Ο μικροσκοπικός ναός της Αγίας Αναστασίας |
Σε μικρή απόσταση από τα Άνω και Κάτω Καστελλιανά
δεσπόζει ο λόφος Belvedere
ή
Ριζόκαστρο, που οι ντόπιοι αποκαλούν Κάστελλο. Πρόκειται για μια οχυρή θέση με
εκπληκτική θέα προς την ευρύτερη περιοχή που δικαιολογεί πλήρως την ονομασία Belvedere
( ωραία θέα).
Δεν είναι όμως μόνο η θέα που κάνει αυτή την περιοχή να ξεχωρίζει αλλά και η χρήση της ως οχυρού και τόπου κατοικίας από την αρχαιότητα μέχρι και τον 17ο αιώνα. Στο εσωτερικό του ερειπωμένου σήμερα κάστρου συναντάμε συνολικά έξι ναούς, εκ των οποίων στέκονται σε καλή κατάσταση οι τρείς ενώ άλλοι δύο είναι ερειπωμένοι και ο έκτος δεν υφίσταται πλέον.
Το αρχαιολογικό παρελθόν του τόπου
Δεν είναι όμως μόνο η θέα που κάνει αυτή την περιοχή να ξεχωρίζει αλλά και η χρήση της ως οχυρού και τόπου κατοικίας από την αρχαιότητα μέχρι και τον 17ο αιώνα. Στο εσωτερικό του ερειπωμένου σήμερα κάστρου συναντάμε συνολικά έξι ναούς, εκ των οποίων στέκονται σε καλή κατάσταση οι τρείς ενώ άλλοι δύο είναι ερειπωμένοι και ο έκτος δεν υφίσταται πλέον.
Το αρχαιολογικό παρελθόν του τόπου
Ο λόφος του Κάστελλου έχει τραπεζοειδές σχήμα και
διαμορφώνει στην κορυφή του μια επιφάνεια 350 Χ 200 μέτρων με βέβαιη κατοίκηση κατά την ύστερη
αρχαιότητα.
Όπως αναφέρει ο αρχαιολόγος και ιστορικός Νίκος
Γιγουρτάκης στην εργασία του με τίτλο «Βυζαντινές οχυρώσεις στην Κρήτη κατά τη
Β΄ βυζαντινή περίοδο (961-1204)», εικάζεται πως στην περιοχή αυτή βρισκόταν η
αρχαία πόλη Πριανσός.
Πλήθος από όστρακα στις νότιες παρειές του λόφου φανερώνει
την έντονη κατοίκηση του χώρου. Τα παλαιότερα όστρακα παραπέμπουν στην ΥΜ ΙΙΙC
περίοδο και βρίσκονται σε αρκετά σημεία στην κορυφή του.
Κατά τη βενετική περίοδο βρίσκουμε στο σημείο αυτό το
Castel Belvedere, έδρα της καστελανίας Μπελβεντέρε ή Ρίζου, από όπου και η
ονομασία Ριζόκαστρο .
Το Καστέλι
του Ρίζου αναφέρεται και σε πατριαρχικά Σιγίλλια που ρυθμίζουν τις σχέσεις της
κρητικής εκκλησίας με τη μονή Σινά στα έτη 1672 και 1777 .
Στην απογραφή του Καστροφύλακα του 1583 αναφέρεται
σαν Belvedere proprio με 165 κατοίκους. Βρίσκουμε το κάστρο στις ενετικές πηγές να κατοικείται το
1577, το 1580-90 και το 1629.
Στην τούρκικη
απογραφή του 1671 αναφέρεται ακόμα στην ίδια θέση σαν Nefs Rizu με 45 χαράτσια.
Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται ο οικισμός Kasteliana, έξω από τον
χώρο του οχυρού.
Η τελευταία αυτή πληροφορία αποτελεί ένδειξη σταδιακής εγκατάλειψης
του χώρου που φέρεται να κατοικούνταν ακόμα μέχρι τα τέλη του 17ου αι.
Η διαμόρφωση
Η διαμόρφωση
Η πρόσβαση στο κάστρο γινόταν από τη νότια πλευρά, όπου ακόμα και σήμερα διατηρείται το πλακόστρωτο (καλντερίμι). Σε όλη τη νότια και
ανατολική πλευρά η οποία είναι διαμορφωμένη σε πολλαπλά ελαφρά κεκλιμένα
επίπεδα (πεζούλες), διακρίνονται
επιφανειακά αναρίθμητα όστρακα κυρίως γεωμετρικής, αρχαϊκής, ελληνιστικής και
ρωμαϊκής περιόδου.
