Η ζωή στην Κρήτη του παρελθόντος δεν ήταν εύκολη. Μπορεί
τότε να μην είχαν να πληρώσουν ΕΝΦΙΑ, τέλη κυκλοφορίας, υψηλούς φόρους κι όλα
αυτά που πονοκεφαλιάζουν τους σύγχρονους Κρητικούς όμως είχαν τον καθημερινό
αγώνα για την επιβίωση.
Της Ελένης Βασιλάκη
Αν δεν παρήγαγαν δεν έτρωγαν και μαζί τους υπέφερε από την
πείνα όλη η οικογένεια τους. Ως περήφανη ράτσα όμως οι Κρητικοί δε νοούσαν σε
καμιά περίπτωση να μην δουλέψουν σκληρά για να έχουν φαγητό στο τραπέζι τους, φτιάχνοντας
σιγά σιγά μια μικρή περιουσία για να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους.
Κάπως έτσι λειτούργησε στη ζωή του και ο Μιχάλης
Χρυσουλάκης, ή Μιχάλης της Παγώνης, όπως τον ξέρουν όλοι στο Χανδρά, όπου
κατοικεί μαζί με την κόρη του Δέσποινα και το σύζυγο της.
Ο κ. Μιχάλης στα 101 του χρόνια (γεννήθηκε το 1919) και παρά τη σκληρή δουλειά
που έχει κάνει στη ζωή του είναι ένας άνθρωπος που διατηρεί στο ακέραιο τη
μνήμη του και δύσκολα καταλαβαίνεις πως έχει περάσει τον ένα αιώνα ζωής και
μάλιστα δουλεύοντας απεριόριστες ώρες στη γη του.
Είναι ο τελευταίος εν ζωή άνθρωπος που κατοικούσε στον έρημο
σήμερα οικισμό του Αγίου Παντελεήμονα, τον οποίο συναντάμε σε κοντινή απόσταση από
το Χανδρά (δείτε εδώ).
Όπως όλοι οι συγχωριανοί του στον Άγιο Παντελεήμονα έβγαζε τα προς το ζειν καλλιεργώντας τη γη και έχοντας τα ζώα του.
Θυμάται πως όργωνε τα χωράφια με το παλιό αλέτρι ώρες ατελείωτες και
επιστρέφοντας διαλυμένος από την κούραση έτρωγε και πήγαινε αμέσως για ύπνο. Δεν προλάβαινε όμως να ξεκουραστεί γιατί έπρεπε στις 2 τα ξημερώματα να σηκωθεί ξανά για να ταΐσει τα ζώα του, ρόβι
και άχυρο, ώστε να είναι έτοιμα με το που ανέτειλε ο ήλιος να ξεκινήσουν και πάλι το δύσκολο έργο τους.
Καμιά φορά οι αντοχές του τον εγκατέλειπαν και παρακαλούσε
τη σύζυγο του να σηκωθεί αντί για εκείνον να πάει στα ζώα. Βλέπετε τότε ούτε
καν περνούσε από το μυαλό των ανθρώπων να τα αφήσουν νηστικά και να περιμένουν
να τα ταΐσουν νωρίς το πρωί. Ήταν συνεργάτες τους και στηρίγματα τους στον
αγώνα για την επιβίωση και τους φέρονταν με σεβασμό.
Τα σιτηρά καλλιεργούνταν συστηματικά στην περιοχή όπου ζούσε
ο κ. Μιχάλης γιατί μ’ αυτά έφτιαχναν ψωμί και παξιμάδι που τους έτρεφε. Μάλιστα
είχαν τόσο στο Χανδρά όσο και στα γύρω χωριά γιγαντιαίους ξυλόφουρνους για να
ζυμώνουν και να ψήνουν τεράστιες ποσότητες ψωμιού, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου
στη συνέχεια παξιμάδιαζαν για να μπορούν να το συντηρήσουν καλύτερα.
Στον οικισμό της Αγίας Παρασκευής, αλλά και στο γειτονικό
Χανδρά, καλλιεργούσαν και αμπέλια, κυρίως από τις ποικιλίες λιάτικο και
βοϊδοματερό, ενώ το σουλτανί ήλθε στα μέρη τους αφότου έφθασαν στην Κρήτη οι
Μικρασιάτες.
Τα σταφύλια που παρήγαγαν τα έκαναν κρασί για τα σπίτια τους, μια και τραπέζι χωρίς κρασάκι δεν έστρωναν ενώ το κρασί συνόδευε και το κολατσιό τους στο χωράφι.
Όταν η Ένωση Σητείας ξεκίνησε να παραλαμβάνει σταφύλια για να φτιάξει κρασί με την ετικέτα της αναγκάζονταν να μεταφέρουν με το γαϊδουράκι την προς πώληση παραγωγή τους στο Κάτω Παντέλι (μη φανταστείτε πως η απόσταση ήταν μικρή). Από εκεί γινόταν η παραλαβή των σταφυλιών όλης της περιοχής.
Το πρώτο αυτοκίνητο ήλθε στο Χανδρά λίγο πριν τον πόλεμο και
αποτελούσε «κοσμοϊστορικό» γεγονός που όλοι θυμούνται με νοσταλγία, καθώς ήταν
η απαρχή του τέλους για αρκετά βάσανα τους.
Και η ζωή όμως στον ίδιο τον οικισμό του Αγίου Παντελεήμονα
είχε τις δυσκολίες της γι’ αυτό σταδιακά ερήμωσε, μέχρι που τη δεκαετία του 70 εγκαταλείφθηκε
πλήρως.
Ήταν ένα μικρό χωριό που δεν είχε πηγή με τρεχούμενο νερό, όπως
ο Χανδράς, κι έτσι από ένα πηγάδι που είχαν ανοίξει πήγαιναν όλοι κι έπαιρναν
νερό για τις ανάγκες των σπιτιών τους.
Επίσης δεν είχε σχολείο γι’ αυτό τα παιδιά πήγαιναν με τα
πόδια στο Χανδρά, ο οποίος ήταν κεφαλοχώρι κι έφτασε να έχει
δυο σχολεία, δεδομένου ότι συγκέντρωνε μαθητές και από άλλους μικρούς
οικισμούς.
Ίσως μάλιστα ο Άγιος Παντελεήμονας να είχε ερημώσει και πριν
τη δεκαετία του 70 αν τρείς αδελφές, της οικογένειας Πετυχάκη, δεν είχαν
επιστρέψει από την Αίγυπτο όπου είχαν εργαστεί και ζήσει πολλά χρόνια. Ήθελαν
να ζήσουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν γι' αυτό και χρηματοδότησαν και την
ανακαίνιση της μοναδικής εκκλησίας του οικισμού, από την οποία πήρε και το
όνομα του.