Σαν σήμερα 10 Μαρτίου ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση στο Θέρισο, με αρχηγό τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Οι κινηματίες με υπόμνημά τους προς τις μεγάλες δυνάμεις ζητούν την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ενώ ο αγγλικός στόλος κατευθύνεται προς το νησί.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν τότε επικεφαλής σημαντικής μερίδας της αντιπολιτευτικής κίνησης των Κρητών και έκρινε πως είχε έλθει η ώρα να κηρύξει στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, το επαναστατικό κίνημα.
Με τον Βενιζέλο συμπαρατάχθηκαν ο Κωνσταντίνος Φούμης και ο Κωνσταντίνος Μάνος, χίλιοι περίπου άνδρες, οι μισοί ένοπλοι, και πολυάριθμοι οπαδοί του κινήματος διεσπαρμένοι σε ολόκληρη την Κρήτη.
Η επιλογή του τόπου και του χρόνου έναρξης της επανάστασης δεν ήταν τυχαία. Το Μάρτιο του 1905 οι διεθνείς συγκυρίες ήταν ιδανικές. Η Ρωσία, ένθερμος υποστηρικτής του πρίγκιπα, βρισκόταν σε σοβαρή εμπλοκή με την Ιαπωνία στην Άπω Ανατολή, ενώ την ίδια στιγμή η προσοχή των Δυνάμεων ήταν στραμμένη στη Μακεδονία όπου ο βαλκανικός ανταγωνισμός βρισκόταν σε έξαρση.
Η οχυρή θέση του Θερίσου, στις υπώρειες των Λευκών Ορέων σε υψόμετρο 572 μέτρων και η δυσχερής πρόσβαση σε αυτό, παρά την κοντινή του απόσταση από την πόλη των Χανίων, το καθιστούσαν ιδανικό ορμητήριο για τους επαναστάτες.
Σημαντικό ρόλο στην επιλογή της τοποθεσίας έπαιξαν η έντονη επαναστατική παράδοση του Θερίσου και οι οικογενειακοί και προσωπικοί δεσμοί του Βενιζέλου με την περιοχή.
Οι επαναστάτες έθεσαν εξαρχής τους δύο στόχους τους: αποτελεσματικότερη διεκδίκηση της Ένωσης και κατάργηση του αυταρχικού αρμοστειακού καθεστώτος. Ο ένοπλος αγώνας ήταν συνυφασμένος με τον πολιτικό.
Όπως διατυπωνόταν στο πρωτόκολλο που υπέγραψαν οι συσπειρωμένοι γύρω από τον Βενιζέλο Κρητικοί ηγέτες τις παραμονές του κινήματος, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποφύγουν την ένοπλη ρήξη, αν η επίτευξη της Ένωσης καθίστατο αδύνατη, οι επαναστάτες θα επιδίωκαν τη μεταβολή του υφισταμένου καθεστώτος της Νήσου.
Στην περίπτωση που δε θα εκπληρωνόταν ούτε αυτός ο στόχος, θα επιδίωκαν την αναθεώρηση του Συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας κατά το πρότυπο του ελληνικού ώστε να απαλλαγεί η Κρήτη από το δεσποτισμό.
Οι στόχοι της επανάστασης ήταν άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο Βενιζέλος δε θα μπορούσε να επιβληθεί πολιτικά στο νησί, αν ανέτρεπε τον πρίγκιπα αλλά αποτύγχανε να προωθήσει το ενώτικο ιδεώδες, ενώ, αν έφερνε επιτυχώς εις πέρας τις εθνικές διεκδικήσεις, θα έπληττε καίρια το αρμοστειακό καθεστώς και θα προκαλούσε την πτώση του.
Στο ιστορικό ψήφισμα κατά την κήρυξη της επανάστασης, που έγινε στη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Θέρισο, αλλά και στις τοιχοκολλημένες προκηρύξεις στα Χανιά και σε άλλες πόλεις δηλωνόταν απερίφραστα ο πόθος του Κρητικού λαού για ένωση.
"Ο Κρητικός λαός συνέλθων εις πάνδημον συλλαλητήριον εν Θερίσω της κυδωνίας σήμερον την 11ην μαρτίου 1905 κηρύττει ένωπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ένωσιν μετά του Βασιλείου της Ελλάδος εις μιαν αδιαίρετον, ελευθέραν, συνταγματικήν πολιτείαν".
