Το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού στην κορυφή του Ψηλορείτη και οι "ιερές πορείες" του - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Το εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού στην κορυφή του Ψηλορείτη και οι "ιερές πορείες" του

 


Στην ψηλότερη κορυφή της Κρήτης, στα 2453 μέτρα, στο όρος Ψηλορείτη ή Ίδη, δεσπόζει, απόλυτα προσαρμοσμένος στη γενικότερη εικόνα του τοπίου, ο ναός του Τιμίου Σταυρού.


Φτιαγμένος από ξελολιθιές κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι βοσκοί της περιοχής κτίζουν τα μιτάτα τους, αποτελείται από δύο χώρους κυκλικούς. Ο ένας είναι ο κυρίως χώρος λατρείας και ο δεύτερος για τους προσκυνητές και τη διαμονή τους.


Όλα είναι λιτά μέσα στο ναό του Τιμίου Σταυρού, λιγοστές οι εικόνες και φθαρμένες από τον καιρό αλλά πολύ περισσότερα τα τάματα που με αυτοσχέδια μέσα κρεμούν οι πιστοί πάνω στα λιθάρια.


Ο Τίμιος Σταυρός είναι  μετόχι της Μονής Δισκουρίου και γιορτάζει στις 14 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο συγκεντρώνοντας, αδιάκοπα στην πορεία των αιώνων, πλήθος πιστών.


Ο λόγιος Πάνος Βλαστός άφησε μια ωραία περιγραφή για τις «ιερές πορείες» των προσκυνητών το 1870 και 1872 στο εκκλησάκι του Ψηλορείτη, με τον αρχαιολόγο Γιάννης Σακελλαράκη να τονίζει πως το προσκύνημα, όπως το περιγράφει ο Βλαστός, ελάχιστα θα διέφερε από τα προσκυνήματα των Μινωιτών στα ιερά Κορυφής τους.


Μεταξύ άλλων ο Παύλος Βλαστός έγραφε πως από τη μια το μεσημέρι της παραμονής της γιορτής οι προσκυνητές αναχωρούσαν από τα περίχωρα της Ίδης, τις επαρχίες Αμαρίου, Αυλοποτάμου, Καινουρίου, Μαλεβιζίου κ.α μέρη του νησιού.


Η καταλληλότερη οδός προς την κορυφή, με βάση την καταγραφή του, ήταν από το χωριό Κουρούτες γιατί ανέρχεται από τις ράχες που είναι στα πλάγια του βουνού, αλλά ως πολύωρη, προτιμάται από τους περισσότερους η οδός που ανεβαίνει από το Βυζάρι και το Φουρφουρά .


Την εσπέρα οι προσκυνητές έφθαναν στη θέση Πάνα και στην Κορακιά, όπου βρίσκονταν δύο ποιμνιοστάσια, κι εκεί άναβαν φωτιά, ξεκουράζονταν, φοροούσαν χειμερινά ρούχα και δειπνούσαν μέχρι τα μεσάνυχτα.


Οι ιερείς τους ξυπνούσαν μετά τα μεσάνυχτα και τότε άφηναν εκεί τα ζώα τους και όλα τα περιττά βάρη, γιατί η διαδρομή ήταν δύσβατη. Προπορεύονταν νέοι κρατώντας αναμμένες δάδες και έβαζαν φωτιά σε χαμόκλαδα, ένθεν κι ένθεν των μονοπατιών για να τα βλέπουν οι υπόλοιποι και να ακολουθούν .


Ο Βλαστός στην περιγραφή του τονίζει πως οι προσκυνητές προτιμούσαν τη νυχτερινή ανάβαση γιατί δεν ίδρωναν από τον ήλιο, δεν διψούσαν κι έτσι κουράζονταν λιγότερο.


Οι ιερείς, που προέρχονταν από όλα τα περίχωρα, τελούσαν την ακολουθία του όρθρου ενώ ανέβαιναν το βουνό και μόλις έφαθαναν στο ναό ξεκινούσαν τη Θεία Λειτουργία.

 

Στην είσοδο του ναού άναβαν φωτιά για να ζεσταίνονται όσοι βρίσκονταν απέξω. Η λειτουργία διαρκούσε λίγο, λόγω του ψύχους.


Με την απόλυση της εύχονταν ο ένας στον άλλο «βοήθεια μας ο Τίμιος και ζωοποιός Σταυρός στην καλήν μας λευθεριά». Μετά οι προσκυνητές έπιαναν τα όπλα τους, που είχαν λειτουργηθεί, και ξεκινούσαν ακατάπαυστο πυρ.


Ακολούθως κάθονταν στο οροπέδιο της κορυφής όπου έπιναν, έτρωγαν και τραγουδούν ενώ μετά το γεύμα άρχιζαν τους χορούς, με τη λύρα να δίνει το ρυθμό. Ταυτόχρονα κάποιοι έβαζαν σημάδι πέτρες και τις πυροβολούσαν για να δείξουν την επιδεξιότητα τους στο σημάδι.

 

(Οι πληροφορίες για τον εορτασμό αντλήθηκαν από το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη Λαϊκές Τελετουργίες στην Κρήτη-Έθιμα στον κύκλο του Χρόνου»)












Πορεία προς την κορυφή όπου μόλις διακρίνεται το εκκλησάκι 



Σελίδες