Η καλλιέργεια βαμβακιού και κάνναβης στο Χάνδακα-Η σχέση με το εξαφανισμένο χωριό Αμπρούσα - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Η καλλιέργεια βαμβακιού και κάνναβης στο Χάνδακα-Η σχέση με το εξαφανισμένο χωριό Αμπρούσα



Η καλλιέργεια βαμβακιού δεν ήταν άγνωστη στην Κρήτη τους προηγούμενους αιώνες, το αντίθετο μάλιστα καθώς υπήρξαν περίοδοι που όχι μόνο παρήγαγε το νησί βαμβάκι για τις ανάγκες των κατοίκων του αλλά έκανε και εξαγωγές. 

Επίσης είχαμε καλλιέργεια κάνναβης για τη δημιουργία υφασμάτων και σχοινιών,το παρελθόν της οποίας μας πάει ακόμα πιο πίσω, στην αρχαιότητα, οπότε και εντοπίζονται οι πρώτες μαρτυρίες για τη χρήση της.

Το βαμβάκι το έφερε στη χώρα μας από τις Ινδίες ο  Μέγας Αλέξανδρος και σταδιακά εξαπλώθηκε σε κάθε γωνιά της φθάνοντας και στην Κρήτη.

Ο Zuanne Papadopoli, που έζησε στο βενετοκρατούμενο Χάνδακα πριν από τον Κρητικό Πόλεμο και την Οθωμανική κατάκτηση (1645-1669), στο βιβλίο του L’Occio μας δίνει μια ωραία περιγραφή της καλλιέργειας βαμβακιού γύρω από το Χάνδακα.

 Μάλιστα στην περιγραφή του προσδιορίζει ως το χωριό του οποίου οι κάτοικοι ήξεραν καλύτερα απ' όλους να το καθαρίζουν την Αμπρούσα, δίπλα στο σημερινό Ηράκλειο. Επίσης μιλά για καλλιέργεια κάνναβης με τα νήματα της οποίας έφτιαχναν οι χωρικοί πουκάμισα.

Σύμφωνα λοιπόν  με τον Zuanne Papadopoli το μπαμπάκι ήταν έτοιμο για συγκομιδή τον ίδιο καιρό που γινόταν τα πεπόνια. Η ποσότητα που παράγονταν στην Κρήτη, εκείνη την εποχή, μας λέει πως, ήταν αρκετή για οικιακή χρήση, για να φτιάξουν υφάσματα και για άλλες  ανάγκες των οικογενειών.

Με βάση την περιγραφή του: «Το φύτευαν μόνο στα περίχωρα της πόλης, σε αγρούς καλά λιπασμένους και οργωμένους πολλές φορές, ώσπου το χώμα να γίνει αφράτο και χωρίς σβόλους, σαν αλεύρι».

Ο ίδιος εξηγεί πως: «στους χωρικούς δεν άρεσε να σπέρνουν μπαμπάκι, παρά μόνο κάνναβη σε ένα χωραφάκι που να έχει υγρασία, κάνναβη για να φτιάχνουν πουκάμισα».

Τι γινόταν όμως αν έβρεχε πριν φυτρώσει το βαμβάκι; «Αν τύχαινε να βρέξει  στο χωράφι που ήτα σπαρμένο το μπαμπάκι πριν βλαστήσει, δεν φύτρωνε επειδή το χώμα , που ήταν άργιλος, έκανε στην επιφάνεια μια κρούστα σκληρή που δεν άφηνε τους βλαστούς να βγουν κι έπρεπε να το ξανασπείρουν ή να σπάσουν αυτή την κρούστα με μικρά τσαπιά, αν βέβαια δεν είχε ρίξει πολύ νερό».

Λεπτομερής ήταν η περιγραφή του για το φυτό του βαμβακιού και πως το μάζευαν «αυτό το μπαμπάκι το έβγαζε ένα φυτό περίπου σαν εκείνο που βγάζει τα ρεβίθια, ανοιχτόχρωμο και με φύλλα πιο πλατιά αλλά του ίδιου μάκρους, κι έκανε ένα είδος κάψας πράσινης, μεγάλης σαν καρύδι, με μαλακό φλοιό, κι όταν ωρίμαζε άνοιγε στα τέσσερα και φανερωνόταν το μπαμπάκι, που έμοιαζε με λευκή βιολέτα.