Μετά την κήρυξη της ένωσης οι επαναστάτες συγκρότησαν επαναστατική συνέλευση και εξέλεξαν προσωρινό προεδρείο από οπλαρχηγούς με πρόεδρο τον Ιωάννη Παπαγιαννάκη από την Κίσαμο και αντιπροέδρους τον Σοφοκλή Φιωτάκη από το Σέλινο, τον Ιωάννη Καλογέρη από την Κυδωνία, τον Ανδρέα Κακούρη από τον Αποκόρωνα και τον Κυριάκο Μπυράκη από τον Μυλοπόταμο.
Από την επαναστατική τριανδρία ο Κων/νος Φούμης ανέλαβε την ευθύνη των οικονομικών, ο Κων/νος Μάνος τις στρατιωτικές υποθέσεις, ενώ ο Ελευθέριος Βενιζέλος τις διπλωματικές επαφές με τους εκπροσώπους των προστάδιδων Δυνάμεων. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία πως ο ιθύνων νους του κινήματος ήταν ο Βενιζέλος, ο οποίος διατήρησε καθ'όλη τη διάρκεια του την πρωτοβουλία για την επιλογή των σκοπών και των μεθόδων του αγώνα. Δύο ημέρες μετά την έναρξη της επανάστασης το προεδρείο της έθεσε το αίτημα της Ένωσης ενώπιον των Μ. Δυνάμεων.
Η είδηση προκάλεσε στην Kρήτη αλλά και στην ελεύθερη Ελλάδα εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Σε σύντομο χρονικό διάστημα στις μεγαλύτερες πόλεις της Νήσου υπογράφτηκαν ψηφίσματα υπέρ της Ένωσης.
Στο Ηράκλειο οργανώθηκε στις 21 Μαρτίου συλλαλητήριο με την παρουσία 10 χιλιάδων πολιτών στο οποίο ο γηραιός πολιτικός ηγέτης Ιωάννης Σφακιανάκης πρότεινε "να εκφραστεί ανενδοιάστως το φρόνημα των παρόντων και να δηλωθή προς τας Δυνάμεις ότι εις την προκείμενην περίπτωσιν πάντες οι Κρήτες συντάσσονται ψυχή τε και σώματι μετά των εν Θερίσω" Ο λαός του Ηρακλείου ψήφισε την ένωση της Νήσου με την Ελλάδα. Ακολούθησαν και άλλες πόλεις και κωμοπόλεις της Κρήτης. Διοργανώθηκαν συλλαλητήρια, υπογράφτηκαν λαοψηφίσματα και ακούστηκαν λόγοι συμπαράστασης προς τους επαναστάτες.
Στην Αθήνα οι αντιδράσεις ήταν αντικρουόμενες. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Θ. Δηλιγιάννης ύστερα από συνεργασία με το βασιλιά Γεώργιο, καταδίκασε την επανάσταση η οποία κατά την άποψη του, "διακυβεύει ύψιστα συμφέροντα του έθνους".Στις 12 Μαρτίου 1905 δήλωσε στους διευθυντές των εφημερίδων :
"Το ήδη εκραγέν κίνημα εις ουδέν καλόν δύναται να οδηγήση. Οι αρχηγοί ατού ελανθάσθησαν εις τους υπολογισμούς των. Αι Μ. Δυνάμεις επανειλημμένως εδήλωσαν ότι η ένωσις της Κρήτης μετά της Ελλάδος είναι εντελώς αδύνατος την εποχήν ταύτην".
Μέσω του φίλα προσκείμενου προς την Αυλή τύπου, με κύριο εκπρόσωπο την εφημερίδα "Εστία" κυβέρνηση και βασιλιάς άσκησαν έντονη κριτική προς τους κινηματίες καθ' όλη τη διάρκεια της εξέγερσης. Δεν ήταν λίγοι όμως οι δημοσιογράφοι που επιδοκίμασαν τις μεθόδους και την πολιτική των επαναστατών και αγωνίστηκαν με τη γραφίδα τους για την ευόδωση του αγώνα.
Παρακάμπτοντας τη λογοκρισία που είχε επιβληθεί από την πριγκιπική αρμοστεία ο απεσταλμένος των επαναστατών Κλέαρχος Μαρκαντωνάκης φρόντιζε να τροφοδοτεί τον Αθηναϊκό τύπο με ακριβείς πληροφορίες για τις κινήσεις τους, ενώ οι καλύτεροι πολιτικοί συντάκτες της εποχής στάλθηκαν στην Κρήτη για να συναντήσουν τους ηγέτες του κινήματος.
Παράλληλα στην Αθηναϊκή πρωτεύουσα μεταφερόταν η έξαψη της κρητικής κινητοποίησης. Παρά τις προσπάθειες του αρμοστειακού περιβάλλοντος για δυσφήμηση του κινήματος και την καταστροφολογία μερίδας του αθηναϊκού τύπου, εκατοντάδες εθελοντές αναχωρούσαν από τον Πειραιά για τη Μεγαλόνησο προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Αγώνα.
Απέναντι στους επαναστάτες ορθωνόταν ο Ύπατος Αρμοστής ως κεντρικός φορέας της εκτελεστικής εξουσίας στο νησί. Με την έκρηξη του κινήματος έσπευσε να λάβει αυστηρότατα μέτρα. Έθεσε σε επιφυλακή τη χωροφυλακή, ανέθεσε στον αρχηγό της, συνταγματάρχη Μόνακο την τήρηση της τάξης, τοποθέτησε φρουρές στις πύλες της πόλης και απαγόρευσε την έξοδο σε οποιονδήποτε πολίτη.
Με διαταγή του η Εισαγγελία Χανίων εξέδωσε ένταλμα σύλληψης κατά της επαναστατικής τριανδρίας. Στις 20 Μαρτίου η Αρμοστεία πραγματοποίησε εκλογές χωρίς τη συμμετοχή των Βενιζελικών.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Απριλίου, οι Πωλογιώργης, Κούνδουρος και Μιχελιδάκης, επικεφαλής των φιλοπριγκιπικών κομμάτων της νέας Βουλής, παρακινημένοι από διάβημα του Βενιζέλου και "ενθαρρυμένοι από τον αέρα που κατέβαινε από το ελεύθερο Θέρισο" κήρυξαν στην πρώτη συνεδρίαση την Ένωση της Νήσου με την Ελλάδα.
Ο πρίγκιπας πιεζόμενος από την κοινή γνώμη και την επιθυμία τω βουλευτών επικύρωσε την απόφαση της Βουλής, χαρακτήρισε ωστόσο το επαναστατικό κίνημα "θλιβερό γεγονός" προαναγγέλοντας με αυτόν τον τρόπο το σκληρό αγώνα που επρόκειτο να επακολουθήσει.
Ωστόσο, παρά την επιθυμία του Αρμοστή για γοργή επιστροφή στην έννομο τάξη, η έλλειψη κατασταλτικών μέσων δυσχέραινε κάθε προσπάθεια. Οι σποραδικές συγκρούσεις της χωροφυλακής με τους επαναστάτες κατέδειξαν την ανεπάρκεια του σώματος να καταπνίξει το κίνημα ή να περιορίσει την έκτασή του, γεγονός που μετέθεσε τη καταστολή του στη συντονισμένη δράση των διεθνών στρατευμάτων.
Η επιθυμία των Μ. Δυνάμεων για αποκατάσταση της έννομης τάξης ήταν σαφής. Η πολιτική τους έτεινε στην μακροπρόθεσμη διατήρηση του αρμοστειακού καθεστώτος με όσο το δυνατόν μικρότερες παραχωρήσεις. Δηλωμένη και απερίφραστη ήταν η ρωσική αντίθεση προς τους επαναστάτες, ενώ την πλέον θετική στάση και συμπαράσταση προς τον πρίγκιπα εξέφραζε ο Άγγλος πρόξενος Esme Howard.
Ευνοϊκή διάθεση έδειξε ο Γάλλος πρόξενος, ενώ ο Ιταλός ομόλογός του, Negri, παρόλο που δε δίσταζε να αποδώσει ευθύνες στον πρίγκιπα, συμφωνούσε στην καταστολή του κινήματος. Συνολικά, η θέση των Μ. Δυνάμεων απέναντι στα αιτήματα των επαναστατών ήταν για άλλη μια φορά αρνητική.
Οι εκπρόσωποι τους αποφάσισαν να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό των επαναστατών, όπως ο αποκλεισμός από ξηρά και θάλασσα και η απαγόρευση μεταφοράς τροφίμων και μετακίνησης πολιτών από και προς το Θέρισο.
