Εξόριστος από την πατρίδα του και με «περίλυπη έως θανάτου την ψυχή», τελείωσε ειρηνικά της ζωή του στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 μια σημαντική εκκλησιαστική μορφή, ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης.
Χάρη στην τηλεοπτική σειρά "Κόκκινο Ποτάμι" που είναι βασισμένη στη γενοκτονία των Ποντίων και τον ρόλο του Θεόκλητου, που είναι εμπνευσμένος από τη δράση του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, η προσωπικότητα αυτή ήλθε ξανά στο προσκήνιο.
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο θανάτου του σπουδαίου αυτού μητροπολίτη αξίζει να μάθουμε λίγα πράγματα για τη ζωή και την πλούσια δράση του.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης γεννήθηκε στην Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866, όμως μεγαλώνει στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Σπουδάζει στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ’ όπου αποφοιτά το 1888, χειροτονείται διάκονος και φεύγει στην Λειψία και την Βόννη της Γερμανίας, όπου σπουδάζει Φιλοσοφία και Θεολογία. Το 1891, επιστρέφει στην Πόλη και διορίζεται καθηγητής στην Σχολή της Χάλκης. Πέντε χρόνια αργότερα, ψηφίζεται χωρεπίσκοπος του Πέραν και από εκεί αρχίζει πλέον την μεγάλη εθνική του δράση.
Η επισκοπή του ήταν μία περιοχή έντονης προπαγάνδας των Γάλλων καθολικών, μέσω των σχολείων που διατηρούσαν εκεί με σκοπό τον προσηλυτισμό των ελληνοπαίδων, αφού πρώτα τα μεταβάλλουν «σε κοσμοπολίτες αδιάφορους προς τα εθνικά ιδεώδη και ψυχρούς στις παραδόσεις τους». Ο Καραβαγγέλης ενισχύει την ελληνική εκπαίδευση, ιδρύει ελληνικό σχολείο και βάζει τέρμα σ’ αυτή την θλιβερή κατάσταση.
Ο Γερμανός εκλέγεται μητροπολίτης Καστοριάς
Το 1900 ο Γερμανός εκλέγεται μητροπολίτης Καστοριάς σε ηλικία μόλις 34 ετών. Τα έξοδα της μετάβασης στον προσωπικό του Γολγοθά εξοικονομεί από την υποθήκευση των πολύτιμων αμφίων του.
Ναι, ήταν αληθινός Γολγοθάς τότε η διαποίμανση οποιασδήποτε μητρόπολης της Μακεδονίας διότι όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα του Βούλγαρου κομιτατζή και τα πλάκωνε η σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή.
Γι’ αυτό και οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Κωνσταντίνος ο Ε καί στην συνέχεια Ιωακείμ ο Γ διαλέγουν και στέλνουν στην Μακεδονία μητροπολίτες νέους, ηλικίας 35-40 ετών, μορφωμένους αλλά και πατριώτες αποφασισμένους για κάθε θυσία
Οι Βούλγαροι, υποκινημένοι απ’ τα πανσλαβιστικά ρωσικά οράματα που υπηρετούσαν τον στόχο της εξόδου των Ρώσων στην Μεσόγειο, οραματίζονται και αγωνίζονται για μία μεγάλη και ανεξάρτητη Βουλγαρία. Οργανώνουν έτσι, στον χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, ανταρτικά σώματα, τα Κομιτάτα, και ιδρύουν βουλγαρικά σχολεία και ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία, την επονομαζόμενη «Βουλγαρική Εξαρχία».
Το Πατριαρχείο αντιδρά άμεσα, χαρακτηρίζοντας σχισματική την «Βουλγαρική Εξαρχία» και ως αίρεση το Βουλγαρικό και γενικά κάθε εθνικισμό που διασπά την ενότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία απορρίπτει τον εθνικισμό, αποδέχεται όμως τον πατριωτισμό και την φιλοπατρία, καθώς θεωρεί τα έθνη, ως ένα μέρος του σχεδίου της Θείας Οικονομίας.
Η εθνικιστική έξαψη των Βουλγάρων, όμως, συνεχίζεται. Επωφελούμενοι από την αδυναμία των Τούρκων, ενθαρρυνόμενοι απ’ την Ρωσία και με την εκκωφαντική σιωπή των Παπικών, επιχειρούν τον εκσλαβισμό όλης της Μακεδονίας.
Το σύνθημα των Βουλγάρων είναι «Εξαρχία η θάνατος», γράφει ο Καραβαγγέλης. Δηλαδή, θάνατος σ’ όποιον δεν υποτασσόταν στην αυτόνομη, εξαρχική, Βουλγαρική Εκκλησία, αλλά αναγνώριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως κανονική εκκλησιαστική Άρχή. Για να πλήξουν το γένος μας, πλήττουν την ζωοποιό δύναμή του, την ρίζα του, που είναι η θρησκεία και η αγία παράδοσή μας, και για να συμβεί αυτό, πρέπει η Εκκλησία να χάσει την αίγλη της και την επιρροή της. Είναι πια πασίγνωστη αυτή η πρακτική, και με διαχρονική μάλιστα εφαρμογή.