Κάθε φυτό έκανε τέσσερις ή περισσότερες τέτοιες κάψες, που τις μάζευαν το πρωί πριν βγει ο ήλιος, όπως ήταν με τη δροσιά, γιατί έτσι δεν κολλούσαν στο μπαμπάκι, όπως το έβγαζαν από τις κάψες, τα ξερά φύλλα που ήταν γύρω τους να το λερώσουν. Αφού το έβγαζαν από τις κάψες το άπλωναν λίγες μέρες στον ήλιο πάνω σε ψάθες για να στεγνώσει και μετά το καθάριζαν από τους σπόρους, τέσσερις σε κάθε κάψα, παρόμοιους με τα κελυφωτά φυστίκια αλλά μικρότερους και με τρυφερό φλοιό».

Κατά πως φαίνεται οι σπόροι αφού τους αφαιρούσαν από το βαμβάκι δεν πετάγονταν αλλά γινόταν τροφή για ζώα: «Δεν τρωγόταν παρά μόνο από τα βόδια το χειμώνα, μουλιασμένοι σε νερό, όπου τους άφηναν μερικές μέρες να μαλακώσουν. Κάθε πρωί που έβαζαν αυτά τα βόδια να δουλέψουν , έδιναν στο καθένα δυο καλές φούχτες ανακατεμένες με άχυρο ή πίτουρα που ήταν συνηθισμένη τροφή όχι μόνο των βοδιών μα και των αλόγων…».

Από τα γραφόμενα του προκύπτει πως οι καλλιέργειες βαμβακιού στον Χάνδακα του 17ου αιώνα γινόταν κυρίως από μεγάλους γαιοκτήμονες ενώ εργάτες γης αναλάμβαναν τη συγκομιδή και το καθάρισμα του. 

Μάλιστα στο σημείο αυτό μας δίνει μια ενδιαφέρουσα πληροφορία για το χωριό Αμπρούσα: «Στο  Χάνδακα οι μόνοι που ήξεραν να καθαρίζουν το μπαμπάκι από τους σπόρους του ήταν οι κάτοικοι του χωριού Αμπρούσα, που φαινόταν από την πόλη σε απόσταση γύρω στο ενάμιση μίλι, εκεί που πήγε κι έστησε το στρατόπεδο του ο Τούρκος. Αυτοί οι χωρικοί καλοστεκούμενοι οι περισσότεροι έκαναν αυτή τη δουλειά με μικρές πρέσες στο σπίτι του γαιοκτήμονα που είχε το μπαμπάκι».

Αναζητήσαμε περισσότερες πληροφορίες γι αυτό το χωριό του οποίου το όνομα πρώτη φορά εμφανίζεται σε έγγραφο του νοτάριου  P. Pizolo το 1300.

 Ο οικισμός αυτός αναφέρεται ως βυζαντινός καθώς το όνομα Αμπρούσα προέρχεται από το Προύσα, που ήταν πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η οποία αλώθηκε από τους Οθωμανούς το 1326. 

Στις νοταριακές πράξεις το χωριό αυτό εμφανίζεται είτε ως Μπρούσα είτε ως Αμπρούσα. Επί Τουρκοκρατίας απαντάται σε κώδικες ως Προύσα στην περιοχή δυτικά της Φορτέτσας. Έτσι εξηγείται και η αναφορά του Zuanne Papadopoli πως εκεί έστησε ο Τούρκος το στρατόπεδο του, καθώς ως γνωστόν η πολιορκία του Χάνδακα γινόταν από τη Φορτέτσα.

Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς εξαφανίσθηκε αυτό το χωριό ωστόσο δεν αποκλείεται αυτό να έγινε με την επανάσταση του 1866 οπότε ολόκληρα χωριά που κατοικούνταν από Τούρκους έσβησαν από το χάρτη.

(Πηγές "Τζουάνες Παπαδόπουλος-Στον καιρό της σχόλης-Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα", Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και εργασία των Φωστιέρη, Λεμπιδάκη, Λιόλιου, Μαμαλάκη, Φουρναράκη, Χρήστου με τίτλο "Ταξίδια της ζωής: πολλαπλές αναγνώσεις μετακινήσεων μέσα από αρχειακές πηγές. Πολλαπλές αναγνώσεις και διαμόρφωση του τοπίου κατά τη Βενετική και Οθωμανική περίοδο"

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα


Σελίδες