Αφού ανέθεσαν τη φύλαξη των νευραλγικών οδών στη χωροφυλακή, αναδιπλώθηκαν στη ζώνη φρούρησης την οποία κατείχε κάθε δύναμη μετά το 1897 και περιορίστηκαν στην εγγύηση της ασφάλειας των τριών βασικών πόλεων και των φρουρών τους καθώς οι δυνάμεις τους ήταν ανεπαρκείς σε άνδρες και πολεμικά μέσα.
Η τακτική αυτή διήρκεσε ως τις αρχές του θέρους του 1905. Παρά την ενίσχυση των διεθνών αγημάτων η επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλη την Κρήτη.
Η δεύτερη φάση του αγώνα χαρακτηρίστηκε από την ολοένα εντεινόμενη δραστηριότητα της Αγγλίας και της Ρωσίας και την παρατεινόμενη απραξία των άλλων δύο Προστάτιδων Δυνάμεων, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Τους πρώτους θερινούς μήνες οι αγγλικές και ρωσικές δυνάμεις αποκατέστησαν σταδιακά την τάξη στους νόμους της δικαιοδοσίας τους, επανέφεραν τους χωροφύλακες που είχαν εκδιωχθεί από τους επαναστάτες και επέβαλλαν στρατιωτικό νόμο.
Ως τον Οκτώβριο κατάφεραν να καταστείλουν τις επαναστατικές ενέργειες, οι μεν Άγγλοι με συμπλοκές περιορισμένου χαρακτήρα (στον Άγιο Μύρωνα και στο Βαφέ), οι δε Ρώσοι με αιματηρές συμπλοκές. Οι σημαντικότερες συγκρούσεις μεταξύ των Ρώσων και των επαναστατών σημειώθηκαν στο Καστέλλι Μυλοποτάμου στις 25 Ιουλίου, στο Ατσιπόπουλο στις 2 Αυγούστου και στις 29 Σεπτεμβρίου στη Γεωργιούπολη.
Mετά τη σύγκρουση στο Ατσιπόπουλο η Κρητική Βουλή ψήφισε νόμο για τη συγκρότηση ενόπλων σωμάτων, τα οποία απαρτίζονταν από Κρήτες μισθοφόρους του πρίγκιπα, τους επονομαζόμενους δημοφρουρούς, και ενισχύονταν υλικά από τις Μ. Δυνάμεις και ιδιαίτερα από τους Ρώσους. Τη σύσταση των σωμάτων αυτών κατήγγειλε η επαναστατική κυβέρνηση, γιατί οδηγούσε σε εμφύλια σύγκρουση.
Αντίθετα με τους Άγγλους και τους Ρώσους, οι άλλες Προστάτιδες Δυνάμεις στην περιοχή ευθύνης τους τηρούσαν μάλλον παθητική στάση απέναντι στην επανάσταση. Στην περιοχή των Χανίων, η οποία βρισκόταν υπό διεθνή έλεγχο, ο αρχηγός των διεθνών στρατευμάτων απαγόρευε τη χρήση όπλων εκτός από την περίπτωση νόμιμης άμυνας σε μαζική επίθεση των επαναστατών.
Παρά την καταστολή της επανάστασης στην υπόλοιπη Κρήτη και την επιβολή στις 17 Ιουλίου στρατιωτικού νόμου, στα Χανιά οι επαναστάτες διατήρησαν τις δυνάμεις τους.
Όμως, καθώς τα μέσα των δύο αντιπάλων δεν επέτρεψαν την καθολική επικράτηση του ενός από τους δύο, η μόνη λύση ήταν ο συμβιβασμός. Άλλωστε η πολιτική του Βενιζέλου απέβλεπε σε μια εξελικτική διαδικασία και όχι στην εκ βάθρων ανατροπή της ορισμένης τάξης πραγμάτων.
Ύστερα από την απόρριψη του ενωτικού αιτήματος, ο Βενιζέλος επανήλθε με νέες προτάσεις υποστηρίζοντας λύση στο Κρητικό ζήτημα κατά το πρότυπο της Ανατολικής Ρωμυλίας έτσι ώστε "ούτε τα επικυριαρχικά της Τουρκίας δικαιώματα να θίγονται, ούτε ημείς να απέχωμεν της τυπικής ενώσεως, επιτυγχάνοντες, αν όχι την τυπική, τουλάχιστον την ουσιαστικήν."
