Οι ντόπιοι στο Χανδρά Σητείας τη φωνάζουν Μαρία όμως το πραγματικό της όνομα είναι Waltraut Krassnizer. Επειδή ωστόσο είναι κομμάτι δύσκολο στην προφορά για ευκολία την βάφτισαν, άτυπα, Μαρία κι εκείνη ακούει πια άνετα σε αυτό το όνομα.
Μάλιστα κάποια στιγμή θέλησε να βαπτιστεί χριστιανή
και να πάρει επίσημα το όνομα Μαρία όμως για μια Αυστριακή ήταν δύσκολη η μακρά
κατήχηση που της ζητήθηκε κι έτσι αρκέστηκε ν αφήσει τα πράγματα ως έχουν.
Της Ελένης Βασιλάκη
Η Μαρία είναι από τη Βιέννη αλλά αγαπά την Κρήτη και την Σητεία σαν να είχε γεννηθεί εκεί. Έχει αγοράσει και ανακαινίσει ένα σχεδόν ερειπωμένο σπίτι στο Χανδρά, που στ’ αλήθεια το θαυμάσαμε κι είπαμε να σας το παρουσιάσουμε μαζί με την ιστορία αγάπης της Waltraut Krassnizer για το νησί μας.
Τη συναντήσαμε ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου σε καφενείο του Χανδρά και μιλήσαμε για την Κρήτη πριν επισκεφθούμε το σπίτι της. Η Μαρία είναι μια μικροκαμωμένη γυναίκα, αλλά κομψή και με ωραίους τρόπους. Είχε ένα καλό λόγο να πει για όλους τους Χανδριανούς και εννοείται στα ελληνικά, τα οποία μιλά αρκετά καλά.
Όπως μας περιέγραψε, πρώτη φορά ήλθε στα μέρη αυτά το 1987. Βρισκόταν στην παραλία Λιβάρι, όπου οικογενειακός φίλος είχε τότε ιδιοκτησία και τους είχε καλέσει να μείνουν. Το μέρος εκεί είναι απόμερο κι έτσι για τα ψώνια τους, με τον τότε σύντροφο της, αναγκάζονταν να πηγαίνουν στη Σητεία.
Περνούσαν, γι αυτό το λόγο, τακτικά από το Χανδρά και διαπίστωσαν πως το
χωριό αυτό ήταν όμορφο και δροσερό. Επισκέφθηκαν πολλά σπίτια εκεί και στον
κοντινό οικισμό και τελικά το 1992 η Μαρία αγόρασε το πρώτο της σπίτι στο
Χανδρά.
Ήταν, μας λέει,
βολικό και ωραίο, με κήπο και της στοίχισε ελάχιστα χρήματα. Έκανε όλες τις αναγκαίες
επισκευές για να το προσαρμόσει στο γούστο και τις ανάγκες της. Όμως το 2000
περνώντας τυχαία έξω από ένα σπίτι, σχεδόν ερειπωμένο, σε άλλο σημείο του
Χανδρά, είδε ανοικτή την πόρτα του και έπαθε… έρωτα.
«Παναγία μου
είπα, αυτό είναι το σπίτι που θέλω», μας περιγράφει με ενθουσιασμό. Μπορεί το
κτίσμα να μην είχε ρεύμα, ούτε νερό και
να ήταν σε κακή κατάσταση αλλά είχε μεγάλους χώρους με πίσω αποθήκες, με
πατητήρι, με καμάρες στο εσωτερικό του, κι έτσι το αγάπησε με την πρώτη ματιά.
Με
συνοπτικές διαδικασίες έβαλε πωλητήριο στο πρώτο σπίτι που είχε αγοράσει και επισκευάσει. Μια
Βελγίδα, χωρίς καν να το δει ο άντρας της, το πήρε στην ιδιοκτησία της κι έτσι η Waltraut
μπορούσε να αφιερωθεί στο νέο της σπίτι μετατρέποντας το σε ένα μικρό
παράδεισο, το δικό της παράδεισο.
Όλοι οι
μάστορες που απασχόλησε για την ανακαίνιση του σπιτιού ήταν ντόπιοι,
εργάστηκαν γρήγορα και σωστά για να δώσουν το αποτέλεσμα που σήμερα βλέπουμε.
Η βασική
δομή του σπιτιού έχει διατηρηθεί και αναδειχθεί. Μια αποθήκη που είχε δίπλα τη
μετέτρεψε σε δωμάτιο φιλοξενίας των παιδιών και εγγονιών της . Ο ενιαίος χώρος περιλαμβάνει κουζίνα, τραπεζαρία και
σαλόνι με τζάκι. Το τζάκι πραγματικά μας εντυπωσίασε. Έχει και παραστιά για
μαγείρεμα αλλά και ενσωματωμένο μικρό φούρνο. Για να μαγειρέψει κανείς σε αυτό πρέπει να μπει ολόκληρος στο εσωτερικό του.
