Είναι σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη του Ορειβατικού
Συλλόγου Ηρακλείου, κι ένας άνθρωπος που ξεχωρίζει για τους ευγενικούς του τρόπους και το πάθος του να γνωρίσει
έστω τώρα, στα γεράματα του, την όμορφη Κρήτη που για πολλές δεκαετίες
στερήθηκε αφού έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γερμανία ως
μετανάστης.
Ο Γιώργος Βουμβουλάκης, ο κ. Γιώργος όπως τον αποκαλούν όλοι στον Ορειβατικό, είναι 84 ετών και τα τελευταία πέντε χρόνια συμμετέχει σε πεζοπορίες του κατά τους μήνες που βρίσκεται στον τόπο καταγωγής του, τα Καλέσα Μαλεβιζίου.
Από 24 χρονών ζει στο Μόναχο της Γερμανίας, είναι πατέρας
δυο υπέροχων παιδιών- που πλέον έχουν φτιάξει τις ζωές τους ,ο μεν γιός στην
Ιεράπετρα και η κόρη του στη Γερμανία- και παππούς δυο εγγονιών.
Μετά τη συνταξιοδότηση του αποφάσισε να μοιράσει τη ζωή του
ανάμεσα στο Μόναχο και τα Καλέσα ζώντας το χειμώνα στη Γερμανία, που πια είναι
η δεύτερη πατρίδα του, και τους υπόλοιπους μήνες εδώ.
Τον συναντήσαμε, για μια πολλοστή φορά, σε μια πεζοπορία στο φαράγγι της Πατσού
και αποφασίσαμε να μάθουμε περισσότερα για τη ζωή του και το πώς αποφάσισε να
ξεκινήσει τις πεζοπορίες.
Όπως μας είπε γεννήθηκε στα Καλέσα κι από πολύ μικρός είχε
καταλήξει πως οι αγροτικές εργασίες και
το σκαπέτι δεν ήταν γι αυτόν, ήθελε να σπουδάσει και να ξεφύγει από τη μοίρα
όλων των φτωχών παιδιών των πολύτεκνων οικογενειών, όπως ήταν η δική του.
Μεγάλη του αδυναμία ήταν η ζωγραφική. Όταν τελείωσε το
δημοτικό, έκανε «καμίνι» όπως το έλεγαν τότε, το έσκασε από το σπίτι του
ξέροντας πως άλλα γράμματα δεν θα μάθαινε. Πήγε μόνος του στο Ηράκλειο και το
πρώτο βράδυ κοιμήθηκε έξω από την Αγία Αικατερίνη.
Μετά που τον αναζήτησαν οι γονείς του κατέληξε σε μια θεία
του που του προσέφερε στέγη κι άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του τσαγκάρη.
Όταν
πια ήξερε καλά να διορθώνει φθαρμένα παπούτσια και να φτιάνει καινούργια γύρισε
στα Καλέσα. Εργάστηκε για λίγο ως τσαγκάρης εκεί, όμως τα χρόνια ήταν δύσκολα και
δεν έβγαινε το μεροκάματο ενώ χρεώνονταν κι από πάνω για να αγοράζει υλικά.
Έτσι αποφάσισε να φύγει μετανάστης στη Γερμανία, που τότε ζητούσε εργατικά
χέρια.
Να σημειώσουμε πως είχε προηγηθεί και μια αποτυχημένη
απόπειρα του να μεταβεί στη Λέρο να σπουδάσει στην τότε βασιλική σχολή που
λειτουργούσε εκεί. Πηγαίνοντας με το ποδήλατο στα Καλέσα για να πάρει κάτι που
είχε ξεχάσει και ήταν αναγκαίο για το ταξίδι του στη Λέρο έπεσε στο γαζανό καμαράκι και έσπασε το πόδι
του, οπότε οι σπουδές έμειναν όνειρο.
Η ασθένεια που
παρολίγον να του στοιχίσει τη ζωή
Τα πρώτα χρόνια του ως μετανάστης, μας είπε, ήταν πολύ
δύσκολα. Δε γνώριζε τη γλώσσα κι όταν χρειαζόταν να πει κάτι προσπαθούσε να το
ζωγραφίσει.
Η πρώτη του δουλειά ήταν σε εργοστάσιο που φτιάχνει λάστιχα όμως
δυστυχώς δούλεψε εκεί λίγα χρόνια καθώς αρρώστησε βαριά και χρειάστηκε πολύμηνη
νοσηλεία στο νοσοκομείο κινδυνεύοντας ακόμα και να πεθάνει.
Μάλιστα είχαν ειδοποιηθεί οι δικοί του στην Κρήτη να είναι
έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο με τη μητέρα και την αδελφή της να ταξιδεύουν
εσπευσμένα ως το Μόναχο για να τον στηρίξουν στις δύσκολες ώρες που περνούσε.
