Μια
μαρμάρινη πλάκα με λίγους στίχους και πίσω απ αυτήν η ζωή ενός ανθρώπου
αγαπητού και ταλαντούχου, ενός τροβαδούρου που έγινε θρύλος και άφησε την τελευταία του
πνοή στον τόπο που λάτρεψε και ύμνησε, όσο κανένας άλλος, την Γραμβούσα.
Η αλήθεια
είναι πως ο επισκέπτης στο Μπάλο βλέποντας τη μαρμάρινη πλάκα με τις μαντινάδες, που έχει τοποθετηθεί πάνω στο ακρωτήριο Τηγάνι, κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου
Γεωργίου (Άγιοι Πάντες κατ άλλους), δεν ξέρει ποιος είναι ο Νικολής Τσέγκας που
ο Σύλλογος Προβολής Κισσάμου η «Γραμπούσα» τιμά με αυτό τον τρόπο.
Την ιστορία
του Τσέγκα και την τραγική κατάληξη του μας διηγήθηκε αρχικά ο φύλακας στο
Μπάλο και στην συνέχεια αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες γι αυτόν
διαπιστώσαμε πως ήταν κάτι παραπάνω από ένας καλός μαντιναδολόγος ψαράς.
Ο Νικολής Τσέγκας
γεννήθηκε το 1900. Φτωχός, αγράμματος και απλοϊκός ψαράς, αγάπησε τη Γραμβούσα και την τραγούδησε.
Ήταν μεγάλος τροβαδούρος την εποχή του κι όσοι
τον γνώρισαν μιλούν για ένα αληθινό ταλέντο, έναν αυτοδίδακτο, λαϊκό συνθέτη.
Διακρίθηκε σαν μαντιναδολόγος, ενώ οι
μαντινάδες του θα μείνουν παροιμιώδεις.
«Γραμπουσιανά» ονόμασε τα συρτά του και με
γραμπουσιανές μαντινάδες τα τραγούδησε.
Ήταν επίσης θυμόσοφος, θρηνούσε τη κακομοιριά
του, απορούσε για τα παράξενα του κόσμου και χαιρόταν τη ζωή.
Είχε ένα
μοναδικό ταλέντο, μπορούσε να συνθέσει μουσική σφυρίζοντας, ενώ δεν ήξερε να
παίζει κανένα μουσικό όργανο. Δεν είχε σπουδάσει μουσική, δεν είχε βγάλει
ωδείο.
Το τέλος όμως
που του επιφύλαξε η μοίρα ήταν τραγικό. Πνίγηκε στα νερά ανάμεσα σε Μπάλο και
Γραμβούσα ενώ είχε πάει για ψάρεμα με τη γυναίκα του τη Μαρία.
Ήταν 7 Δεκεμβρίου
του 1966 και στην περιοχή επικρατούσε μεγάλη θαλασσοταραχή.
Εκείνος με το καΐκι
του, τον «Κυριάκο» όπως τον είχε ονομάσει, είχε βγει πριν πιάσουν τα μποφόρ για
ψάρεμα. Όταν η θάλασσα φούσκωσε για τα καλά κάτι έγινε κι έχασε την ισορροπία
του. Λένε πως φορούσε μια από εκείνες τις στρατιωτικές χλαίνες που μόλις
μούλιασε από το νερό βάρυνε και τον πήρε μαζί της στο βυθό χωρίς να μπορεί να
αντιδράσει.
Ο Νικολής
Τσέγκας πνίγηκε στον τόπο που αγάπησε πιο πολύ, από κάθε τι σε αυτό τον κόσμο, τον τόπο που τον ενέπνεε και τον τροφοδοτούσε ως καλλιτέχνη.
Η γυναίκα του Μαρία δεν μπόρεσε να τον
κρατήσει πάνω στο καΐκι. Μόνη της και αβοήθητη, λένε πως δεν ήξερε καν να σβήσει τη μηχανή και
έμεινε στο σκάφος δύο μερόνυχτα.
Όταν κόπασε η φουρτούνα πήγαν Καστελιανοί ψαράδες και την πήραν πίσω στο χωριό. Ο Τσέγκας δεν φαινόταν πουθενά, ανακάλυψαν το πτώμα του λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα στα βράχια της Γραμβούσας.
Όταν κόπασε η φουρτούνα πήγαν Καστελιανοί ψαράδες και την πήραν πίσω στο χωριό. Ο Τσέγκας δεν φαινόταν πουθενά, ανακάλυψαν το πτώμα του λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα στα βράχια της Γραμβούσας.
"Κι οι γλάροι
τονε κράζανε και χαμηλά πετούσαν
την ώρα που
πνιγότανε ο Τσέγκας στη Γραμπούσα.
Την ώρα που
πνιγότανε σκοτείνιασε η Πούλια
και κλαίγανε
στην πλώρη του μικρά θαλασσοπούλια.
Γραμπούσα με
το κάστρο σου στον κόσμο ξακουσμένη
κι από τον
Τζέγκα τον ψαρά χιλιοτραγουδισμένη.
Με στεναγμό
η θάλασσα την αμμουδιά χαϊδεύει
γιατί ο
Τσέγκας πνίγηκε και ποιος θα την ψαρεύει"
Κάθε χρόνο,
το τελευταίο Σάββατο του Ιουλίου, ο Σύλλογος Προβολής Κισάμου η «ΓΡΑΜΠΟΥΣΑ»,
διοργανώνει εκδρομή στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων «ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑ» με
προορισμό τη Γραμβούσα και στο Μπάλο (Τηγάνι).
Στο κάστρο
της Γραμβούσας, γίνεται ομιλία και ψάλλεται τρισάγιο για τους δολοφονηθέντες από τους Τούρκους ενώ το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο Μπάλο, όπου ο Σύλλογος από το 1997 έχει τοποθετήσει
αναμνηστική πλάκα.
Κατά την
διαδρομή του πλοίου από Γραμβούσα στο Μπάλο, ρίχνονται στέφανα στο σημείο που
πνίγηκε ο Νικολής Τσέγκας, ενώ μέσα στο πλοίο, βιολιτζήδες και λαουτιέρηδες, μαζί με τους επιβάτες, τραγουδούν δακρυσμένοι «Στης Γραμπούσας τ’ακρωτήρι»,
αποχαιρετώντας για μια ακόμη φορά τον θρυλικό τροβαδούρο του τόπου τους.