Στις 24 Απριλίου συγκλήθηκε Πρεσβευτική Διάσκεψη στη Ρώμη, κατά την οποία οι εκπρόσωποι των τεσσάρων Προστάτιδων Δυνάμεων διατύπωσαν την άποψη ότι θα ήταν σκόπιμο να οριστεί Ευρωπαίος σύμβουλος του πρίγκιπα, ειδικός στα διοικητικά και οικονομικά θέματα. Ωστόσο η νέα αυτή πρόταση δεν ευοδώθηκε, αφού συνάντησε πανελλήνια αντίδραση.
Στις 2 Ιουλίου τριμελής επαναστατική επιτροπή συναντήθηκε στο χωριό Μουρνιές με τους διπλωματικούς εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων. Οι αντικειμενικές συνθήκες όμως δεν επέτρεψαν την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ τους καθώς οι Μ. Δυνάμεις δεν ήταν διατεθειμένες να προβούν σε παραχωρήσεις πριν από τη διακοπή του ένοπλου αγώνα.
Από την πλευρά τους οι επαναστάτες δεν αποδέχονταν τις προτεινόμενες από τις Δυνάμεις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες απέβλεπαν μόνο σε εσωτερικές μεταβολές και όχι σε μεταβολή του διεθνούς καθεστώτος της Νήσου.
Αυτό είχε καταστεί σαφές στο υπόμνημα της επαναστατικής ηγεσίας προς την ελληνική κυβέρνηση στις 30 Ιουνίου. Λόγω της αδυναμίας να επιτευχθεί συμβιβαστική λύση, ο Βενιζέλος με διπλωματική ευελιξία μετακινήθηκε από την επιδίωξη του κύριου στόχου της επανάστασης και πρότεινε την κάθοδο ειδικής εξεταστικής επιτροπής, η οποία θα προέβαινε σε επιτόπια μελέτη των όρων του κρητικού προβλήματος.
Ο Κρητικός ηγέτης εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι η μελέτη αυτή θα οδηγούσε στην επίσπευση της ενωτικής διαδικασίας και θα άνοιγε τον δρόμο για αναθεώρηση της αρνητικής ευρωπαϊκής στάσης στο κρητικό ζήτημα.
Κατά τον μήνα Αύγουστο ενώ η Αθήνα συγκλονιζόταν από μεγάλη διαδήλωση συμπαράστασης στο "Θέρισο'' (14 Αυγούστου), η Κρητική Βουλή με ψήφισμά της (30 Αυγούστου) αποδοκίμαζε "μετ' αγανακτήσεως πάσαν παράνομον πράξιν παντός Κρητός κατά των εν Κρήτη διεθνών στρατευμάτων".
Ένα μήνα αργότερα κάτω από το βάρος των υλικών δυσχερειών που αντιμετώπιζαν οι επαναστάτες και λόγω των κινδύνων που εγκυμονούσε η παρατεινόμενη έκρυθμη κατάσταση στο νησί οι δύο πλευρές ήλθαν σε συμβιβασμό. Ύστερα από τη μεσολάβηση του Ι. Σφακιανάκη και τη συνάντηση του με τον Άγγλο πρόξενο Howard διατυπώθηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου 1905 οι προτάσεις των επαναστατών σχετικά με τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα.
Στις 2 Νοεμβρίου στην Αγία Μονή πραγματοποιήθηκε η τελική αποφασιστική συνάντηση μεταξύ των προξενικών αρχών και του Ελευθερίου Βενιζέλου, μόνου εκπροσώπου της επαναστατικής ηγεσίας.
Τα δύο μέρη κατέληξαν οριστικά σε συμβιβασμό με την υπόσχεση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι θα αποστείλουν στο νησί διεθνή εξεταστική επιτροπή επιφορτισμένη με την επιτόπια εξέταση του κρητικού ζητήματος.
Επιπρόσθετα ρυθμίστηκαν ορισμένα εκκρεμή ζητήματα όπως η παράδοση των όπλων, η διάλυση του σώματος των δημοφρουρών, η έκταση της αμνηστίας, η αναχώρηση των λιποτακτών χωροφυλάκων, η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των εκπροσώπων της δημοσίας αρχής και των επαναστατών και η επιτήρηση των επικείμενων δημοτικών εκλογών από τις διεθνείς αρχές.
Εντός ολίγων ημερών οι επαναστάτες έσπευσαν να ανταποκριθούν στους όρους της συμφωνίας εγκαταλείποντας στα προκαθορισμένα σημεία τον οπλισμό τους, ενώ οι λιποτάκτες χωροφύλακες, για τους οποίους δεν ίσχυε η αμνηστία, επιβιβάστηκαν σε αυστριακό ατμόπλοιο και αναχώρησαν για την ελεύθερη Ελλάδα. Στις 25 Νοεμβρίου κηρύχθηκε επίσημα η αμνηστία με δύο προκηρύξεις υπογεγραμμένες από τον Ύπατο Αρμοστή και τις Μ. Δυνάμεις.
