Η Ρόκκα είναι ένα ημιορεινό χωριό της Κισσάμου Χανίων, διάσημη τα τελευταία χρόνια για τις περίφημες «Γιορτές Ρόκκας» που μετατρέπουν τον οικισμό, όπως και τη γειτονική Κερά, σε μια απέραντη ανοικτή καλλιτεχνική σκηνή φιλοξενίας μουσικών, θεατρικών κι άλλων εκδηλώσεων, υψηλού επιπέδου.
Όμως η Ρόκκα
δεν είναι μόνο αυτό, είναι κι ένας τόπος με αρχαιολογικό ενδιαφέρον καθώς στην
πλαγιά του επιβλητικού βράχου, που δεσπόζει πάνω από το σύγχρονο οικισμό,
συναντάμε τα οικιστικά απομεινάρια μιας πόλης όπου διακρίνονται τμήματα
ελληνιστικών οικιών του 4ου αιώνα π.Χ. Ακόμα πιο πάνω σώζονται βυζαντινά
λείψανα οχυρού κάστρου.
Η αρχαία
Ρόκκα δεν ήταν αυτόνομη κρητική πόλη και μάλλον υπαγόταν στην κοντινή Πολυρρήνια. Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που πιστεύουν ότι οι οικισμοί που
αναπτύχθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Κολένη συνενώθηκαν στο Κοινόν των Μωδαίων, ένα
συνασπισμό με πρωτεύουσα τη Ρόκκα και επίνειο τα παραλιακά Νοπήγεια.
Η άποψη πως
το όνομα του χωριού είναι βενετσιάνικο και προέρχεται από το Ιταλικό Rocca, που σημαίνει φρούριο πάνω σε οχυρό
φυσικό ύψωμα, δεν ευσταθεί δεδομένου ότι το όνομα του οικισμού αναφέρεται από
τον Αιλιανά ήδη από τον 3ο αιώνα μ.Χ. Αυτή η μαρτυρία με την
επιβίωση του τοπωνυμίου οδηγεί στην ταύτιση του ελληνιστικού οικισμού με την
αρχαία Ρόκκα.
Στην κορυφή του λόφου Τρουλλί, που αποτελεί σήμα κατατεθέν της Ρόκκας, σώζονται ελάχιστα
απομεινάρια βυζαντινής οχύρωσης. Εδώ, σε αυτό το στρατηγικό και καλά οχυρωμένο
σημείο από την ίδια τη φύση, είχε κατασκευαστεί κάστρο, ενδεχομένως μετά την
ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες τον 10ο αιώνα.
Από το
σημείο αυτό υπήρχε εποπτεία των βόρειων ακτών, επαφή με την ισχυρή Πολυρρήνια
αλλά και με όλη την κοιλάδα της Κισσάμου.
Κατηφορίζοντας
νότια την πλαγιά φαίνονται ξεκάθαρα τα λείψανα του αρχαίου οικισμού, που
μαρτυρούν την πυκνή κατοίκηση του.
Εδώ βλέπουμε
λαξευτές οικίες, πάνω σε ασβεστολιθικούς βράχους, με κτιστές προσόψεις. Επίσης σώζονται
λαξευτές κλίμακες, δρόμοι, αγωγοί ομβρίων υδάτων και υπόγειες δεξαμενές
συλλογής νερού.
Το
νεκροταφείο του οικισμού, με τους λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους,βρίσκεται εκτός
του οικισμού, στα χαμηλά πρανή, νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά.
Το 1960 ο Νικόλαος Πλάτων ανέσκαψε διώροφο
κιβωτιόσχημο τάφο όπου βρέθηκαν πολλά αγγεία και ανάμεσα τους ένας αμφορέας με
έκτυπα εμβλήματα με εικονογραφικά θέματα από άθλους του Ηρακλή και του Ιάσωνα.
Τα αγγεία
αυτού του είδους ήταν γνωστά κυρίως στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στην
δυτική Κρήτη. Πιθανότατα στην ευρύτερη περιοχή της Ρόκκας να υπήρχε εργαστήριο
για τέτοια αγγεία.
Το 1986 στην
ανασκαφή άλλων τάφων βρέθηκαν πλούσια κεραμικά κτερίσματα από τα τέλη του 4ου
έως το πρώτο μισό του 2ου αιώνα π.Χ.
Όλα τους φαίνεται να είναι προϊόντα τοπικού εργαστηρίου με εμφανείς
επιρροές από μεγάλα κέντρα της εποχής, όπως η Αθήνα, η Κόρινθος, η Αλεξάνδρεια κ.α.
Το σημείο
όπου είναι κτισμένος ο αρχαίος οικισμός έχει πάντως μοναδική θέα αφού βλέπει προς όλο
το νέο οικισμό της Ρόκκας κι ακόμα μακρύτερα ενώ ανατολικά του ανοίγει το εντυπωσιακό
και άγριο φαράγγι της Ρόκκας, που αξίζει να διασχίσει όποιος αγαπά τη φύση.
(Πληροφορίες αντλήθηκαν από το ενημερωτικό
φυλλάδιο του Υπουργείου Πολιτισμού-Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων)