Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα όπου βρέθηκαν πάνω από 6.000 ειδώλια και η διαχρονική χρήση του - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα όπου βρέθηκαν πάνω από 6.000 ειδώλια και η διαχρονική χρήση του



Όταν σηκώνει κανείς τα μάτια του από το Ρέθυμνο προς το νότο στρέφοντας τα νώτα του στη θάλασσα, το βλέμμα του καθηλώνεται στον ορεινό όγκο του Βρύσινα, και κυρίως στην υψηλότερη κορυφή του, το Άγιο Πνεύμα.

Για αιώνες ο υψηλός λόφος με τα μικρά κτίσματα της κορυφής, και κυρίως την εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, είναι ένα τοπόσημο,ένα σημείο μιας δυνάμει πολλαπλής σηματοδότησης.

Όταν αντίστροφα κινηθεί κανείς προς την κορυφή ακολουθώντας τον σύγχρονο δρόμο, ή ένα από τα παλιά μονοπάτια που συγκλίνουν προς τα εκεί και τα οποία ακολουθούν τα σημερινά κοπάδια από γιδοπρόβατα, αποκτά μια άλλη εικόνα. Αλλιώς φαίνονται τα πράγματα από την κορυφή.

 Η αμφίδρομη θέα προς όλη την περιοχή ξεδιπλώνεται  σε όλο της το μεγαλείο συμπεριλαμβάνοντας και την κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου .
Από την κορυφή έχει κανείς μια συνολική θέα του περίγυρου, μία συγκεντρωτική «γεωγραφική» εικόνα. Γι’ αυτό ήταν πάντα θέση βίγλας, όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, από τον Ύστερο Μεσαίωνα και μετά, έως σήμερα που είναι σημείο παρατήρησης πιθανών εστιών πυρκαγιών από την Πυροσβεστική.

Η κορυφή είναι εύκολης πρόσβασης και βρίσκεται μέσα σε περιοχή «εξημερωμένη». Γύρω και κυρίως προς νότο απλώνονται οροπέδια, παντού μικρά λακιά ελάχιστης έκτασης, δολίνες προσχωσιγενείς, διαμορφωμένες από τα νερά των ασβεστολιθικών όγκων και την επί αιώνες ανθρώπινη εργασία. 

Το εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος στην κορυφή του Βρύσινα
Οργωμένα, καταπράσινα, με μεγάλες και μικρές πέτρες για τη συγκράτηση της υγρασίας, σε συνδυασμό με τις κατάφυτες πεζούλες κάνουν το τοπίο φιλικό, ανθρώπινο, καθόλου απρόσιτο και απότομο. Τώρα η περιοχή είναι βοσκοτόπια αλλά ως πριν μερικές δεκαετίες καλλιεργούσαν λαχανικά μη ποτιστικά, που μεγάλωναν με τη νυχτερινή υγρασία και την υγρασία του εδάφους.

Ήταν το αόρι των διαφόρων χωριών, διαμορφωμένο σε καλλιεργήσιμες μικρές εκτάσεις σαν κήπος. Οι κάτοικοι ονομάζουν το οροπέδιο γύρω από την κορυφή του Αγίου Πνεύματος «κάμπο».

Επομένως η κορυφή του λόφου, όπου βρίσκεται το Ιερό Κορυφής, κάθε άλλο παρά απομονωμένη είναι. Είναι σε απόσταση απολύτως προσιτή από την παραγωγική και την κατοικημένη περιοχή.

 Άλλωστε περιμετρικά του λόφου εντοπίστηκαν με την επιφανειακή έρευνα, κυρίως στα βορειοανατολικά, αλλά και στα νότια και δυτικά, οι οικισμοί της ΥΕΙΙΙΓ περιόδου, οι λεγόμενοι «οικισμοί καταφύγια», αν και στην περίπτωσή μας η θέση τους και η γεωμορφολογία του περιβάλλοντος υποδεικνύουν μάλλον μια επιλογή προς την οικονομική εκμετάλλευση του υψηλού χώρου.

