος στην καλλιέργεια σιτηρών. Είχαν ανάγκη το άχυρο για
τα άλογα του στρατού τους και τους καρπούς των σιτηρών για να τρέφονται.
Οι ίδιοι όμως οι Αποστολιανοί ποτέ δεν άφησαν το
εμπόριο δέρματος, που έμαθαν από τους Βυζαντινούς. Μάλιστα μέχρι και πριν από
είκοσι χρόνια όλες οι προβιές από τις γύρω περιοχές, που προορίζονταν για
επεξεργασία, συγκεντρώνονταν στους Αποστόλους. Από εκεί τις φόρτωναν σε φορτηγά
και τα οδηγούσαν σε πιο οργανωμένες μονάδες επεξεργασίας.
Η κ Δαμιανάκη χαρακτήρισε την περίοδο από το 1850
μέχρι και το 1950 ως το χρυσό αιώνα του μεταπρατικού εμπορίου στους Αποστόλους.
Οι κυρατζήδες, όπως έλεγαν τους ανθρώπους που με τα μουλάρια τους μετακινούνταν
στα χωριά και πουλούσαν την πραμάτεια τους, ήταν πολλοί.
Χωρίς τα σύγχρονα μέσα
που διαθέτουμε σήμερα έπαιρναν τα ζώα τους, φορτωμένα με κρασί και άλλα είδη,
και πήγαιναν στο Οροπέδιο του Λασιθίου, στο Μεραμπέλο, τη Βιάννο, την Ιεράπετρα.
Από κει προμηθεύονταν μέλι, δέρματα, τυρί, ακόμα και χοιρινό κρέας.
Στον οικισμό τους
γνώρισαν ανάπτυξη όλα τα επαγγέλματα, όμως ξεχωριστή θέση είχε αυτό του κηροπλάστη.
Ένα μικρό σχετικά χωριό όπως οι
Αποστόλοι είχε τέσσερις τουλάχιστον επιχειρήσεις που έφτιαχναν κεριά από μελισσοκέρι
ή από τα αποκέρια που έφερναν από ναούς. Μάλιστα τα αποκέρια από την περίφημη
Παναγία της Τήνου κατέληγαν στους Αποστόλους, κι απ αυτά δημιουργούσαν νέα
κεράκια ή λαμπάδες.
Επίσης το χωριό διέθετε κάμποσες φάμπρικες για λάδι αλλά κι ένα από τα πρώτα λεμονατζίδικα.
Οι Αποστόλοι φημίζονται εξάλλου για τα φασολάκια που
παρήγαγαν και ειδικά το ασπρομάτικο φασόλι που δεν καλλιεργείται πουθενά αλλού,
σήμερα βέβαια σε μικρότερες ποσότητες σε σχέση με το παρελθόν.
Τι έγινε και οι Αποστόλοι έχασαν την παλιά τους αίγλη;
Την απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε στο τι συνέβη και ολόκληρη η Κρήτη από ένα
νησί με σχεδόν απόλυτη επάρκεια σε όλα τα είδη κατέληξε να εισάγει μέχρι και
ντομάτες. Το άνοιγμα των συνόρων, οι συμφωνίες με άλλες χώρες, η αστυφιλία, η
υποβάθμιση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, τα χαμηλά παραγωγικά κόστη άλλων
κρατών κι ένα εκατομμύριο άλλοι παράγοντες λειτούργησαν προς την κατεύθυνση της
υπανάπτυξης, όχι μόνο των Αποστόλων, αλλά κάθε χωριού της Κρήτης.
(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε SITE χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)
Οι κολώνες του βυζαντινού βυρσοδεψείου |
Η ερειπωμένη δεξαμενή του βυρσοδεψείου |
Το οθωμανικό κουτούτο στην είσοδο του χωριού |
Οι στεγασμένες παλιές δεξαμενές |
Τα πηγάδια έχουν έντονη παρουσία σε κάθε γειτονιά |
Πίσω από τη λαμαρίνα το ιδιαίτερο πηγάδι που μοιράζεται ανάμεσα σε σπίτι και τον κήπο του |