Λίγο έξω από το σημείο εισόδου, στο επίπεδο της
κορυφής, στέκεται η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία έχει δεχθεί προσθήκες κι
επεμβάσεις κι έχει ενσωματώσει στην τοιχοποιία της πολλά αρχαία οικοδομικά μέλη
(τετραγωνισμένους λίθους, κιονίσκους). Διαθέτει έξεργο θύρωμα βενετικής
περιόδου στη δυτική πλευρά της.
Προχωρώντας, παραπάνω αποκαλύπτεται ο κυρίως χώρος
του φρουρίου, ο οποίος είναι σχεδόν επίπεδος με ελαφρές ομαλές εξάρσεις, χώρος
ο οποίος διαμορφώνει χονδρικά τρία επίπεδα με αντίστοιχες οικιστικές
συγκεντρώσεις.
Στο πρώτο επίπεδο (μετά την είσοδο), βρίσκονται
διάσπαρτα ίχνη οικοδόμησης, όπου είναι ακόμα ορατά θεμέλια πολλών κτιρίων. Κάποια από τα οικοδομήματα, όπως ο μικρός ναός της Αγίας Αναστασίας, διατηρούν ενσωματωμένα παλαιότερα
αρχιτεκτονικά μέλη. Τα κτίσματα στο σημείο αυτό μας επιτρέπουν να γενικεύσουμε και να υποθέσουμε ότι οι
κατοικίες στο Ριζόκαστρο είχαν την απλή μορφή των μονόχωρων λιθόκτιστων κατοικιών που
συναντούμε μέσα στα κάστρα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου.
Σε αυτό το επίπεδο διακρίνονται τρία στόμια πηγαδιών
διαφορετικών διαστάσεων, όπως και η είσοδος σπηλαιώδους φυσικής κοιλότητας η
οποία οδηγεί βαθιά κάτω από το έδαφος.
Προχωρώντας
προς το κέντρο του φρουρίου, ανηφορίζουμε στο δεύτερο επίπεδο, όπου διακρίνουμε
παλαιότερες επεμβάσεις στις συστάδες των βράχων με αποτέλεσμα να διαμορφώσουν
επίπεδες επιφάνειες με ίχνη θυρών και ανοιγμάτων. Στην ανατολική πλευρά του
οχυρού χώρου, η οποία έχει κατολισθήσει, βρίσκονται τα ερείπια εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, και
ΒΑ σώζεται ο μονόχωρος τοιχογραφημένος ναός της Κοιμήσεως.
Στο σημείο με το μεγαλύτερο υψόμετρο υψώνεται
ένας βραχώδης σχηματισμός πάνω στον οποίο έχει κτιστεί πύργος διαστάσεων 8Χ8
μέτρων. Στην ανατολική, νότια, και δυτική του πλευρά έχει οικοδομηθεί κεκλιμένη
πυραμιδοειδής βάση η οποία του προσέφερε
μεγάλη σταθερότητα.
Δίπλα στον πύργο, (25 μέτρα δυτικά) βρίσκουμε
ερείπια τριών επάλληλων οικοδομημάτων .Τα κτίσματα φέρουν ισχυρή
τοιχοποία που μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για αποθηκευτικούς χώρους.
Ο πύργος, τα αποθηκευτικά αυτά κτίσματα, ίχνη περιμετρικών οχυρώσεων και αρχαιότερες
κατασκευές, λαξευμένες σε βράχους, αποτελούν το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο στο
χώρο του οχυρωμένου λόφου. Μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος ακρόπολης, ακριβώς
επειδή «επιβάλλεται», να διαχωρίζεται από τον υπόλοιπο χώρο και περιλαμβάνει το
οχυρώτερο οικοδόμημα του φρουρίου, ένα κεντρικό οχυρό.
Στο ΒΑ άκρο του λόφου βρίσκεται ένα σύνολο κτισμάτων
τα οποία αποτελούν κινστέρνες. Διακρίνονται τρία στον αριθμό, εκ των οποίων το
μεγαλύτερο έχει αξιοσημείωτες διαστάσεις 7Χ5 μέτρα.
Οι κινστέρνες μαζί με την εκκλησία της Κοιμήσεως, αρκετά ερείπια κτιρίων και διάσπαρτα ίχνη κατασκευών, διαμορφώνουν
το τρίτο επίπεδο πάνω στην επιφάνεια του οχυρού λόφου.
Σ΄ αυτό το επίπεδο με έντονα ίχνη ισχυρών κατασκευών
αλλά και μεγαλύτερων «οικιών» βρισκόταν μεγάλος αριθμός κτισμάτων, σύμφωνα με τα
ερείπια.Πρόκειται για την πλέον ασφαλή περιοχή, ακριβώς
επειδή η πρόσβαση γινόταν μέσω του 1ου και 2ου επιπέδου ενώ βόρεια ανατολικά
και δυτικά του κάθετοι γκρεμοί καθιστούν το κάστρο απρόσιτο.