Η δραστηριότητά του στον Μακεδονικό Αγώνα
Αυτή την απελπιστικά επικίνδυνη κατάσταση βρήκε ο Γερμανός, πηγαίνοντας στην έδρα του. Δεν καθυστερεί, λοιπόν, ούτε στιγμή. Δίνει την ψυχή του και γίνεται η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα. Ήταν ο εμπνευστής και ο οργανωτής του. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Κώστας Γεωργίου» και αναπτύσσει μία πρωτοφανή δραστηριότητα, συνεπικουρούμενος από τον Ίωνα Δραγούμη και τον πρόξενό μας στην Θεσσαλονίκη, Λάμπρο Κορομηλά.
Δημιουργεί τα πρώτα ανταρτικά σώματα αυτοάμυνας με αρχηγούς τον Βαγγέλη Στρεμπενιώτη και τον καπετάν-Κώττα. Πετυχαίνει την εξάρθρωση των ληστοσυμμοριών της περιοχής. Βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τα προξενεία μας, τους μητροπολίτες, τους ντόπιους οπλαρχηγούς, τους Έλληνες αξιωματικούς, τις κοινότητες, τους ιερείς, τους δασκάλους, τον λαό.
Αλληλογραφεί με τον Παύλο Μελά. Κι όταν αυτός ανεβαίνει στην Μακεδονία, του στέλνει μία εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου, που πάνω της είχε χαράξει τα εξής: «Τω πολυφιλήτω και φιλοστόργω τέκνω. Έντεινε και κατευοδού και βασίλευε και κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου». Επίσης, του στέλνει την σφραγίδα με το όνομα που θα χρησιμοποιούσε στον Αγώνα: «Μίκης Ζέζας».
Μετά δε τον τραγικό θάνατο του ήρωα, ο ίδιος τον κηδεύει, και όπως αναφέρει: «Μετέφερα απ τον Μητροπολιτικό Ναό εις το παρακείμενον περίβολον του Βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών το σεπτό σκήνος του, το κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου όπως θρηνήσω τον αοίδιμον Ήρωα».
Ο Αγώνας, όμως, συνεχίζεται. Ο Πολεμιστής-Ιεράρχης καβάλα στ’ άλογό του, με το Μάνλιχερ στο χέρι, οργώνει τα χωριά, εμψυχώνει τους Έλληνες. Ντυμένος αστυνομικός διασχίζει τα βουλγαρικά χωριά, αποφεύγει τις δολοφονικές ενέδρες των εχθρών του, αλλάζοντας δρομολόγια και ξεγελώντας τους. Ανοίγει εκκλησιές που είχαν κλείσει οι κομιτατζήδες, σπάζοντας τις πόρτες, μπαίνει μέσα με το Ρεβόλβερ στο χέρι και λειτουργεί με το Μάνλιχερ «παρά πόδα». «Έτσι επεβλήθηκα», θα πει, αυτός ο Παπαφλέσσας της Λέσβου.
Αυτός ήταν ο Γερμανός: «Ένας λεβέντης που έμοιαζε με Θεό», όπως θα τον χαρακτηρίσει ένας πληρωμένος, παρ’ ολίγον φονιάς του, που όμως -εντυπωσιασμένος από το παράστημα του Δεσπότη- δεν εξετέλεσε το δολοφονικό του έργο.
Τελικά, Βούλγαροι και Τούρκοι πετυχαίνουν την ανάκληση από το Πατριαρχείο του «Αρχικομιτατζή», όπως αποκαλούσαν τον Γερμανό. «Η απομάκρυνσή μου από την Καστοριά», γράφει ο ίδιος, «θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στον Μακεδονικό Αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια σχεδόν στο τέλος του».
Εκλέγεται μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου
Ο Καραβαγγέλης αρχίζει να γράφει ένα νέο κεφάλαιο της πολυτάραχης ζωής του, καθώς τώρα, το 1908, το Πατριαρχείο τον τοποθετεί μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου.
Παραμένει μητροπολίτης Αμασείας μέχρι το 1922, εφαρμόζοντας ένα λεπτομερές πρόγραμμα ανάπτυξης της επαρχίας του. Ιδρύει σχολές, σχολεία και άλλα ευαγή ιδρύματα, ανεγείρει ναούς, νέο μητροπολιτικό μέγαρο και επισκέπτεται όλα τα χωριά της επαρχίας του, δίνοντας παντού όπου περνούσε μία εθνική πνοή.
Σώζει τον Πόντο, το 1914, από την πρώτη απόπειρα εγκατάστασης Τούρκων προσφύγων στα ελληνικά χωριά. Το 1915 διασώζει αρκετά Αρμενόπουλα και το 1916 πέτυχε να σωθεί η Αμισός από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Ζει από κοντά όλο το δράμα, πρώτα της Γενοκτονίας 1.500.000 Αρμενίων και έπειτα 350.000 Ποντίων από τους δήθεν προοδευτικούς και εκσυγχρονιστές Νεότουρκους, οι οποίοι διακηρύττουν: «Η Τουρκία στους Τούρκους».