Μας μιλάει γι αυτή του την περιπέτεια και τη μητέρα του και είναι έτοιμος να
δακρύσει. Δεν είναι λίγο να τα αφήνει όλα εκείνο τον καιρό, μια γυναίκα και να
τρέχει στη Γερμανία για να σταθεί στο πλευρό του παιδιού της.
Επειδή δε η νοσηλεία του ήταν μακρά οι δυο γυναίκες έμειναν
στη Γερμανία για τουλάχιστον δύο χρόνια και βρήκαν κι εργασία για να μπορούν να
επιβιώσουν μέσα στο ίδιο το νοσοκομείο.
Ο κ. Γιώργος έγινε τελικά καλά και όταν ήλθε η ώρα να
παντρευτεί τήρησε την παροιμία που λέει «παπούτσι από τον τόπο σου». Γύρισε
στην Κρήτη και παντρεύτηκε μια κοπέλα από το χωριό του με την οποία επέστρεψε
στη Γερμανία.
Στο σανατόριο όπου είχε πάει για αποθεραπεία μετά την
ασθένεια του γνώρισε μια Γερμανίδα που τον συμπάθησε και του προσέφερε δουλειά
στο ανθοπωλείο της αλλά και στέγη ενώ του έμαθε κάπως καλύτερα τη γερμανική
γλώσσα. Όμως δυστυχώς, τα έσοδα του δεν ήταν ικανοποιητικά για να μπορεί να
ζήσει καλά.
Η θεία του που
εργαζόταν ακόμα στο νοσοκομείο, όπου ο κ Γιώργος είχε νοσηλευθεί, κατάφερε τότε
να του βρει δουλειά στους κήπους του ίδιου νοσοκομείου κι όταν πέθανε ο
άνθρωπος που φρόντιζε τα ζώα που χρησιμοποιούσαν για πειράματα στο νοσηλευτικό
ίδρυμα πήρε εκείνος τη θέση του μέχρι τη συνταξιοδότηση του.
Η γνωριμία του με τον
Ορειβατικό
Ο Ορειβατικός Σύλλογος μπήκε στη ζωή του πριν από πέντε
χρόνια. Αρχικά έκανε κάποιες εκδρομές με το ΚΑΠΗ Γαζίου όμως ήθελε κάτι
παραπάνω. Έτσι κάποια άτομα που γνώρισε στο μπάνιο του είπαν για τον Ορειβατικό
κι έτσι έκανε εγγραφή.
Είναι δε τόσο το πάθος του με την όλη διαδικασία των
πεζοποριών που από το χειμώνα οργανώνει το πρόγραμμα του. Παρακολουθεί τις
ανακοινώσεις του Ορειβατικού με τις καλοκαιρινές πεζοπορίες, εντός και εκτός
Κρήτης, και προετοιμάζεται για να δηλώσει έγκαιρα συμμετοχή.
Τηλεφωνεί στο
Σύλλογο ακόμα και μήνες πριν την εκδρομή στην οποία θέλει να πάρει μέρος για να
πάρει τις πληροφορίες του και να προλάβει πριν συμπληρωθούν οι συμμετοχές.
Παρά τα 84 του χρόνια η αλήθεια είναι πως τα καταφέρνει
καλά, ποτέ δε μένει πίσω στην ομάδα και δεν δημιουργεί κανένα θέμα, λόγω
ηλικίας, αν και πάντοτε οι οργανωτές των πεζοποριών τον ενημερώνουν αν υπάρχει
βαθμός δυσκολίας για να μην ταλαιπωρηθεί και δεν ολοκληρώσει τη διαδρομή.
Έτσι μέχρι σήμερα συμμετέχει ενεργά και με επιτυχία.
Επιλέγει συνήθως πεζοπορίες με βαθμό δυσκολίας ένα και μέχρι πέντε ώρες
περπάτημα για να είναι σίγουρος πως θα τις βγάλει. Είναι τόσο ευγενικός
άνθρωπος που θα τον στεναχωρούσε πολύ αν έβλεπε πως ταλαιπωρεί κόσμο λόγω
αδυναμίας να ολοκληρώσει μια πεζοπορία.
Από τα μέρη που έχει επισκεφθεί δεν μπορεί να ξεχωρίσει
κανένα αφού όλη η Κρήτη του φαίνεται υπέροχη, ωστόσο μας περιέγραψε πως
ικανοποίησε το μαράζι του να επισκεφθεί το φαράγγι της Σαμαριάς πριν από πέντε
χρόνια, πράγμα που αποτέλεσε και την αφετηρία των πεζοποριών του.
Φέτος ήλθε στην Κρήτη από τις 14 Μαρτίου μόνο και μόνο για
να συμμετάσχει στην εκδρομή της Νάξου που τελικά δεν έγινε λόγω κορωνοιού. Θα
μείνει όμως μέχρι το Φθινόπωρο οπότε κάπως θα καλύψει το κενό αυτής της
πεζοπορικής εξόρμησης