Δεν βρέθηκαν ίχνη ισχυρού οχυρωματικού περιβόλου στο
σύνολο της κορυφής του λόφου. Αυτό συμβαίνει γιατί γύρω του διαμορφώνονται βραχώδεις σχηματισμοί με κάθετες πλευρές απροσπέλαστες.
Εξαίρεση
αποτελεί τμήμα της νότιας πλευράς, όπου βρίσκεται η κατασκευή της εισόδου και η
ανατολική πλευρά η οποία έχει καταρρεύσει και έχει διαμορφώσει ένα ενδιάμεσο
(σε σχέση με το επίπεδο της γύρω πεδιάδας και την κορυφή), επίπεδο. Εκεί
βρίσκουμε, με κατεύθυνση από Δυτικά προς Ανατολικά, τμήμα ισχυρού οχυρωματικού
περιβόλου κατασκευασμένου με χυτή τοιχοποιία.
Ιδανικό οχυρό
Ιδανικό οχυρό
Ο oχυρωμένος λόφος του Belvedere θα μπορούσε,
σύμφωνα με το Νίκο Γιγουρτάκη, να χαρακτηριστεί ως το ιδανικό μεσαιωνικό οχυρό
για τους παρακάτω λόγους:
α. Βρίσκεται απομονωμένος μέσα σε μια ευρεία εύφορη
πεδιάδα.
β. Σε απόσταση 300 μέτρων βόρεια ρέει ο ποταμός
Αναποδάρης με μεγάλη ποσότητα νερού όλο το έτος.
γ. Έχει τεράστιο πεδίο ορατότητας (και κατά συνέπεια
ελέγχου) σε μια μεγάλη γύρω έκταση.
δ. Έχει οπτική επαφή με άλλα φρούρια και πύργους της
περιοχής (Μονοφάτσι, Λύττο).
ε. Μεγάλη οικοδομήσιμη έκταση στην κορυφή του λόφου,
(υπολογίζεται στα 400 και πλέον στρέματα 350Χ200 μέτρα)
ζ. Διαθέτει πολύ αξιόλογες κατασκευές για την
αποθήκευση νερού και μας υποψιάζει ότι κάτω από το επίπεδο του εδάφους υπήρχε
υδροφόρο στρώμα με μόνιμη περιεκτικότητα νερού (πηγάδια).
στ. Οχυρή προστασία στο κέντρο του (πύργος-ακρόπολη)
και
η. Κατάλληλα διαμορφωμένη πρόσβαση από την πλευρά
της εισόδου.
Το κάστρο Belvedere ή Ριζόκαστρο βρίσκεται σε μία στρατηγική
θέση την οποία αξιοποίησαν στο έπακρο οι Βενετοί. Στο κέντρο σχεδόν της εύφορης
ανατολικής Μεσαράς με πολλά νερά και αγροτικές καλλιέργειες γύρω του, ατενίζει
στη μόνη έξοδο και είσοδο της περιοχής προς τη θάλασσα, στην
ορεινή διάβαση προς την κατοικημένη κατά τα βυζαντινά χρόνια περιοχή της
Βιάννου.
Το κάστρο υποστηριζόταν κατά τα βυζαντινά χρόνια και
με σύστημα από πύργους ,οι οποίοι συμπλήρωναν την επιτήρηση των διαβάσεων. Η όλη
κατασκευή δείχνει μια περιοχή που χρησιμοποιήθηκε για ασφαλή κατοίκηση μεγάλου
μέρους πληθυσμού, ένα κάστρο με εστίες μόνιμης κατοίκησης, και όχι ένα οχυρό
που προσφεύγει ο πληθυσμός μόνο κάτω από την απειλή επίθεσης.
Η κατοίκηση του κάστρου κατά τη Β΄βυζαντινή περίοδο
είναι πιθανή, (ίσως να μην διακόπηκε καθόλου από τα ρωμαϊκά χρόνια και συνεχίστηκε
κατά τη Α΄ βυζαντινή περίοδο). Η αρχαιολογική έρευνα στο χώρο του Ριζόκαστρου
θα βοηθήσει ιδιαίτερα στην κατανόηση της χρήσης του.
Οι ναοί του Κάστρου
Οι ναοί που βλέπουμε στο Ριζόκαστρο ανήκουν στην ενορία των Κάτω Καστελλιανών.
Στο μέσο περίπου βρίσκεται ο πολύ μικρός τοιχογραφημένος ναός της Αγίας Αναστασίας, που δυστυχώς δεν λειτουργείται πια λόγω του οτι η γιορτή της τιμώμενης αγίας είναι χειμώνα και ο χώρος είναι μικροσκοπικός για να χωρέσει τους πιστούς.