Ο εμπνευστής της Γενοκτονίας των χριστιανών της Μικράς Ασίας, Γερμανός αξιωματικός Λίμαν Φον Σάντερς, δηλώνει: «Η μισητή και άτιμη αυτή ράτσα θα ξεκληρισθεί και θα χαθεί για πάντα…». Ως μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιούνται η επιστράτευση των νέων, τα τάγματα εργασίας-τάγματα θανάτου (amele taburu), οι εκτοπίσεις πληθυσμών, που έμειναν στην ιστορία ως η λευκή σφαγή (le massacre blanc), οι εξορίες, οι φυλακές, οι σφαγές, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις, οι βιασμοί, οι εξισλαμισμοί, τα παιδομαζώματα, οι αρρώστιες, η ψείρα, η πείνα και η δίψα.
Όλη αυτή η θηριώδης τουρκική τακτική της εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών προκαλεί την αυτοάμυνα των Ποντίων, το αντάρτικο του Πόντου, το οποίο ο Κεμάλ, ως άριστος γνώστης της κατάστασης, το χαρακτηρίζει «έργο και όργανο» του Καραβαγγέλη, ο οποίος τώρα αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αυτοάμυνα και την σωτηρία του Πόντου, τρέχοντας ένα διπλωματικό μαραθώνιο, σε χρόνο αγώνα ταχύτητας εκατό μέτρων! Γι’ αυτή την πατριωτική του δράση συλλαμβάνεται και φυλακίζεται το 1917.
Μετά την αποφυλάκισή του, συνεχίζει την εθνική και χριστιανική του δράση, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από τον Κεμάλ ως ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της εξουσίας του και να καταδικασθεί το 1922 σε θάνατο, όπως και οι συνεργάτες του, ο επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλλης, ο εκ Παρακοίλων της Λέσβου και ο πρωτοσύγκελλός του, Πλάτων Αϊβαζίδης, οι οποίοι και πεθαίνουν μαρτυρικά.
Ο Γερμανός όμως διασώζεται, καθώς το Πατριαρχείο τον εκλέγει μητροπολίτη Ιωαννίνων και τον φυγαδεύει στην Αθήνα. Εκεί προτείνεται για αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αλλά δεν τον εκλέγουν, όπως παλαιότερα δύο φορές, το 1913 (είχε εκλεγεί, μετά τον θάνατο του Ιωακείμ του Γ , τοποτηρητής του Οικουμενικού θρόνου) και το 1921, οπότε του είχαν αρνηθεί και τον Πατριαρχικό Θρόνο. Ο Γερμανός δεν επεδίωξε τίποτα απ’ όλα αυτά, διότι είχε τάξει ως σκοπό του την εξυπηρέτηση του έθνους και όχι του εαυτού του.
Ως Ιωαννίνων πηγαίνει στην Ήπειρο, αποφασισμένος να δώσει «βιομηχανική ώθηση στον τόπο, ώστε ν ἀναχαιτιστεῖ το ρεύμα εκπατρισμού των Ηπειρωτών».
Ως μητροπολίτης στην Βιέννη, τον «τόπο της εξορίας»
Αλλά το 1924, δηλαδή ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξή του στα Γιάννενα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο του κοινοποιεί ως «κεραυνό εν αιθρία» την μετάθεσή του στην νεοϊδρυθείσα Μητρόπολη Ουγγαρίας και Εξαρχία Κεντρώας Ευρώπης και έπειτα από λίγους μήνες τον εκλέγει μητροπολίτη Αμασείας και τον τοποθετεί έξαρχο στην Μητρόπολη Κεντρώας Ευρώπης, με έδρα τη Βιέννη, τον «τόπο της εξορίας» του, όπως έλεγε. Κάποιοι θεωρούν πως έτσι υποτιμούν και παροπλίζουν τον ηρωικό αλλά μάλλον ενοχλητικό γι’ αυτούς ιεράρχη. Του περικόπτουν επίσης στο μισό τον μισθό και τον αφήνουν απλήρωτο επί μήνες. «Αυτή ήταν η αμοιβή των θυσιών και των εθνικών αγώνων ενός κληρικού που υπηρέτησε με αυταπάρνηση την Ελλάδα για 40 ολόκληρα χρόνια».
Εξόριστος από την πατρίδα του και με «περίλυπη έως θανάτου την ψυχή», τελειώνει ειρηνικά την επίγεια ζωή του στις 11 Φεβρουαρίου 1935 . Πρόφτασε όμως και είδε να πραγματοποιείται το όνειρό του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, για το οποίο τόσο σκληρά εργάστηκε.
Το Ελληνικό Κράτος αρνήθηκε ακόμη και τα έξοδα της κηδείας του να πληρώσει. Η δε μετακομιδή των λειψάνων του, από την Βιέννη στην Καστοριά, μόλις το 1959 κατέστη δυνατή.
Στην διαθήκη του, ο ξεχασμένος Ήρωας-Επίσκοπος γράφει: «Δεν χρεωστώ εις ουδένα ούτε οβολόν. Εις το έθνος προσέφερα ο,τι ήτο δυνατόν, ως Ιεράρχης του ’21».
Με πληροφορίες από Πεμπτουσία