Τα ιερά κορυφής

Τα λεγόμενα Ιερά Κορυφής, που παρά την ονομασία τους δεν βρίσκονται πάντα σε κορυφή αλλά σε μια υψηλή θέση, είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη μινωική αρχαιολογία και σχεδόν μόνο αυτήν. 

Σε μία θέση αρκετά υψηλή, συνήθως ένα λόφο που τον χτυπούν αέρηδες και με μεγάλη αμφίδρομη ορατότητα, όπως στον Βρύσινα ή στον Πετσοφά, αλλά μπορεί και σε πλαγιά όπως στους Ατσιπάδες ή στον Κόφινα, παρουσιάστηκε σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (περίπου το 1800 π.Χ.) μια καταπληκτική αριθμητική πυκνότητα συγκεκριμένων και ειδικών ευρημάτων σε μικρή σχετικά χωρική διασπορά.Πολλές φορές συνοδεύονται από κτίσματα (Γιούχτας, Πετσοφάς, Τραόσταλος) και άλλοτε όχι.

Η διαμόρφωση του χώρου είναι συχνά βαθμιδωτή: οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τα φυσικά χαρακτηριστικά του λόφου και τα ενισχύουν με κατασκευές και λαξεύσεις, δίνοντας έτσι ανθρωπογενή μορφή στον φυσικό βράχο.

Προσθέτουν κτίσματα, αν και μάλλον περιορισμένα, γιατί τα ιερά είναι σε μεγάλο βαθμό υπαίθρια, και φροντίζουν να υπάρχουν κάποιοι εξομαλυμένοι χώροι για να μπορούν να γίνονται ανθρώπινες συναθροίσεις.

Κυρίως ο πολύ μεγάλος αριθμός των ευρημάτων (ειδώλια και τεράστιες ποσότητες θραυσμένης κεραμεικής) υποδεικνύουν χώρο τελετουργιών, λατρευτικών αποθέσεων και σε κάθε περίπτωση χώρο συγκέντρωσης πολλών ανθρώπων, ενδεχομένως και για ποικίλους άλλους σκοπούς πλην λατρευτικών (λήψη συλλογικών αποφάσεων, επίλυση διαφορών, τελετουργική συνάντηση γενών σε τακτά διαστήματα).

Λόγω του ότι συχνά υπήρχαν οστά καμένα και ίχνη από στάχτες, διατυπώθηκε η εικασία ότι το τελετουργικό περιλάμβανε θυσίες και σπονδές ενδεχομένως νυκτερινές.

Τα περισσότερα Ιερά Κορυφής συνδέονται με πόλεις όπως ο Πετσοφάς (με την πόλη του Παλαικάστρου) και ο Γιούχτας (με την πόλη και το ανάκτορο της Κνωσού). Τα περισσότερα άκμασαν κατά την Παλαιανακτορική περίοδο, όπως οι Ατσιπάδες .

Εντούτοις μερικά από τα μεγαλύτερα, όπως ο Γιούχτας, ο Τραόσταλος, ο Βρύσινας ή ο Κόφινας, συνδέονται με την κυρίως Νεοανακτορική φάση, τη φάση της ακμής του μινωικού πολιτισμού.

Το Ιερό Κορυφής του Βρύσινα

Η θέση στην κορυφή Άγιο Πνεύμα εντοπίστηκε και ταυτίστηκε ως Ιερό Κορυφής από τον P. Faure το 1963. Τα έτη 1972 και 1973 έλαβε χώρα η εκτεταμένη ανασκαφή Δαβάρα, από όπου προέκυψε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ειδωλίων και κεραμεικής. 

Κατόπιν αδείας του ανασκαφέα, η Ίρις Τζαχίλη, Ομότιμη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο  Πανεπιστήμιο Κρήτης, με μία ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών ανέλαβε τη μελέτη των ειδωλίων, που υπολογίζονται κατ’ ελάχιστον σε πάνω από 6.000 και περίπου 30.000 θραύσματα, και της κεραμεικής που είναι περίπου ενάμισης τόνος.

 Aπό το 2004 έως το 2011 έγινε ανασκαφή από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και την ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Από τα αρχαιολογικά ευρήματα η ανθρώπινη παρουσία ανιχνεύεται πολύ πριν τη χρήση του χώρου ως ιερού. Υπάρχουν ίχνη κατοίκησης από την Τελική Νεολιθική περίοδο (4000-3200 π.Χ.), δηλαδή μερικά λίθινα εργαλεία και αρκετά όστρακα που ανήκουν σε μερικές δεκάδες αγγεία, τα περισσότερα από ρηχές και βαθιές φιάλες. Δεν φαίνεται να είχε διάρκεια και ήταν περιορισμένης έκτασης.

Ίχνη ανθρώπινης παρουσία ξανασυναντώνται στη ΜΜΙ (2100-1900 π.Χ.) μέσω μερικών χαρακτηριστικών αγγείων (άωτα κύπελλα, αγγεία τραχωτού ρυθμού). 

Αλλά μία σαφής αρχαιολογική παρουσία του φαινομένου, δηλαδή μία μεγάλη συγκέντρωση ειδωλίων ανθρωπόμορφων και ζωόμορφων και επίσης μία μεγάλη ποσότητα σπασμένων αγγείων, ανήκουν στην επόμενη περίοδο, τη ΜΜΙΙ. Αναγνωρίζουμε τα σκεύη της εποχής, τους δίωτους γεφυρόσχημους σκύφους, τα κυάθια, τις μικρές πρόχους κ.λπ.

Η κεραμεική την εποχή αυτή είναι κατάκοσμη, πολύχρωμη και με τεράστια ποικιλία. Η διακόσμηση είναι άλλοτε σχηματική, αλλά συνηθέστατα αναπαραστατική. Πλαστικά επίθετα στοιχεία στις εξωτερικές ή στις εσωτερικές επιφάνειες, στα χείλη ή τις λαβές, σχηματίζουν βράχους, πουλιά που κουρνιάζουν, φίδια που κουλουριάζονται και ζώα που τρέχουν και δρασκελίζουν βράχους.

Ο κύριος όγκος του υλικού ανήκει στην αρχή της Νεοανακτορικής περιόδου  (1700-1500 π.Χ.). Σε γενικές γραμμές η όψη των αγγείων αλλάζει. Χάνεται η πολυχρωμία και η πλαστική διακόσμηση. Γίνονται πιο τυποποιημένα, με λιγότερη διακόσμηση. Τα σχήματα είναι πρόχοι, αμφορείς, δίσκοι, τριποδικές χύτρες, κάδοι. 

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φάσης είναι ο τεράστιος αριθμός των κωνικών κυπέλλων. Είναι περίπου 8.000, πάνω από το 75% της κεραμεικής της περιόδου.

Το είδος των αγγείων υποδεικνύει επίσης και το είδος των τελετουργικών κινήσεων. Τι ακριβώς γινόταν δεν γνωρίζουμε, ούτε πότε, ούτε σε ποια εποχή του χρόνου, ούτε αν ήταν μέρα ή νύχτα. Από το είδος των αγγείων όμως εικάζουμε ότι έπιναν και έτρωγαν πολλοί μαζί, συλλογικά, γιατί διατηρήθηκαν τα υπολείμματα των γευμάτων και των οινοποσιών. Τα αγγεία υποδεικνύουν επίσης ότι επί τόπου θα γινόταν και κάποιου είδους ετοιμασία τροφής, λόγω των κάδων και των τριποδικών χυτρών.

Υπάρχει και κάποια περιορισμένη παρουσία κεραμεικής από το τέλος της Μινωικής περιόδου (1350-1000 π.Χ.), που συνήθως συνδέεται με τη μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη.

Η ανθρώπινη παρουσία συνεχίζεται την Πρωτογεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδο και κατόπιν χάνεται.

Ουσιαστικά ομάδες ανθρώπων εμφανίζονται πάλι τον Ύστερο Μεσαίωνα, οπότε και πάλι παρατηρούνται φαινόμενα λατρείας με την παρουσία εκκλησιαστικών κτισμάτων. Κατόπιν σε όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, παράλληλα με τη λατρεία, υπήρξε και θέση βίγλας. Αυτό συμβαίνει και σήμερα.