Απέναντι από
το τζάκι είναι το ονταδάκι, όπου έχει φτιάξει το κρεβάτι της η Μαρία και κάτω απ αυτό
διατήρησε ένα μικρό αποθηκάκι, που υπήρχε στο κτίσμα.
Την πίσω αποθήκη
με το πατητήρι τη μετέτρεψε κι αυτή σε υπνοδωμάτιο ενώ απέναντι ένας αίθριος
χώρος που υπήρχε κλείστηκε με τζάμι κι έγινε χειμερινό και καλοκαιρινό ησυχαστήριο. Στην ταράτσα στέγασε μια μικρή βεράντα και έγινε σημείο μεσημεριανής σιέστας, με αιώρα
και υποδομή για να μπορεί να μαγειρέψει και να στρώσει εκεί τραπέζι.
Η Μαρία
κράτησε πολλά από τα παλιά πράγματα που βρήκε στο σπίτι αυτό και τα αναπαλαίωσε
ενώ κάποια της τα χάρισαν φίλοι από την περιοχή ή τα έφτιαξε ο πρώην σύντροφος της.
Έτσι βλέπουμε στο εσωτερικό του σπιτιού ένα ωραίο πάντρεμα υλικών και υφών που
ταιριάζει σε ένα χωριάτικο αλλά βολικό και άνετο κτίσμα μόνιμης κατοικίας.
Τέλη Μαρτίου,
κάθε χρόνο, η Μαρία αφήνει τη Βιέννη και το σπίτι της στα δασωμένα περίχωρα της αυστριακής
πρωτεύουσας και έρχεται στην Κρήτη όπου μένει σχεδόν ως το Νοέμβριο.
Έχει περπατήσει
όλα τα φαράγγια της περιοχής και όχι μόνο. Νεώτερη ήταν και δεινή ψαροντουφεκού,
όμως πια δεν βουτάει στα βαθιά.
Όπως μας περιγράφει,
έχει γυρίσει όλη την Κρήτη και υπάρχουν μέρη που λάτρεψε κι άλλα που δεν θέλει, έτσι όπως έγιναν, να ξαναπάει, όπως ο Μπάλος και το Ελαφονήσι.
Μάλιστα στην
αρχή της γνωριμίας της με την Κρήτη πήρε άδεια άνευ αποδοχών από τη δουλειά της,
ως δασκάλα, και γύρισε για μήνες το νησί από τη μια άκρη του ως την άλλη, διανυκτερεύοντας
άλλοτε μέσα στο αυτοκίνητο της κι άλλοτε
σε δωμάτια που ενοικίαζε.
Σήμερα σε αρκετά μεγάλη ηλικία, αν και δείχνει πολύ πιο νέα, έχει περιορίσει τις μετακινήσεις της στο νησί αλλά εξακολουθεί να έρχεται στο Χανδρά τα καλοκαίρια της.
Βέβαια δεν κρύβει τη
στεναχώρια της που, δυστυχώς, ο γιός της, ο οποίος είναι δημοσιογράφος, δεν έχει το
χρόνο που η ίδια είχε για να συνεχίσει να έρχεται στην Κρήτη κρατώντας
το σπίτι που με τόση αγάπη έφτιαξε η μητέρα του. Σχεδόν δακρύζει όταν η κουβέντα μας φτάνει
σε αυτό το σημείο.
Είναι σχεδόν
βέβαιο πως κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να το πουλήσει, πράγμα που δεν θα
είναι τόσο εύκολο όπως ήταν η πρώτη αγοραπωλησία που έκανε στο Χανδρά. Ξέρει πως αυτό ίσως σημάνει και το τέλος της Κρήτης για εκείνη, έναν τόπο που αγαπά και
νιώθει ως δεύτερη πατρίδα της.
Η αποθήκη που έγινε ξενώνας |
Το τζάκι προυπήρχε και απλά ανακαινίσθηκε διαθέτει και φούρνο |
Παλιά αντικείμενα όπως πύλινα κουρούπια και λεκάνες βρήκαν τη θέση τους μέσα στο σπίτι |
Αυτό επέλεξε να είναι το υπνοδωμάτιο της πάνω στον οντά |
Το δεύτερο υπνοδωμάτιο |
Σημείο χαλάρωσης |
Για τα μεσημέρια του καλοκαιριού στην ταράτσα |