Ανατολικά του κάστρου βρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στη διάρκεια των αιώνων υπήρξε, όπως εξήγησε στο e-storieskritis ο εφημέριος των Κάτω Κατελλιανών π. Στυλιανός Συμιανάκης, απώλεια της μνήμης ως προς το τιμώμενο πρόσωπο στο ναό αυτό. Έτσι ενθορνίστηκε ξανά ως Κοίμηση της Θεοτόκου και έγινε αποκατάσταση του χώρου τη δεκαετία του '30 με δαπάνες του Μανόλη Σηφάκη. Ωστόσο, όπως επιβεβαίωσε ο αρχαιολόγος Μ. Μπορμπουδάκης, ο τοιχογραφικός διάκοσμος δεν αφήνει αμφιβολία πως πράγματι από αρχικής κτίσεως του ο νάος ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση.
Νότια του κάστρου συναντάμε το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στον οποίο ξεκίνησαν πριν από χρόνια αλλά δυστυχώς έχουν διακοπεί, εργασίες αποκατάστασης.
Ακόμα νοτιοδυτικά του Ριζόκαστρου βλέπουμε τα ερείπια ναού αφιερωμένου στον Άγιο Γεώργιο. Η οροφή έχει πέσει ενώ σιγά σιγά καταρρεύουν και οι τοίχοι του. Τέλος βόρεια στο ύψωμα, σώζεται τμήμα τοίχου που η παράδοση θέλει να ανήκε σε ναό του Αγίου Σπυρίδωνα.
(Πηγή πληροφορίων: Νίκος Μ. Γιγουρτάκης, Διπλωματική Εργασία με Θέμα: Βυζαντινές οχυρώσεις στην Κρήτη κατά τη Β΄ βυζαντινή περίοδο (961-1204), Ρέθυμνο 2004, και προφορικές μαρτυρίες του ιερέα Στυλιανού Συμιανάκη)
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα
Οι ναοί του Κάστρου
Οι ναοί που βλέπουμε στο Ριζόκαστρο ανήκουν στην ενορία των Κάτω Καστελλιανών.
Στο μέσο περίπου βρίσκεται ο πολύ μικρός τοιχογραφημένος ναός της Αγίας Αναστασίας, που δυστυχώς δεν λειτουργείται πια λόγω του οτι η γιορτή της τιμώμενης αγίας είναι χειμώνα και ο χώρος είναι μικροσκοπικός για να χωρέσει τους πιστούς.
Ανατολικά του κάστρου βρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στη διάρκεια των αιώνων υπήρξε, όπως εξήγησε στο e-storieskritis ο εφημέριος των Κάτω Κατελλιανών π. Στυλιανός Συμιανάκης, απώλεια της μνήμης ως προς το τιμώμενο πρόσωπο στο ναό αυτό. Έτσι ενθορνίστηκε ξανά ως Κοίμηση της Θεοτόκου και έγινε αποκατάσταση του χώρου τη δεκαετία του '30 με δαπάνες του Μανόλη Σηφάκη. Ωστόσο, όπως επιβεβαίωσε ο αρχαιολόγος Μ. Μπορμπουδάκης, ο τοιχογραφικός διάκοσμος δεν αφήνει αμφιβολία πως πράγματι από αρχικής κτίσεως του ο νάος ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση.
Νότια του κάστρου συναντάμε το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στον οποίο ξεκίνησαν πριν από χρόνια αλλά δυστυχώς έχουν διακοπεί, εργασίες αποκατάστασης.
Ακόμα νοτιοδυτικά του Ριζόκαστρου βλέπουμε τα ερείπια ναού αφιερωμένου στον Άγιο Γεώργιο. Η οροφή έχει πέσει ενώ σιγά σιγά καταρρεύουν και οι τοίχοι του. Τέλος βόρεια στο ύψωμα, σώζεται τμήμα τοίχου που η παράδοση θέλει να ανήκε σε ναό του Αγίου Σπυρίδωνα.
(Πηγή πληροφορίων: Νίκος Μ. Γιγουρτάκης, Διπλωματική Εργασία με Θέμα: Βυζαντινές οχυρώσεις στην Κρήτη κατά τη Β΄ βυζαντινή περίοδο (961-1204), Ρέθυμνο 2004, και προφορικές μαρτυρίες του ιερέα Στυλιανού Συμιανάκη)
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα
Ο τοιχογραφημένος ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου |
Τα ερείπια του Αγίου Γεωργίου |
Ο τοιχογραφημένος ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου |
Ερειπωμένος ναός του Αγίου Γεωργίου |