Σ αυτό το σημείο που έχει καλυφθεί έγινε ανασκαφή 
Tα ευρήματα

Το κύριο είδος ευρημάτων είναι τα ειδώλια, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα, εξαιρετικά πολυάριθμα και εξαιρετικά αποσπασματικά. Ελάχιστα είναι τα διατηρούμενα σε κάποιο ποσοστό που να επιτρέπει την αποκατάστασή τους. 

Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με έναν τεράστιο αριθμό θραυσμάτων από διάφορα σημεία: πολύ συχνά πόδια και κέρατα, κεφάλια ή σώματα ή χέρια. Σχεδόν όλα είναι χειροποίητα. 

Αυτά κατά κανόνα θεωρούνται αναθήματα και εντάσσονται σε πλαίσια τελετουργικά, μολονότι δεν έχει κατανοηθεί πλήρως ούτε ο ρόλος τους, ούτε η αριθμητική τους εκτίναξη (κατά χιλιάδες μέσα σε λίγες δεκαετίες), ούτε η εικονοπλαστική τους σημασία

Τα ζωόμορφα ειδώλια είναι σχεδόν όλα βοοειδή. Οι διαστάσεις τους παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των ανθρωπόμορφων: από 5 εκατοστά μήκος έως μεγάλα είδωλα σχεδόν 80 εκ. σε μήκος και 60 εκ. σε ύψος. Τα μεγάλα αυτά ειδώλια, σχεδόν αγαλμάτια, είναι από την τελευταία περίοδο, τη Νεοανακτορική. 

Ένας μεγάλος αριθμός ειδωλίων είναι βαμμένα μαύρα, και μερικά έντονα καστανέρυθρα. Ορισμένα εικονίζονται με δύο κεφαλές, λόγω προφανώς του ιδιαίτερου συμβολικού βάρους της κεφαλής και των κεράτων.

 Υπάρχουν και χάλκινα ευρήματα, σχετικά περιορισμένα σε σχέση με αυτά που απαντούν σε άλλα Ιερά Κορυφής.

Ούτε τα λίθινα αντικείμενα είναι πολλά. Περιορίζονται σε μερικές τράπεζες προσφορών (εννέα) και σε θραύσματα λίθινων αγγείων και ομοιώματα πελμάτων. Ανάμεσά τους υπάρχει ένα εύρημα εξαιρετικό: η κεφαλή ενός αιλουροειδούς εξαιρετικής τέχνης και μνημειακότητας

Γραπτά τεκμήρια και σημεία κεραμέως

Στον Βρύσινα μαρτυρούνται τα περισσότερα είδη γραπτής συμβολικής επικοινωνίας, γνωστά την περίοδο των Παλαιών και Νέων Ανακτόρων στην Κρήτη: δηλαδή τα μινωικά ιερογλυφικά, σημεία Γραμμικής Α και σημεία κεραμέως.

 Η λειτουργία τους παραμένει αινιγματική. Συνολική εξήγηση της παρουσίας τους δεν έχει δοθεί και προς το παρόν ο λόγος της σήμανσης μερικών, ελάχιστων στο σύνολο, αγγείων δεν είναι γνωστός παρά τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν. 

Στον Βρύσινα είναι περίπου 70 σημεία σε ένα σύνολο πάνω από 100.000 οστράκων. Εκτός αυτών, υπάρχουν διάφορες επιγραφές σε αγγεία που αναγνωρίζονται ως Γραμμική Α. 

Το 2011 βρέθηκε τετράπλευρη σφραγίδα με σημεία της ιερογλυφικής – η μόνη προς το παρόν μαρτυρία χρήσης ιερογλυφικών στη Δυτική Κρήτη.

(Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το archaiologia και το κείμενο της ομότιμης καθηγήτριας Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Ίριδας Τζαχίλη)

Μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος





Ο Βρύσινας από μακριά

Η θέα από το Βρύσινα












Σελίδες