Δεν κρύφτηκε
πίσω από τα ράσα του κι είχε πάντα οδηγό στις πράξεις και τη ζωή του το Θεό και
την πατρίδα του.
Ο Ευγένιος
Πανακάκης,κατά κόσμον Κωνσταντίνος Πανακάκης, του Ιωάννου και της Ζαμπίας, το
γένος Θεόδωρου Θεοδοσάκη, γεννήθηκε στο
Σκινιά Μονοφατσίου, το 1875, κι υπήρξε μια ηρωική μορφή που τίμησε τον τόπο του
σε δύσκολους καιρούς και τιμήθηκε από το χωριό του στήνοντας την προτομή του σε
περίοπτη θέση στην πλατεία του Σκινιά.
Ποιος ήταν όμως
αυτός ο ηρωικός ιερομόναχος ;
Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας του κι
είχε άλλα τέσσερα αδέλφια. Από μικρός έδειξε κλήση στα γράμματα όντας παράλληλα
ένα γενναίο και θαρραλέο παιδί που ήθελε να δει ελεύθερη την πατρίδα του,
διώχνοντας μακριά και τον τελευταίο Οθωμανό.
Μεγαλώνοντας
εντάχθηκε στη σκινιανή επαναστατική δύναμη του οπλαρχηγού Εμμανουήλ Αντ. Μαρκατάτου
και πήρε μέρος στην Επανάσταση του
1896-1897.
Με
απαράμιλλο θάρρος ρίχτηκε στις μάχες κατά των Τούρκων γνωρίζοντας στις Αρχάνες, όπου λειτουργούσε το επαναστατικό
κέντρο της ομάδας του, τον Ιωάννη Νταφώτη, αρχηγό του Τάγματος των Επιλέκτων
Κρητών, όπου και εντάχθηκε ως εθελοντής.
Πέρα από την
πατρίδα όμως αγαπούσε και το Θεό κι έτσι το 1899 μετέβη στην Ιερά Μονή Κουδουμά
και ζήτησε από τους όσιους Πατέρες Παρθένιο και Ευμένιο να γίνει μοναχός.
Παρέμεινε
στον Κουδουμά δύο χρόνια ως δόκιμος ενώ
το 1901 χειροτονήθηκε μοναχός και του δόθηκε το όνομα Θεοδόσιος.
Λίγα χρόνια
αργότερα θέλησε να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει.
Ταξιδεύοντας
προς τα Ιεροσόλυμα, πέρασε από την Κάρπαθο για να χαιρετήσει τον τότε Μητροπολίτη
του νησιού Ευγένιο Μαστοράκη.
Ο
Μητροπολίτης εκτίμησε τα χαρίσματα του και του ζήτησε να παραμείνει στο νησί
χειροτονώντας τον διάκονο, με το όνομα Ευγένιο, στο Μητροπολιτικό Ναό της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην κωμόπολη Απέρι Καρπάθου. Τον Αύγουστο του 1909 έλαβε με τη χειροτονία του και το βαθμό του πρεσβυτέρου (ιερομονάχου).
Ο Ευγένιος
αργότερα θα βρεθεί στα Ιεροσόλυμα και θα παραμείνει ως εφημέριος για επτά μήνες
στη Μονή Σταυρού. Επιστρέφοντας στη Μυτιλήνη έδωσε κι εκεί το δικό του αγώνα για την απελευθέρωση του νησιού, που πλέον είχε γίνει δεύτερη πατρίδα του.
Όταν κηρύχθηκε ωστόσο ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος, στις 17 Ιουνίου του 1913, άφησε τη
Μυτιλήνη και τα ιερατικά του καθήκοντα και πήγε στη Μακεδονία.
Εκεί, σε
συνεργασία με τον Ελληνικό Στρατό, αναλαμβάνει την καταδίωξη των Βουλγάρων ανταρτών (κομιτατζήδων).
Στο χωριό Παλαιό Καλοπότι, σημερινό Πανόραμα Δράμας, κοντά στο εξωκλήσι του
Αγίου Γεωργίου, τον Ιούλιο του 1913, τον περικύκλωσαν 200 Βούλγαροι αντάρτες, ενώ
είχε στρατοπεδεύσει με τους άντρες του, και μετά από ολονύχτια μάχη τον
συνέλαβαν και τον βασάνισαν, άγρια, πριν του αφαιρέσουν τη ζωή.
Στη μνήμη
του το χωριό του, ο Σκινιάς, έστησε το 2017 την προτομή του στην πλατεία, ανάμεσα
στον ιερό ναό του Αγίου Αντωνίου και το ενοριακό κέντρο.
Με αυτό τον τρόπο θυμίζει σε όλους τους
νεώτερους αλλά και σε κάθε περαστικό το
άξιο τέκνο του τόπου, έναν άνθρωπο που
αγωνίστηκε υπέρ της πατρίδας του και έπεσε γενναία στο πεδίο της μάχης
θεωρώντας Ελλάδα μέχρι και την τελευταία σπιθαμή των βορείων συνόρων μας, για την οποία άξιζε να πεθάνει.
Να σημειώσουμε πως το πάνθεον των ηρώων τους, κι όχι άδικα, έχουν εντάξει τόσο η Μυτιλήνη όσο και η Μακεδονία το Σκινιανό Ευγένιο Πανακάκη.