Μια ωραία ιστορία που διαδραματίστηκε πριν από πολλά χρόνια,
τότε που το διαδίκτυο και η άμεση ενημέρωση δεν είχαν μπει στη ζωή μας για να κάνουν ακόμα
και ένα παιδί υποψιασμένο περί του τι εστί αρχαιολογικός θησαυρός, μας διηγήθηκε
ο Γιώργος Καπανταϊδάκης από τους Μεσελέρους Ιεράπετρας.
Γεννημένος το 1926, αλλά με μνήμη εφήβου, θυμάται τα παιδικά
του χρόνια στο χωριό, τότε που με την αδελφή του μπορούσαν να παίζουν ανέμελα
στα χωράφια, σκαλίζοντας τα χώματα για να φτιάξουν σπιτάκια χωρίς να φοβούνται
ότι οι γονείς τους θα τους μαλώσουν επειδή λερώθηκαν.
Η ιστορία έλαβε χώρα όταν ο κ. Γιώργος ήταν δέκα ετών και η
αδελφή του εννέα, δηλαδή κάπου κοντά στο 1936.
Ο κ. Γιώργος σήμερα |
Όπως μας διηγήθηκε,ο μικρός Γιώργος τότε, προσπαθούσε να φτιάξει ένα σπιτάκι στην επάνω πλευρά ενός χωραφιού τους, που για ευνόητους λόγους δεν θα αναφέρουμε τοπωνύμιο.
Σύμφωνα με την περιγραφή του, εκεί είχε ένα δάμακα από χώμα
μαλακό, χωρίς πέτρες, όπου μπορούσες με ένα ξύλο να σκαλίσεις και να φτιάξεις
εύκολα ότι ήθελες.
Είχε προλάβει να σκαλίσει μια γωνιά στο σημείο, τοποθετώντας χαλίκια για να πλαισιώσει την κατασκευή του, όταν βρήκε ανάμεσα στο χώμα ένα μικρό αγαλματίδιο.
Μικρός και απονήρευτος ο Γιώργος είδε πως γυάλιζε σαν χρυσάφι, όταν το καθάρισε, αλλά δεν ήξερε ακριβώς περί τίνος επρόκειτο.
Η αδελφή του το είδε γυαλιστερό και καλοφτιαγμένο και το
πήρε στα χέρια της αρχίζοντας να παίζει μαζί του σαν να ήταν κούκλα, κουτσούνα,
όπως την έλεγαν τότε στην Κρήτη.
Ο Γιώργος χωρίς δεύτερη κουβέντα άφησε το αγαλματίδιο στην αδελφή του και συνέχισε να φτιάχνει το σπιτάκι του. Εκείνη το τύλιγε με πανιά, το έντυνε και έπαιζε μέχρι που, χωρίς να προσέξει, σε μια αδέξια κίνηση της, χάλασε ένα τμήμα από το σπιτάκι του αδελφού της.
Εκείνος θύμωσε, τη μάλωσε και αρπάζοντας το αγαλματίδιο από τα
χέρια της το πήρε και το πέταξε μακριά μέσα στα χόρτα.
Θυμάται πως ήταν Απρίλης μήνας και τα χόρτα, μαντηλίδες και
άλλα, ήταν δάσος.
Όταν αποκαμωμένα τα δυο παιδιά από το παιγνίδι γύρισαν σπίτι η αδελφή παραπονέθηκε στον πατέρα της λέγοντας του πως βρήκαν ένα "ανθρωπάκι" που γυάλιζε στο χώμα, κι εκείνη το έπαιζε αλλά ο αδελφός της το
πέταξε μακριά.
Ο πατέρας κατάλαβε πως δεν ήταν απλά ένα "ανθρωπάκι" και μια "κουτσούνα", αλλά αρχαιολογικό εύρημα, γνωρίζοντας και το παρελθόν των Μεσελέρων,
κι αμέσως έπιασε το αυτί του Γιώργου.
«Γιατί το πέταξες;» τον ρωτάει με αυστηρό ύφος.
«Γιατί αυτή μου χάλασε το σπιτάκι» ,απαντάει εκείνος.
Εντάξει λέει ο πατέρας, «αύριο θα πάμε στο χωράφι και δεν θα
φύγουμε αν δεν το βρείτε στα χόρτα που το ρίξατε».
Πράγματι την επόμενη ημέρα πήγαν στο σημείο όπου ο Γιώργος
υπέδειξε πως είχε ρίξει το "ανθρωπάκι" κι άρχισε η αναζήτηση.
Έψαχναν και οι τρείς για ώρες ανάμεσα στα χόρτα αλλά το "ανθρωπάκι" είχε χαθεί από προσώπου γης. Προφανώς επειδή το χώμα ήταν μαλακό κάπου παραχώθηκε,
καλύφθηκε κι έτσι δεν μπορούσαν να το βρούν.
Έκτοτε δεν το αναζήτησαν ξανά. Οι δεκαετίες πέρασαν σαν νερό, ξέχασαν το αγαλματίδιο και μόνο όταν ο κ. Γιώργος έγινε πατέρας κι αργότερα παππούς διηγούνταν αυτή την ιστορία στα παιδιά και τα εγγόνια του, όπως μας τη διηγήθηκε κι εμάς.
Τι έγινε το "ανθρωπάκι"; ούδεις γνωρίζει, προφανώς δεν ήταν ο χρόνος σωστός για να έλθει στο φως.
(Η φωτογραφία μας με το αγαλματίδιο προέρχεται από το διαδίκτυο και δεν πρόκειται για το ανθρωπάκι των Μεσελέρων)