Οι προσδοκίες του Ελευθερίου Βενιζέλου σχετικά με την προώθηση του ενωτικού αιτήματος σύντομα δικαιώθηκαν. Λίγους μήνες μετά τον τερματισμό της επανάστασης έφθασε στην Κρήτη διεθνής εξεταστική επιτροπή με πρόεδρο τον διακεκριμένο Άγγλο εμπειρογνώμονα Sir Edgard Law, η οποία πρότεινε την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων, όπως η οργάνωση της τοπικής πολιτοφυλακής, η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, η χορήγηση νέου δανείου και η αναθεώρηση του συντάγματος, ενώ υπογράμμιζε ανεπιφύλακτα ότι "το μόνον φάρμακον εις την επικίνδυνον σημερινήν κατάστασιν είναι η ταχυτέρα κατά το δυνατόν ένωσις της Κρήτης μετά του Βασιλείου της Ελλάδος''.
Τον Αύγουστο του 1906 εκχωρήθηκε στον Έλληνα βασιλιά το δικαίωμα να διορίζει ο ίδιος τον Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης με την έγκριση των Προστάτιδων Δυνάμεων. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1906 ο Ύπατος Αρμοστής Γεώργιος αναχώρησε από την Κρήτη "σχεδόν λαθραίως ως φυγάς, επιβιβασθείς ελληνικού πολεμικού σκάφους, σταλθέντος παρά της Κυβερνήσεως Θεοτόκη".
Νέος Αρμοστής ορίστηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Η μεταβίβαση της ευθύνης για την εκλογή του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα της Μεγαλονήσου στον Έλληνα βασιλιά σήμαινε μια στενότερη σύνδεση της Κρητικής Πολιτείας με την ανεξάρτητη Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, όπως η συγκρότηση κρητικής Πολιτοφυλακής εκπαιδευμένης από Έλληνες αξιωματικούς, ήταν ένα βήμα προς την ουσιαστικότερη αυτονομία της Νήσου καθώς συνδεόταν και με την πρόθεση των Μ. Δυνάμεων να απεγκλωβίσουν τα στρατεύματά τους.
Στην αναμόρφωση του πολιτειακού καθεστώτος συνέβαλε η ψήφιση νέου συντάγματος με δημοκρατικότερο χαρακτήρα, το οποίο προωθούσε τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού. Όσον αφορά στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του νησιού, επιτεύχθηκε η εκ νέου δανειοδότηση της Κρητικής Πολιτείας με περίοδο χάριτος ως το 1911 και επεκτάθηκαν στην Κρήτη οι αρμοδιότητες της "Επιτροπής Ελέγχου των οικονομικών της Ελλάδας".
Η επανάσταση του Θερίσου δεν είχε θεαματικά αποτελέσματα. Χρειάστηκε ένα συνταρακτικό γεγονός, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, για να γίνει το όνειρο πραγματικότητα. Ωστόσο επανέφερε το κρητικό πρόβλημα στην επικαιρότητα και προκάλεσε την επανεξέταση του από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Παράλληλα οδήγησε στην αναθεώρηση του πολιτειακού συστήματος της Κρητικής Πολιτείας.
Τέλος η επανάσταση του Θερίσου ανέδειξε τον πρωταγωνιστή της Ελευθέριο Βενιζέλο ως ουσιαστικό παράγοντα της πολιτικής ζωής του Έθνους. "Το Θέρισο στάθηκε η αφορμή για να βρει η Κρήτη τη λευτεριά της. Και ακόμη στάθηκε η αφορμή για να βρει η φυλή τον ηγέτη της". Η δραστηριοποίηση του Βενιζέλου στην Κρήτη κατά τα έτη 1901-1906 και η καθιέρωση του ως ηγέτη στη Μεγαλόνησο άνοιξε το δρόμο προς την πανελλήνια επιβολή του.
Το 1910 ο Βενιζέλος κλήθηκε από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο να αναλάβει τις τύχες της χώρας. Οι πολιτικές του ιδέες και η αγωνιστική του δράση ανέπεμπαν τους παλμούς των εθνικών προσδοκιών.
Πηγή: historical-quest